Η Όλγα Κουκλάκη, όταν ήταν μικρή, έπαιζε πιάνο. Εκεί στη Βούλα, όπου μεγάλωσε, καθόταν πάνω απ’ το πιάνο της κι έπαιζε Ντεμπισί, Ραβέλ, Ραχμάνινοφ («Όχι Μπαχ ή Μότσαρτ, που ήταν πολύ χαρούμενος. Μου άρεσε ό,τι ήταν λυπημένο, λυρικό, παθιασμένο»). Οι γείτονες άκουγαν έναν ήχο πιάνου (που λέει και η Λένα Πλάτωνος στους «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας») από μακριά, που έσπαγε την περιρρέουσα ησυχία της περιοχής - μόνο ένας σκύλος ακουγόταν πού και πού. Όμως στα ράφια του εφηβικού δωματίου της είχε γραμμένες κασέτες με τα best of του Μάικλ Τζάκσον. Όταν άφηνε το πιάνο, έβαζε το «Beat It» και προσπαθούσε να καταφέρει ένα αξιοπρεπές moonwalk πάνω στο χαλί. Δεν ξέρουμε αν τα κατάφερε ποτέ.
Η Όλγα Κουκλάκη μιλάει γρήγορα. Σαν να εναρμονίζεται η φωνή της με τα bpms της μουσικής της, κρατάει έναν ρυθμό χωρίς μεγάλες αυξομειώσεις - θα μπορούσε να ήταν human beatbox καλλιτέχνης, από αυτούς που μπορούν να τραγουδήσουν (και δεν εννοώ απλώς a capella) το «Purple Rain» του Prince, για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας μόνο ήχους που βγάζουν από το στόμα τους.
Η Όλγα κάνει σημαντική καριέρα στη Γαλλία. Κυριολεκτικά σημαντική. Όχι από αυτές τις «καριέρες» που ορίζονται από μερικά σκόρπια δημοσιεύματα σε κάνα δυο ειδικά περιοδικά (και τις περισσότερες φορές είναι προϊόντα ενός γραφείου PR που βγάζει τα λεφτά του, σπρώχνοντας τους πελάτες του σε φιλικά διακείμενους δημοσιογράφους). To σημαντικό περιοδικό «Les Ιnrockuptibles» (το «Time Out» τηςΓαλλίας) την αποκαλεί «Πυθία της ηλεκτρονικής σκηνής», η «Vogue» «σειρήνα της Μεσογείου», στο Παρίσι τη λατρεύουν, είναι η προστατευόμενη του Marc Collin των Nouvelle Vague (ο οποίος είναι και ο παραγωγός της), τη φωνάζουν συνέχεια να παίζει λάιβ ή ως DJ σε κλαμπ και φεστιβάλ ανά την Ευρώπη, σε Δανία, Ισπανία, Ιταλία και αλλού.
To σύμπαν της Όλγας Κουκλάκη περιλαμβάνει, εκτός από τους κλασικούς και τον Μάικλ Τζάκσον, το «Debut» και όλη τη δισκογραφία της Björk. «Όταν άκουσα το “Debut”, έπαθα σοκ. Ήταν απίστευτο άλμπουμ. Παρόλο που πια κάνει ό,τι να ‘ναι, την εκτιμώ απεριόριστα και σέβομαι το γεγονός πως κυκλοφορεί ό,τι έχει στο μυαλό της, χωρίς να τη νοιάζει η εμπορική επιτυχία». Α, και τον Ντέιβιντ Λιντς. «Μου αρέσουν όλες οι ταινίες του, και ιδιαίτερα το Mulholland Drive.
Γενικά, μου αρέσει το χάσιμο, δεν είμαι πολύ φαν του ρεαλιστικού κινηματογράφου. Με γοητεύει ότι παίζει με το υποσυνείδητο. Ότι κάποια πράγματα δεν έχουν εξήγηση. Απλώς υπάρχουν και αιωρούνται κάπου μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου, χωρίς καμιά λογική εξήγηση. Και στους στίχους μου μού αρέσει να παίζω με τις λέξεις σε ένα παρόμοιο περιβάλλον, τύπου Λιντς. Επίσης, χωρίς να θεωρώ ότι έχω επηρεαστεί άμεσα, είμαι πολύ φαν των μπίτνικ, του Μπάροουζ και των άλλων, ενώ λατρεύω και τον Σάλιντζερ».
Το νέο της άλμπουμ με τίτλο «I U Need» φεύγει από τις πιο lounge και low tempo ράγες του «Getalife», είναι πιο βουτηγμένο σε μια dark electronica, με σαφείς αναφορές στη new wave αλλά και τη σόουλ (η φωνή της ακούγεται μερικές φορές σαν σόουλ ντίβας του παρελθόντος), έχει κιθάρες, ποπ προσανατολισμό και τις πιο ώριμες συνθέσεις της. Στο εξώφυλλο η ίδια η Όλγα, με ρίμελ στα μάτια (ωσάν νεογκόθ ντίβα), ποζάρει σε κάτι που μοιάζει με σπασμένο στα τρία καθρέφτη, σημάδι για εφτά χρόνια γρουσουζιά, κάτι που φυσικά δεν τη νοιάζει - ζει στην Ελλάδα της κρίσης και στη Γαλλία της πολιτικής πόλωσης.
Μπαίνει στο στούντιό της τη στιγμή που ο Σαρκοζί και ο Ολάντ αναμετριούνται στις αρένες και στα προάστια σφάζονται οι μετανάστες. «Όχι μόνο στα προάστια αλλά και στο κέντρο η κατάσταση στο Παρίσι είναι σοκαριστική. Βλέπεις βία που εμείς εδώ δεν έχουμε συνηθίσει.
Τις προάλλες ήμουν στην Σανζ Ελιζέ και στο απέναντι πεζοδρόμιο μαχαίρωναν έναν τύπο. Πρέπει να είσαι σε επιφυλακή επί μονίμου βάσεως. Θυμάμαι, όταν είχα πρωτοπάει στο Παρίσι, έμενα αρχικά στα προάστια κι ένα βράδυ ένας τύπος ήρθε στην πολυκατοικία και χτύπαγε με μανία όλες τις πόρτες. Είχα κουκουλωθεί με το πάπλωμά μου κι έτρεμα απ’ τον φόβο. Τώρα, με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, όλοι στις συνεντεύξεις με ρωτάνε γι’ αυτό. Στενοχωριέμαι γιατί πολλές φορές με κολλάνε στον τοίχο και δεν ξέρω τι να τους πω για την Ελλάδα. Τι να τους πω; Ότι όποιος πάει να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από μπουζούκια πεινάει; Ότι ο κόσμος δίνει 300 ευρώ για λουλούδια στα μπουζούκια; Ότι δεν παίρνουν ένα CD γιατί προτιμάνε μια μπλούζα πόλο; Και βλέπεις τον Γάλλο, που θα προτιμήσει να πάρει το βιβλίο και το CD, παρά να πάει στο εστιατόριο. Είναι άλλη η νοοτροπία κι εγώ προσπαθώ να απολογηθώ για την αντίστοιχη ελληνική. Επίσης, με ρωτάνε συνέχεια ποια είναι η σκηνή στην Ελλάδα, γιατί δεν ξέρουν κανέναν Έλληνα παραγωγό ή γιατί δεν έχουν εδώ κανέναν Έλληνα DJ και καταλήγουν πάντα με την επωδό: μήπως αυτό συμβαίνει γιατί οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, γιατί δεν δουλεύουν αρκετά. Εγώ απαντάω ότι η Ελλάδα είναι τόσο μικρή χώρα που είναι δύσκολο να φτάσουν στο Παρίσι τα καλά πράγματα. Ότι δεν φταίνε οι Έλληνες γι’ αυτό και ότι έχουμε πολλούς γαμάτους μουσικούς που είναι πολύ καλύτεροι απ’ τους Γάλλους. Και, γενικά, fuck the crisis - όλοι στην ίδια μοίρα είμαστε. Μη νομίζετε ότι στη Γαλλία δεν πεινάνε. Πάντα πεινούσαν και πάντα μετρούσαν τα φραγκοδίφραγκα. Εκεί τώρα πια οι πλούσιοι είναι ακόμα πιο πλούσιοι, η μεσαία τάξη είναι πλέον στα όρια της φτώχιας και οι πραγματικά φτωχοί πεθαίνουν στον δρόμο μπροστά σου».
Δύσκολοι καιροί για ένα κορίτσι σαν την Όλγα Κουκλάκη. Παρ’ όλα αυτά, το αγαπάει το Παρίσι. Λατρεύει να τρώει πάπια σε όλες τις τις μορφές. Κονφί, μαγκρέ, οτιδήποτε. Και steak tartare και σαλιγκάρια με σκόρδο. Και να πηγαίνει στα κλαμπ. Στο θρυλικό Rex, στο πλωτό Batofar (που βαράει τέκνο εν πλω, στον Σηκουάνα, περνώντας μπροστά απ’ την Pont Neuf, σε βαθμό που κάνει τον Καράξ ν’ αναθεωρήσει το σάουντρακ των Εραστών της Pont Neuf) και στο Silencio, το πριβέ κλαμπ που άνοιξε πρόσφατα ο ήρωάς της, ο Ντέιβιντ Λιντς και «είναι σαν λαβύρινθος. Έχει όλο μικρά δωματιάκια με καθρέφτες. Χάνεσαι εκεί μέσα, αλλά είναι φανταστικά. Δυστυχώς, δεν τον έχω πετύχει ποτέ εκεί τον Λιντς. Τον πέτυχα όμως μια φορά στο Café de Flore. Ήταν πίσω μου κι έπινε καφέ. Τη στιγμή που τον είδα κόντεψα να λιποθυμήσω, σκέφτηκα να του δώσω ένα CD μου, μετά σκέφτηκα να του πω ότι τον λατρεύω, αλλά τελικά δεν έκανα τίποτα, συνέχισα τον καφέ μου».
H Όλγα μισεί τις κιθάρες. Δεν μπορώ να την καταλάβω. «Δεν άκουγα καθόλου grunge και από Nirvana ήξερα μόνο το γνωστό τους κομμάτι. Ούτε σε ροκ συναυλίες πηγαίνω. Πήγα πριν από τέσσερα χρόνια στο Καραΐσκάκη να δω τους Sex Pistols και βρέθηκα στο σημείο που έπεσε το ξύλο. Πήγα να τις φάω κι εγώ. Ήμουν με μια αντροπαρέα κι όταν άρχισαν οι φασαρίες έφυγαν όλοι και με άφησαν μόνη μου. Επίσης, δεν υπήρξα ποτέ ρέιβερ, έχασα την εποχή του Fuzz της Μαβίλη. Παρόλο που είμαι νοτιοπροαστιοτάκι δεν αγάπησα ποτέ τη θάλασσα και, τελικά, νομίζω ότι αν ψήφιζα στη Γαλλία, θα ψήφιζα Ολάντ και μετά θα έλεγα “τι μαλακία έκανα”. Κι επίσης, τελευταία έχω κολλήσει και τραγουδάω συνέχεια το “I follow rivers” της Lykke Li».
Το τελευταίο κομμάτι στο νέο της άλμπουμ λέγεται «Time goes by». Ο χρόνος που περνάει και χάνεται μεταξύ Αθήνας, Παρισιού, υπόγειων κλαμπ, εξωστρέφειας και καταβύθισης στα σκοτάδια του μυαλού της Όλγας Κουκλάκη. Και ας χορεύεις με τη μουσική της.
σχόλια