Πέμπτηβράδυ, Ελληνική Εβδομάδα Μόδας
Όπωςστρίβω προς το Ζάππειο από την Αμαλίας,με χτυπά στη μούρη η μυρωδιά του Ζαππείου- κάτουρο και υγρό γρασίδι. Ο κήπος είναικατασκότεινος. Περπατάω στην άσφαλτοπροσπερνώντας τα άδεια ξύλινα παγκάκια.Tο μόνο που ξεχωρίζει μεςστο σκοτάδι είναι οι διάφορες φιγούρεςπου περπατούν σιγά σιγά προς το μέγαρο.Μέσα στο κτίριο, πίσω από τα σταντ με τηβότκα, βλέπεις τα πάντα: κοπέλες με μαύρανύχια και μαλακές τσάντες των 1.200 ευρώ,κυρίες με γυαλιά ηλίου και τιρκουάζσκιά ματιών, άντρες με κολλητά τζινπαντελόνια, εικονολήπτες και δημοσιογράφουςπου περπατούν στο πάτωμα σκακιέρα μεένα βλέμμα που λέει «μπορεί όλο αυτόνα φαίνεται υπέροχο αλλά εγώ δουλεύω.Εντάξει;». Μπαίνω μέσα στη μαύρη τένταπου έχει στηθεί στο προαύλιο. Λίγο πριντην επίδειξη χαζεύω μια κυρία πουπερπατάει στην πασαρέλα χαριεντιζόμενημε τους από κάτω για να φτάσει στη θέσητης: στο ένα χέρι κρατάει μια πελώριατσάντα Yves SaintLaurent, στο άλλο το ξανθότης αγγελούδι με χρυσές μπαλαρινούλες(πάλι καλά που δεν έφερε το τσιουάουα,σκέφτομαι). Όταν αρχίζει η επίδειξημόδας σαστίζω - δεν κοιτάω τα ρούχα,κοιτάω τα μοντέλα: εξωπραγματικά πλάσματατων δύο μέτρων πάνω σε μπλε τακούνια12 πόντων. Έτσι όπως περπατούν ντυμένεςμε μαγιό κάτω από τους προβολείς, μπορώνα διακρίνω και την παραμικρή λεπτομέρειατων ποδιών τους - κάτι λεπτές τριχούλεςκάτω από μικρές φλεβίτσες, μια ραγάδα.Σκέφτομαι πως πρέπει να είναι περίεργηδουλειά να περπατάς πάνω κάτω ενώ σεκοιτούν τόσα μάτια έτοιμα να σε κόψουνκομματάκια και να σε φάνε με επάργυραμαχαιροπίρουνα.
Σάββατοαπόγευμα στο σουπερμάρκετ
Πέρασαόλο το μεσημέρι σε μια κατάστασηευτυχισμένης αποχαύνωσης, διαβάζονταςεφημερίδες και τρώγοντας τυρί λιωμένοστο microwave - με την τηλεόρασηστη διαπασών. Τώρα περιφέρομαι σανχαμένη μέσα στο σουπερμάρκετ. Όπωςστρίβω δίπλα σε κάτι πελώριους καταψύκτες,βλέπω τρεις κοπέλες ντυμένες με κίτρινεςστολές και καπέλα, παρατεταγμένες καιχαμογελαστές πίσω από ένα ξύλινο βαρέλιπου έχει πάνω του ένα δίσκο με μικράκυβάκια γραβιέρας στολισμένα με πιπεριέςκαι ραπανάκια. Καθώς πλησιάζω αφηρημένα,βλέπω πως ξέρω τη μία από τις τρεις -είναι η Α., μια συμφοιτήτριά μου που έχωνα δω εδώ και τέσσερα χρόνια. Με κοιτάεικαι μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτουγυρνά απ' την άλλη και προσποιείταιπως τακτοποιεί συσκευασμένα τυριά σ'ένα ράφι που έχει ακριβώς από πίσω της.Πριν από κάποιους μήνες μια κοινή μαςγνωστή μου έλεγε πόσο ευχαριστημένηείναι η Α. στην πολυεθνική εταιρεία όπουδουλεύει ως στέλεχος. Δεν ξέρω αν έλεγεψέματα ή αν την έδιωξαν απ' τη δουλειάτης - δεν έχει και πολύ σημασία. Λυπάμαιμόνο που τη φέρνω σε δύσκολη θέση.Ακροπατάω προς τα πίσω σαν μίμος καιγια τα υπόλοιπα 20 λεπτά ψωνίζω σε ακτίναδέκα μέτρων από το βαρέλι με τα τυριά.Δεν θέλω να ξαναφέρω την Α. σε δύσκοληθέση. Σκέφτομαι πως η Α. ντρέπεται - καιλυπάμαι που ντρέπεται, γιατί ξέρω πώςαισθάνομαι εγώ όταν ντρέπομαι, σαν να'χω έναν σκουπιδοφάγο στο στομάχι.
σχόλια