Στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά χρονικά του σύγχρονου κόσμου ο τυχοδιωκτισμός είχε μια γνήσια λάμψη. Αυτός που αψηφούσε τους κανόνες, επιλέγοντας συνήθως ανορθόδοξες μεθόδους για να κάνει το δικό του, ο «αριβίστας» ή ο άνθρωπος δίχως πολλούς ενδοιασμούς τραβούσε το ενδιαφέρον του κοινού. Εμφανίζεται, άλλωστε, περισσότερο άξιος λόγου από τις σοβαρές και κάπως ανιαρές περσόνες αυτών που τηρούν τους κανόνες. Η κλασική έννοια της περιπέτειας (adventure) χρωστά πολλά στον μύθο του τυχοδιώκτη και στις επινοητικές του ικανότητες. Ίσως γιατί στον τυχοδιώκτη προβάλλεται μια ιδέα ελευθερίας και τολμηρής κίνησης. Η ευτολμία που θα μπορούσε να έχει ένα άρωμα αυθαιρεσίας. Ο καθηλωμένος άνθρωπος φαντάζεται συνήθως την ελευθερία ως δραπέτευση και φυγή. Και ο τυχοδιωκτισμός μοιάζει ακριβώς με μια μίμηση της ελευθερίας ως ζαβολιάς, ως παραβίασης του πρωτοκόλλου. Ανατρέχει, έτσι, στην πρωταρχική, παιδική εμπειρία της αταξίας: το άτακτο παιδί που μεταμορφώνεται σε ενήλικο ταραξία.
Στις αναπαραστάσεις του «άγριου» καπιταλισμού, ο τυχοδιώκτης θριάμβευσε στα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του Τζακ Λόντον ή του Σίνκλερ Λιούις, στην εποχή της χρυσοθηρίας και των αδίστακτων βαρόνων του πετρελαίου. Η Αλάσκα, η Δύση και η απεραντοσύνη ήταν οι τόποι όπου πλέχτηκαν μαζί η τυχοδιωκτική μεγαλοσύνη και οι εγκληματικοί της άθλοι.
Για να μείνω στα κλασικά παραδείγματα, στη γενεαλογία του δημοσιογραφικού αριβισμού αξεπέραστος παραμένει ο «Μπελ Αμί» του Μοπασάν. Ο άνθρωπος που οσμίζεται τις ευκαιρίες και αδιαφορεί για τις ηθικές νόρμες για να χωθεί στην καρδιά ενός μηχανισμού εξουσίας και επιρροής.
Η εποχή ζητάει, ξανά, μεγάλες χειρονομίες που ιδρύουν κάτι, που πάνε πιο μακριά από τα γνώριμα μοτίβα της πολιτικής δράσης. Για να το πω αλλιώς: η εποχή χρειάζεται μια πολιτική φαντασία που δεν θα είναι τυχοδιωκτική, δηλαδή θα υπολογίζει τις συνέπειες και θα μετράει τα λόγια της.
Αλλά στις πολιτικές του προβολές ο τυχοδιωκτισμός εκβάλλει σε πολλές κατευθύνσεις και ακουμπάει σε διαφορετικά «σχέδια». Υπηρετεί αυταρχικές κλίσεις και δημοκρατικές δημαγωγίες, αλαφροΐσκιωτους εθνικισμούς της Δεξιάς και όψιμους αριστερούς λαϊκισμούς. Δεν υπάρχει δηλαδή ένας τύπος τυχοδιωκτισμού και ούτε βεβαίως μπορεί να πιστωθεί σε μια πολιτική παράδοση, αποκλείοντας τις άλλες.
Δεν είναι όμως όλες οι εποχές και οι συγκυρίες πρόσφορες για τους τυχοδιώκτες. Όταν μια θεσμική ή πολιτική τάξη λειτουργεί ικανοποιητικά, όταν υπάρχει μια συμφωνημένη σταθερότητα, ο τυχοδιωκτισμός δυσκολεύεται να κερδίσει χώρο και ισχύ. Παραμένει στο περιθώριο ή περιορίζεται στις σελίδες των μυθιστορημάτων και στις καλλιτεχνικές του ενσαρκώσεις. Για παράδειγμα, την εποχή της μεταπολεμικής «σοσιαλδημοκρατικής» σταθεροποίησης ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός δεν έβρισκε πάτημα για να αναπτυχθεί. Οι πολλοί δεν εγκατέλειπαν τις μεγάλες πολιτικές Εκκλησίες για να ακολουθήσουν εκκεντρικές αιρέσεις και απροσδιόριστες δημαγωγίες.
Αντίθετα, οι τελευταίες δεκαετίες απογείωσαν τις τυχοδιωκτικές χειρονομίες και τους εκφραστές τους. Ενισχύουν την εικόνα αυτών που αντιπροσωπεύουν το ρήγμα, την αντι-κανονικότητα και την παραβίαση των τύπων. Και όσο περισσότερο η επίσημη πολιτική μιλά τη γλώσσα του σεβασμού των κανόνων και ορκίζεται στην οικονομική σύνεση (που έχει πολλές σκληρές όψεις), τόσο πιο πολύ μεγαλώνει ο πειρασμός του τυχοδιώκτη: αυτού που υπόσχεται ελευθερία μέσα στο σύστημα.
Εδώ είναι ίσως η κρίσιμη σημασία της ιστορικής στιγμής. Ο τυχοδιωκτισμός, είπαμε, κλείνει πάντα το μάτι στην ιδέα της ελευθερίας και της αυτονομίας αυτού που θέλει να δράσει. Είναι η φανταστική υπέρβαση των κάθε είδους φραγμών: της «καλής συμπεριφοράς», της διπλωματικής αγωγής, των διακρατικών ορθών τρόπων. Παίρνει έτσι ενέργεια από τον αργό θάνατο αξιοσέβαστων ιδεολογικών παραδόσεων ή κρατικών δομών. Στο παρελθόν, για παράδειγμα, ο μπερλουσκονισμός αναδύθηκε από τα συντρίμμια της ιταλικής χριστιανοδημοκρατικής Δεξιάς και την αποσύνθεση των δύο ισχυρών Εκκλησιών του κομματικού συστήματος της χώρας, του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Τώρα, πάλι, οι φυσιογνωμίες που υπόσχονται την «αποτίναξη των ευρωπαϊκών κανόνων» (και άρα περισσότερη ελευθερία για τους λαούς) αντλούν ισχύ από τη γραφειοκρατική γήρανση και τη δασκαλίστικη αυστηρότητα της «γερμανικής» Ευρώπης.
Ο τυχοδιώκτης δεν είναι καθαρός απατεώνας ούτε ένας αφελής ρομαντικός που επιδιώκει να ταρακουνήσει μια μουχλιασμένη τάξη πραγμάτων. Είναι κάτι στο ενδιάμεσο απάτης και αυταπάτης, ιδεαλισμού και ωμού ρεαλισμού. Συχνά, είναι το πέρασμα από την ιδεαλιστική υπόσχεση στην πιο κυνική μανούβρα.
Φοβάμαι, πάντως, πως έχει μέλλον μπροστά του. Η εποχή ζητάει, ξανά, μεγάλες χειρονομίες που ιδρύουν κάτι, που πάνε πιο μακριά από τα γνώριμα μοτίβα της πολιτικής δράσης. Για να το πω αλλιώς: η εποχή χρειάζεται μια πολιτική φαντασία που δεν θα είναι τυχοδιωκτική, δηλαδή θα υπολογίζει τις συνέπειες και θα μετράει τα λόγια της.
Όσο θα λείπει αυτή η δημοκρατική πολιτική φαντασία, τόσο θα εμφανίζονται οι τυχοδιώκτες ως μνηστήρες της εξουσίας. Γιατί το όριο ανάμεσα στη φαντασία και στο φαντασιοκόπημα, στην ελευθερία και στην αυθαιρεσία, είναι λεπτό. Η ανάγκη, ας πούμε, για ηγετικές φυσιογνωμίες δεν είναι παράλογη. Ούτε η τάση που έχουμε να μιλάμε για μεγάλα πολιτικά αναστήματα που μπορεί να σπανίζουν στις μέρες μας. Ε, από αυτήν τη διαπίστωση μέχρι τη σαγήνη την οποία ασκεί ο κάθε τυχοδιώκτης μιμούμενος τον «μεγάλο ηγέτη» η απόσταση είναι μικρή. Και πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν υπάρχει τίποτα που να μας εξασφαλίζει από τον κίνδυνο. Τον κίνδυνο που λέει ότι η ελευθερία την οποία τάζει κάθε τυχοδιώκτης είναι κατά κανόνα μια ανάπηρη ελευθερία. Σαν αυτή για την οποία μας προειδοποίησε ο ποιητής στον καιρό του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια