Στο μικρό βιβλίο Νυχτερινοί Περίπατοι¹ διαβάζω τα υπέροχα κείμενα που έγραψε ο Τσαρλς Ντίκενς για τα «ξεστρατίσματά» του τις ώρες της αϋπνίας του. Ο άγρυπνος ανέστιος παρατηρούσε το Λονδίνο, τους χώρους και τους ανθρώπους του. Υπήρξε κι αυτός ένας πλάνης που ασκούσε το βλέμμα του στις άπειρες λεπτομέρειες που πρόσφερε η βρετανική μητρόπολη.
Κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψω σε αυτά τα διψασμένα και φιλοπερίεργα βλέμματα του 19ου αιώνα, αναρωτιέμαι: τι κάνουμε εμείς σήμερα; Πώς παρατηρούν, αν παρατηρούν, οι νεότεροι και οι πιο μικροί;
Ξέρω, φυσικά, ότι από κάτι τέτοιες ερωτήσεις ξεκινάει, πολλές φορές, ένας μάλλον κουραστικός αντι-τεχνολογικός διδακτισμός. Μιλώ γι' αυτό το ηθικό παράπονο που έχει μεγάλη διάδοση στους «φιλολογικούς κύκλους» και γενικά στους χώρους όσων ανησυχούν για τη μία ή την άλλη έκβαση του δυτικού παραδείγματος. Και από κοντά έρχονται και οι θεωρίες που ισχυρίζονται ότι οι φυσικές μας αισθήσεις αμβλύνονται και χαλάνε στα ψηφιακά σπίτια μας και στις γεωμετρικά αυξανόμενες wi fi γωνιές του πολιτισμού μας.
Το ίδιο το τοπίο κοντεύει να γίνει ένας αναχρονισμός του βλέμματος, ένα είδος ιδιωτικού αρχείου. Ή αποκτά στιγμιαίο ενδιαφέρον ως vintage αναπαράσταση. Υπάρχουν βεβαίως τα αξιοθέατα και η συνεχής φωτογράφισή τους, πράγμα όμως άσχετο με την πυκνή φύση της παρατήρησης.
Παρ' όλα αυτά, αισθάνομαι ότι κάπου εδώ υπάρχει μια θεμιτή αγωνία. Ότι μπορεί να έχουμε σοβαρό λόγο για να ανησυχούμε, πέρα από τη σκηνή όπου ανταλλάσσουν τις κατηγορίες τους οι τεχνοφοβικοί με τους λάτρεις των καινούργιων apps.
Τι εννοώ; Πολλοί, πια, δεν βλέπουν γύρω τους. Κοιτάνε μόνο και μόνο για να «συνεννοηθούν» με το φανάρι της κυκλοφορίας, με τη διασταύρωση, με το μαγαζί που ψάχνουν. Σαν να τους αρκούν τα βασικά μιας γλώσσας για το ταξίδι τους στην καθημερινότητα. Με άλλα λόγια, δεν παρατηρούν αυτό που πέφτει τυχαία στο βλέμμα τους: το προσπερνούν εύκολα, το αψηφούν κι ούτε του δίνουν σημασία. Σαν να μην τους εντυπωσιάζει κάτι ιδιαίτερα σε αυτό το σκηνικό αμοιβαία αδιάφορων θορύβων. Ούτε οι φθορές, ούτε καν οι ομορφιές. Μια ολόκληρη διαδρομή σε ένα υπεραστικό που διασχίζει τη χώρα μπορεί έτσι να περάσει χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος για το τοπίο. Με κλειστό κουρτινάκι.
Το ίδιο το τοπίο κοντεύει να γίνει ένας αναχρονισμός του βλέμματος, ένα είδος ιδιωτικού αρχείου. Ή αποκτά στιγμιαίο ενδιαφέρον ως vintage αναπαράσταση. Υπάρχουν βεβαίως τα αξιοθέατα και η συνεχής φωτογράφισή τους, πράγμα όμως άσχετο με την πυκνή φύση της παρατήρησης. Και στο τέλος έρχεται πάντα η δικαιολογία πως το διαδικτυακό σερφάρισμα είναι η νέα περιπλάνηση, το πεδίο όπου οι «πλάνητες» του 21ου αιώνα θα αναπτύξουν τη δική τους κοινωνική γραφή και αισθητική.
