Είναι δύσκολο ακόμη και να φανταστεί κανείς στην εποχή μας το μέγεθος του σκανδάλου που προκλήθηκε όταν η Ίνγριντ Μπέργκμαν έμεινε έγκυος στο παιδί του Ρομπέρτσο Ροσελίνι και όσο ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Πίτερ Λίντστρομ. Εκείνη την περίοδο, ήταν σύζυγος και μητέρα μιας κόρης, της Πία, που άφησε πίσω της, όταν βρέθηκε στην Ιταλία για να συνεργαστεί με τον Ροσελίνι. Η κατακραυγή ήταν τεράστια, οι εφημερίδες του 1949 έκαναν λόγο για βόμβα στο Χόλιγουντ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, φανατισμένες θρησκευτικές ομάδες έφτασαν ακόμη και να ζητούν να απαγορευθούν οι ταινίες της, με το αιτιολογικό ότι προωθούσαν τη μοιχεία. Στην Ιταλία, παπαράτσι έτρεχαν πίσω από την ίδια και τον Ροσελίνι και αυτό θα συνέβαινε μέχρι το τέλος της κοινής τους ζωής και της θυελλώδους σχέσης τους.
«Ήμουν κίνδυνος για τα ήθη των Αμερικανίδων», είχε πει η ίδια αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξη της. «Ακόμη και ο ήχος της φωνής μου στο ραδιόφωνο αποτελούσε κίνδυνο. Φυσικά και με πλήγωνε όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό που είχα κάνει ενδιέφερε τόσο πολύ τους άλλους. Αν δεν σ’ αρέσει μια παράσταση, ένα έργο, μπορείς να αποχωρήσεις, αλλά το να κρίνεις τις ζωές των άλλων είναι λάθος».
«Ήμουν κίνδυνος για τα ήθη των Αμερικανίδων», είχε πει η ίδια αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξη της. «Ακόμη και ο ήχος της φωνής μου στο ραδιόφωνο αποτελούσε κίνδυνο. Φυσικά και με πλήγωνε όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό που είχα κάνει ενδιέφερε τόσο πολύ τους άλλους. ―Ίνγκριντ Μπέργκμαν
Αυτή η προκλητική –για την εποχή- δήλωση της Μπέργκμαν έχει εξέχουσα θέση στο νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο Ingrid Bergman: In Her Own Words (σ.σ.: Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν μέσα από τα δικά της λόγια), τη σκηνοθεσία του οποίου υπογράφει ο Stig Björkman, με πρόθεση να αφηγηθεί τη ζωή μιας γυναίκας – θρύλου του Χόλιγουντ.
Το ντοκιμαντέρ εστιάζει στα ημερολόγια, τις επιστολές και τις συνεντεύξεις της, διανθισμένες από στιγμές κινηματογραφικής δόξας της ηθοποιού: από το ντεμπούτο της στη Σουηδία το 1935, μέχρι το απόγειο της δόξας που γνώρισε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’40, μέχρι και τους τελευταίους ρόλους της ζωής της, περίπου 40 χρόνια μετά. Πρόκειται για μία αποκαλυπτική, διεισδυτική ματιά στη ζωή μιας γυναίκας που μονίμως περιφρονούσε τους κανόνες και τις μεγάλες προσδοκίες των γύρω της.
INGRID BERGMAN: IN HER OWN WORDS | Official UK Trailer
To πόσο διέφερε από κάθε ηθοποιό της γενιάς της, γίνεται σαφές από το πρώτο screen test που κλήθηκε να γυρίσει επί αμερικανικού εδάφους: αμακιγιάριστη, σε ασπρόμαυρα βωβά πλάνα, να λάμπει. Είναι σα να διακατέχεται από μία μυστική, εσωτερική γνώση που την κάνει να ακτινοβολεί καθώς κοιτά απευθείας στην κάμερα ή χαμογελά με τόση ζεστασιά που θα μπορούσε να λιώσει τον σουηδικό χειμώνα.
Αυτό το δοκιμαστικό είναι απλώς ένας προάγγελος των όσων θα ακολουθούσαν. Στα φιλμ "Casablanca", "Notorioys", "Gaslight" αυτή η λάμψη είναι αυτό που θα θυμούνται για πάντα οι σινεφίλ. Ο Daniel Selznick, γιος του γνωστού κινηματογραφικού παραγωγού, που πρώτος «έκλεψε» τη Μπέργκμαν για να την καθιερώσει στο Χόλιγουντ είχε αποκαλύψει στη βιογράφο του Charlotte Chandler ότι δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα σαν τη Μπέργκμαν: "Δεν γνώρισα ποτέ καμιά, οποιασδήποτε ηλικίας, που να μπορούσε να σε συνεπάρει κάθε φορά που τη συναντούσες, όπως εκείνη. Η επιδερμίδα, τα χείλη, τα μάγουλα, τα αυτιά, η μύτη, τα μάτια ανήκαν σε μία θεότητα. Και ήταν σα να μην το γνώριζε...».
Μια άποψη που έβρισκε απολύτως σύμφωνο και τον συμπρωταγωνιστή της στο φιλμ “Spellbound” του Χίτσκοκ, ότι, τόσο μπροστά και κυρίως μακριά από τις κάμερες, ήταν μια γυναίκα έκπαγλης ομορφιάς, κάτι που αποδεικνύεται από ερασιτεχνικό υλικό και βίντεο γυρισμένα στο σπίτι της, μαζί με την οικογένεια και τους φίλους της.
Όμως, δεν ήταν μόνο η ομορφιά. Μια άλλη μυστηριώδης δύναμη εκλυόταν από κάθε της δουλειά. Κάτι που είχε να κάνει με την αυτοπεποίθηση της μπροστά στην κάμερα και γι’ αυτό είχε μία καλή εξήγηση η Πία Λίντστρομ, η κόρη που άφησε πίσω της η Μπέργκμαν, όταν σχεδόν το ‘σκασε με τον Ροσελίνι. Η Λίντστρομ δίνει μία μάλλον ψυχολογική εξήγηση για την επιδραστική λάμψη της μητέρας της στον κινηματογράφο. Η μητέρα της Ίνγκριντ είχε πεθάνει, όταν εκείνη ήταν μόλις δύο ετών και έτσι μεγάλωσε με τον πατέρα της, τον οποίο λάτρευε και ήταν φωτογράφος στο επάγγελμα. Μέχρι τα 13 της, οπότε πέθανε και εκείνος, η Μπέργκμαν είχε μάθει να ποζάρει τέλεια, όχι, όμως, φιλάρεσκα, αλλά ως μία άλλη εκδήλωση αγάπης προς τον πατέρα της.
«Η αγάπη πήγαζε κατευθείαν μέσα από τον φωτογραφικό φακό», λέει η Λίντστρομ, «κοίταζε τον φακό και ήταν σα να κοιτούσε τον πατέρα της που λάτρευε, έπαιζε και πόζαρε για εκείνον. Ήταν απολύτως άνετη με τις κάμερες και ήξερε πώς να ποζάρει».
Η Μπέργκμαν έμοιαζε να έχει πλήρη επίγνωση αυτού της του χαρίσματος. Ήταν ένα μικρό, ορφανό κορίτσι, στερημένο και μόνο του, μια γυναίκα που τα γυρίσματα την έκαναν να νιώθει ζωντανή. Σε μια παλιά φωτογραφία, αξιοσημείωτη όχι μόνο γιατί απαθανατίζει όλη τη συγκλονιστική ομορφιά της Μπέργκμαν, αλλά γιατί έχει αιχμαλωτίσει όλο το πάθος και την ενέργεια της, η Μπέργκμαν ανάμεσα σε δεκάδες ένστολους στο Βερολίνο, χαμογελά ήρεμη, χωρίς φιλαρέσκεια, απολύτως σίγουρη ότι δείχνει εκθαμβωτική.
Από τον πατέρα της κληρονόμησε ακόμη την επιθυμία να μαγνητοσκοπεί τον κόσμο και τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά της. Βιντεοσκόπησε τον μήνα του μέλιτος της με τον Λίντστρομ και όταν τον εγκατέλειψε του άφησε ένα σημείωμα, στο οποίο του έλεγε ότι δεν θέλει πολλούς από τους «θησαυρούς» που άφησε πίσω της. «Το μόνο πρόβλημα θα είναι αυτό το 16άρι φιλμ μας. Ίσως, μου το δανείσεις κάποτε για να δω πώς ήμουν στη νιότη μου».
Αυτή η επιθυμία να διατηρεί αναμνήσεις από κάθε πλευρά της ζωής της σε φωτογραφίες και βίντεο ήταν που τροφοδότησε και τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ με αρκετό υλικό. Σ’ ένα τέτοιο βίντεο την παρακολουθεί κανείς να ερωτεύεται τον Ροσελίνι, χαϊδεύοντας τρυφερά το κεφάλι του και ενώ μιλούν ή τα τρία παιδιά που μεγάλωσαν μαζί. Φαίνεται ο φόβος τους, καθώς ο γάμος των γονιών τους καταρρέει ή η θλίψη στο πρόσωπο της Μπέργκμαν, όταν ένα ασθενοφόρο παίρνει την κόρη της Ιζαμπέλα, η οποία είχε διαγνωστεί με σκολίωση.
Τόσο και περισσότερο ειλικρινής υπήρξε στις επιστολές και τα ημερολόγια της. Γεμάτη αυτογνωσία και απολύτως έντιμη με τις αντιφατικές πτυχές του χαρακτήρα της, γράφοντας σε έναν φίλο, όταν ήδη απολάμβανε μια πρώτη γεύση της επιτυχία της στο Χόλιγουντ, περιέγραφε τον πανικό της προοπτικής του να μη δουλεύει για 4 ολόκληρους μήνες. Βρισκόταν τότε στο σπίτι της με την Πία και τον Πίτερ και έγραφε χαρακτηριστικά: "Είμαι ζωντανή κατά το ήμισυ. Το άλλο μισό μου είναι πακεταρισμένο σε μία βαλίτσα και ασφυκτιά. Τι πρέπει να κάνω;".
Είχε συνάψει δεσμό με τον πολεμικό φωτορεπόρτερ Robert Capa και το ατίθασο πνεύμα της μοιραζόταν ανάμεσα στις προσπάθειες να είναι καλή σύζυγος και μητέρα και στην επιθυμία της να ακούσει τις δικές της Σειρήνες, να κάνει το δικό της. Με τον Ροσελίνι, ήταν αλλιώς. Ερωτεύθηκε πρώτα τη δουλειά του. Θαύμαζε τη Ρώμη, όταν του ταχυδρόμησε μία τολμηρή πρόταση: "Αν ποτέ χρειαστείς μία ηθοποιό από τη Σουηδία που να μιλά πολύ καλά αγγλικά και λίγα γερμανικά, που μιλά βασικά γαλλικά και στα ιταλικά το μόνο που ξέρει να λέει είναι σ' αγαπώ, τότε θα έρθω να κάνω μια ταινία μαζί σου".
Χρόνια αργότερα θα αποκάλυπτε ότι ήταν ο συνδυασμός πάθους του Ροσελίνι και ο άνυδρος γάμος της με τον Λίντστρομ που την έκανε να ερωτευθεί τον Ιταλό σκηνοθέτη. "Ερωτεύθηκα έναν άντρα που ήταν τελείως διαφορετικός από κάθε άλλον που είχαν γνωρίζει και μετά ήταν κι η πλήξη που ένιωθα στο Χόλιγουντ - ήθελα να κάνω κάτι που κανείς δεν θα περίμενε από εμένα". Όταν η σχέση της με τον Ροσελίνι έληξε, σκέφτηκε να επιστρέψει στο "βασίλειο της πλήξης της", στο Χόλιγουντ. Και, ναι, την ενδιέφερε η επιτυχία της, αλλά όχι με κάθε τίμημα.
Στο ντοκιμαντέρ γίνεται επίσης σαφές ότι νοιαζόταν για τα παιδιά της, όμως ήταν προετοιμασμένη να εγκαταλείψει τα πάντα για να κυνηγήσει την καριέρα της. Οι προτεραιότητες της δεν ήταν αυτές που θα ανέμενε κανείς, πόσω μάλλον η κοινωνία της εποχής της. "Αν σταματήσω την υποκριτική, σταματώ να αναπνέω", έλεγε. "Μετανιώνω", έλεγε όταν παραδεχόταν ότι άφησε τα παιδιά της να τα μεγαλώσουν άλλοι, "αλλά δεν νομίζω ότι υπέφεραν κιόλας".
Η περιπλοκότητα του χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, μιας γυναίκας που γνώριζε τα τρωτά σημεία της, το τι πιθανώς έχασε, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε γι' αυτό, κάνουν την Μπέργκμαν (που πέθανε από καρκίνο στα 67 της το 1982), μία περίεργα ακαταμάχητη χολιγουντιανή σταρ. Μια ποικιλία ρόδων φέρει το όνομα της και έχει τα ίδια περίεργα χαρακτηριστικά μ' εκείνη: ανθίζουν για πολύ καιρό και αργούν να χάσουν τα πέταλα τους. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερος φόρος τιμής σε έναν πραγματικό θρύλο του σινεμά.
Με στοιχεία από τον Guardian
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.11.2016