Μεγάλωσα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πορθμείο του Ρίου-Αντιρρίου (φοβερή η ονοματοδοσία των τοπωνυμίων, το “εξωτικό” Ρίο, το “αντι-εξωτικό” Αντίρριο). Παρόλο που δεν είχα κάνει τη διαδρομή με τα φέρι-παντόφλες (αν και δεν θα ξεχάσω ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1995 με μανιασμένο χαλάζι, που περάσαμε απέναντι για να πάμε σε μια συναυλία των Raining Pleasure στο Αγρίνιο), θυμάμαι πάντα το φελινικό κάδρο, εκεί, πριν από το πέρασμα. Ένα μικρό κτίσμα με μια ζυγαριά για τα φορτηγά που περνούσαν απέναντι, δεκάδες σκύλοι να γυρνοβολάνε, μυρωδιά από μούχλα και βρύα, κέφαλοι να βολοδέρνουν κάτω από την προβλήτα, ζητιάνοι, τσιγγάνοι, μικροπωλητές, σουβλάκια, μπαγιάτικα σάντουιτς, καραβίσιος καφές - χρόνια αργότερα η εικόνα επέστρεψε στο μυαλό μου σαν μια πιο εξευγενισμένη κατάσταση από αυτά τα πλοιάρια που διασχίζουν τον Βόσπορο, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωστής Μαραβέγιας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο, είδε την πρώτη του συναυλία στο γήπεδο του Παναιτωλικού (τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου) και όταν η θεία του η Νίτσα του έφερε για δώρο μια μελόντικα με χρωματιστά πλήκτρα, από αυτές που συνοδεύονταν από παρτιτούρες με χρώματα και όχι με πεντάγραμμο, ανακάλυψε την «πολυχρωμία των φθόγγων» κι έπεισε τους γονείς του ότι έχει ταλέντο, ώστε να τον γράψουν σε ένα καλό ωδείο στην Πάτρα, στο οποίο πήγαινε κάθε Παρασκευή, παίρνοντας τα φέρι-παντόφλες που έκαναν τη διαδρομή από το «αντι-εξωτικό» Αντίρριο στο «εξωτικό» Ρίο. Πολλά χρόνια αργότερα, στον τελευταίο του δίσκο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, θα γράψει το «El tango del Rio Antirrio», ένα μελαγχολικό instrumental τανγκό δυόμισι λεπτών για εκείνη την ανάμνηση. «
Ήταν πάντα μια πολύ σύντομη διαδρομή. Ήταν ζήτημα τετάρτου-εικοσαλέπτου να φτάσεις απέναντι, αλλά ήταν τόσο πολλές οι ψυχολογικές διακυμάνσεις που είχες… Από τη μία ο φόβος για τη θάλασσα και το άγχος για το πότε θα φτάσεις απέναντι. Γιατί μπορεί να έβλεπες το απέναντι, να έμοιαζε πολύ κοντινό, αλλά για κάποιον λόγο αισθανόσουν ότι δεν θα έφτανες ποτέ. Και ύστερα, όταν έδενε το φέρι, αυτό το λυτρωτικό συναίσθημα που με γέμιζε ενέργεια και πήγαινα όλο χαρά κι έπαιζα τα σονάτα μου. Μάλιστα, θυμάμαι μία φορά που μπήκε στο πλοίο ένας ζητιάνος με ένα ακορντεόν και προσπαθούσε να πιάσει έναν σκοπό τανγκό. Το ακορντεόν του τελείως ξεκούρδιστο. Προσπαθούσε να ισορροπήσει στη μελωδία σαν σκέιτερ σε μια μπάρα.
Ε, αποθήκευσα αυτή την άτεχνη μελωδία στο μυαλό μου κι έτσι μου ήρθε η έμπνευση για το “El tango del Rio Antirrio”. Κάτι άλλο που με συγκινούσε σε αυτά τα μικρά θαλασσινά ταξίδια ήταν οι εξουσίες που διαμορφώνονταν πάνω στο πλοίο. Από τον τύπο που σου λέει “έλα, έλα, βάλ’ το έτσι, πάρ’ το λίγο αριστερά και μια δεξιά” και περιμένει να κάνεις λάθος για ν’ ασκήσει την εξουσία του και να σε διορθώσει, μέχρι την καθαρίστρια που σφουγγαρίζει και ορίζει εκείνη τον χώρο που έχει πλύνει, μ’ έναν τρόπο που κάνει ακόμα και τον ανώτερό της να υποκύψει, όπως στις δημόσιες υπηρεσίες. Η καθαρίστρια λέει στον υπουργό που περνάει “όχι από δω, από κει”. Και αυτός υπακούει. Είναι τόσο ωραίο που οι θέσεις εξουσίας μπορούν ν’ αλλάζουν, έστω και για λίγο».
O Κωστής Μαραβέγιας είναι από αυτούς τους τύπους που έχουν μια ξώχαρη ιδιοσυγκρασία - ακόμα και στα πιο μελαγχολικά του κομμάτια έχει λίγο από τη γλυκιά νοσταλγία των fados (όχι ακριβώς λυπημένα, όχι ακριβώς αισιόδοξα, απλώς βουτηγμένα σε μια παλιομοδίτικη λογική της χαράς και της λύπης - αν, ας πούμε, ήταν ταινία θα ήταν η Καζαμπλάνκα). Ξεκίνησε να τραγουδάει μιμούμενος τον Κεφαλονίτη πατέρα του, ο οποίος περιφερόταν στο σπίτι και τραγουδούσε καντάδες όπως «Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια» και «Απόψε την κιθάρα μου». Όταν τελείωσε το σχολείο, πήγε να σπουδάσει Στατιστική στο Μπάρι. Περίεργη πόλη το Μπάρι. Ένα no man’s land. Ιταλικό λιμάνι, πέρασμα για τις νταλίκες που πήγαιναν από την Πάτρα στην Ιταλία, στέκι των ναυτικών για μια διανυκτέρευση, για μια φτηνή μακαρονάδα, ίσως και για μια «πληρωμένη» παρέα κάπου εκεί, δεξιά από τις αποθήκες, στα ύποπτα λιμανίσια μπαρ (κανείς δεν ξέρει).
«Το Μπάρι ως λιμάνι ήταν μια πύλη εισόδου για πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, λόγω και του πολέμου στα Βαλκάνια, υπήρξαν πολλοί πρόσφυγες που κατέφυγαν εκεί. Και από τη Βόρεια Αφρική και από τη Μέση Ανατολή. Και πολλοί Παλαιστίνιοι. Κι έτσι εισέβαλε στη ζωή μου το στοιχείο της διαφορετικότητας πάνω στη μουσική και της παράδοσης. Εγώ, που στο σπίτι όπου μεγάλωσα δεν είχα ακούσει ποτέ ελληνική μουσική, άρχισα να παίζω λαϊκά, ρεμπέτικα και κρητικά. Μάλιστα, φτιάξαμε και μια μπάντα με συμφοιτητές μου, τους Yamas, και παίζαμε ελληνική μουσική - σταθμός στην ιστορία της μουσικής της Ιταλίας. Μας ήξεραν περίπου εκατό άτομα, τα ίδια που ερχόντουσαν κάθε φορά στις συναυλίες μας. Αργότερα φτιάξαμε τους X-darawish, που ήταν ένα κράμα Αράβων, Ιταλών και Ελλήνων μουσικών, και περιοδεύαμε στην Ιταλία αλλά και σε διάφορα world music φεστιβάλ».
Το 1998, όταν κυκλοφόρησε το «Clandestino» του Manu Chao, ο Κωστής το άκουγε φανατικά και κάπως έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Maraveyas Ilegal, που χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα. Στην Αθήνα γυρίζει ως στατιστικολόγος, αλλά ψάχνει να δει τι θα κάνει με τη μουσική. «Με το που απολύομαι από τον στρατό, φτιάχνω ένα μικρό στουντιάκι στο Χαλάνδρι, απέναντι από το Υγεία. Το σπίτι ανήκε στον πατέρα του φίλου μου και ήταν έδρα μιας εταιρείας διανομής ταινιών βιντεοκασετών, πολύ γνωστής τότε. Εγώ νοίκιασα έναν χώρο στο ημιώροφο του κτιρίου, που στους τοίχους είχε ράφια με εκατοντάδες βιντεοκασέτες. Ήταν η τέλεια ηχομόνωση. Έβαλα αμέσως ένα μικρόφωνο κι ένα pc, έφερα τα όργανά μου, δυο-τρεις φίλους μουσικούς και γράψαμε τον “Ραδιοπειρατή”. Τρία άτομα όλο τον δίσκο. Αυτή ήταν η πρώτη μου προσωπική δουλειά, το 2003».
Καθόμαστε στο πατάρι του Κολοκοτρώνη 9 (οι γνώστες το λένε Κ9), του πιο ωραίου νέου μπαρ του κέντρου, ανάμεσα σε σκαμπό με τις μορφές νάνων, αγάλματα της Παναγίας, αναγεννησιακούς πίνακες και μια βιβλιοθήκη με δεκάδες βιβλία. Μια «μυστική» φάση.
Από τα ηχεία ακούγονται ωραία sixties, η τζαμαρία βλέπει σε μια στοά, όπου το ρολό ανεβοκατεβαίνει ανά διαστήματα, ο Γιάννης στο μπαρ φτιάχνει καταπληκτικά κοκτέιλ, η Αργυρώ ενορχηστρώνει, περπατάμε με τον Κωστή πάνω στο πέρσικο χαλί και μου μιλάει παθιασμένα για τη Λόλα. Είναι ο χαρακτήρας που σκαρφίστηκε για τον νέο του δίσκο, μια περσόνα αμφιλεγόμενη, αμφιφυλόφιλη, την οποία, εκτός των άλλων, κατέγραψε σε μια νουβέλα που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από το Μεταίχμιο, μια σουρεαλιστική ιστορία, που στο ιδεατό σύμπαν του Μαραβέγια μπορεί και να συμψηφίζει τη σύγχυση των μοντέρνων καιρών. «Η Λόλα είναι μια κοπέλα που πηγαίνει με το καράβι στο Καστελόριζο και ο Μάρκος, που είναι ο ήρωας του βιβλίου και είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, την ακολουθεί.
Νομίζει ότι η Λόλα είναι η γυναίκα της ζωής του, αλλά στο πλοίο φλερτάρει με πρωτοετείς φοιτήτριες που πάνε διακοπές και σχεδόν ερεθίζεται. Χάνει τη Λόλα, αυτή εξαφανίζεται γιατί κάπου βλέπει τον Μάρκο να φλερτάρει με τις κοπέλες και στενοχωριέται και, κατά τραγική ειρωνεία, όλοι στο πλοίο παρακολουθούν τις δηλώσεις του πρωθυπουργού που τις κάνει από το Καστελόριζο. Συμπτωματικά είναι 23 Απριλίου του 2010, η ημέρα που ανακοινώνεται η είσοδος του ΔΝΤ στη χώρα, όλοι είναι απορροφημένοι στην τηλεόραση, μέχρι και ο καπετάνιος, κι έτσι το καράβι πέφτει σε ύφαλο. Κι εκεί ξεκινάει η περιπέτεια».
Ο Κωστής, εκτός από τις μουσικές του, παρουσιάζει και μια καταπληκτική εκπομπή στην ΕΡΤ σε σκηνοθεσία του Πάνου Καρκανεβάτου. Περιοδεύει στις περιοχές της Μεσογείου, σε Κωνσταντινούπολη, Τελ Αβίβ, Ανδαλουσία, Σικελία, Κορσική, Σαρδηνία, γνωρίζει και τζαμάρει με σπουδαίους μουσικούς, συνομιλεί με συγγραφείς και απλούς ανθρώπους. «Η Μεσόγειος είναι λίγο σαν αυτά τα παλιά αποχετευτικά δίκτυα που υπάρχουν στο Παρίσι. Όλα επικοινωνούν μεταξύ τους. Υπάρχουν υπόγειες διαδρομές όπου όλα συνδέονται και μπορείς να φτάσεις μακριά. Αλλά, όταν ανέβεις στην επιφάνεια, όλα μοιάζουν μακρινά και υπάρχουν συγκρούσεις. Είναι δύο διαφορετικές πραγματικότητες».
σχόλια