Μου φαίνεται όμως, για να πω την αλήθεια, ελάχιστα πειστική δικαιολογία. Γιατί έχω την αίσθηση πως η παρατήρηση δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη μετακίνηση ανάμεσα σε διαφορετικά σημεία. Δεν είναι μια navigation, μια πλοήγηση σε κείμενα, φωτογραφίες, τεκμήρια. Θα μπορούσε να τη φανταστεί κανείς ως μια σχέση με το ζωντανό περιβάλλον, όπως μας το περιγράφουν οι αισθήσεις μας. Όχι μια φωτογράφιση αλλά μια ερεθιστική αφήγηση όπου ο καθένας οικειοποιείται τον χώρο και τις ιστορίες του.
Χρειάζεται δηλαδή η συνάντηση με τα σώματα, τις οσμές, τις υλικές επιφάνειες. Να μη σπεύδει κανείς να πετάξει τις απωθητικές ή τις αδιάφορες εικόνες όπου επαναλαμβάνεται η ζωή του στις παραλλαγές της. Ένα βίντεο στο YouTube μου δίνει φυσικά μια ιδέα γι' αυτό ή εκείνο, για κάτι παράξενο ή συνηθισμένο. Αλλά η παρατήρηση χρειάζεται εικόνα και κίνηση σωματική για να αποκτήσει την ευαισθησία της. Δεν είναι παιχνίδι γνώσεων ούτε τεστ δεξιοτήτων αλλά γνώση σχεδόν σαρκική. Όπως θα έλεγε ο Παπαγιώργης, μια σάρκα με μνήμη.
Μήπως όμως όλα είναι απλώς μια υπόθεση συγγραφέων και καλλιτεχνών; Στο κάτω-κάτω, ο Ντίκενς ήταν ο Ντίκενς, ένας από τους εμβληματικούς μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα.
Υποθέτω πως κι αυτή η ένσταση έχει βάση. Λέει χοντρικά ότι όποιος παρατηρεί με τον παλιό τρόπο, μάλλον διαθέτει τον χρόνο, τις σωματικές δυνάμεις και την «πολυτέλεια» γι' αυτό το άθλημα. Ότι μιλάμε ίσως για μια νεφελώδη δραστηριότητα που ταιριάζει σε λευκά, αρσενικά της μεσαίας αστικής τάξης, τα οποία κυριάρχησαν στη νεωτερικότητα και μονοπώλησαν τον πολιτισμό.
Ωστόσο, ακόμα κι αν όσοι έγραψαν για την περιπλάνηση και αποθέωσαν την ηθική της παρατήρησης προέρχονται από τους κόλπους του «αστικού πολιτισμού», το θέμα παραμένει ανοιχτό και σήμερα. Όταν αρνούμαστε να ακούσουμε και να αφιερώσουμε το βλέμμα στον γύρω κόσμο, όταν αποσυρόμαστε από τον κοινό κόσμο, χάνουμε. Ζούμε και δρούμε και κινούμαστε, αλλά φαίνεται πως δεν κατοικούμε κάπου. Σαν να μη θέλουμε περιττές εμπλοκές με τη ζωή των άλλων και τις ιστορίες της πόλης.
Για κάποιους, αυτό δεν είναι απώλεια αλλά για μένα θα είναι πάντα ένα σοκ η κατεβασμένη κουρτίνα της διαδρομής.
¹ Το βιβλίο «Νυχτερινοί Περίπατοι» ανήκει στη νέα σειρά «Μικρά Διαχρονικά» των εκδόσεων Παπαδόπουλος που επιμελείται η Κατερίνα Σχινά.
Μπορείτε να βρείτε τα έργα του Daniel Egneus εδώ
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO