Ο Χρήστος Λούλης την Παρασκευή γίνεται Ποτκαλιόσιν στα Παντρολογήματα του Γκόγκολ. Ένα έργο στο οποίο η παντρειά μοιάζει αναγκαίο κακό και όλα του γάμου φαίνονται πολύ δύσκολα. Επιτήδειες προξενήτρες, κακοπαντρεμένοι φίλοι και ένας αναποφάσιστος υποψήφιος γαμπρός φτιάχνουν τον καμβά μιας μικροαστικής ζωής, το κέντημα του Ρώσου θεατρικού συγγραφέα που μοιάζει πάντα σημαντικό στη λεπτομέρειά του και ξεπερνάει την οποιαδήποτε επικαιρότητα αναζητάμε στα έργα.
«Αυτό που γίνεται», λέει ο Χρήστος Λούλης, «το να προσπαθούμε διαρκώς να φέρουμε τα έργα στην επικαιρότητα, με κάνει να βαριέμαι πολύ. Ειδικά τώρα με την κρίση καθετί που ανεβαίνει πρέπει να έχει γραφτεί για την κρίση, για την Ελλάδα του τώρα. Η πραγματικότητα είναι άλλη: ανεβάζουμε ένα έργο για να πούμε μια ιστορία. Να την πούμε καλά. Γιατί πρέπει να βρούμε την αντιστοιχία του με την Ελλάδα του σήμερα; Επειδή υπάρχει κρίση; Και όταν τελειώσει η κρίση, ποια θα είναι η αντιστοιχία; Τα έργα δεν γράφτηκαν για να μας μάθουν κάτι για το σήμερα. Οπότε, ας ξεφύγουμε από αυτή την αγωνία. Τα μεγάλα έργα έχουν πάντα τη δική τους επικαιρότητα και αυτή είναι το ότι ανεβαίνουν ξανά και ξανά και δημιουργούν αισθήματα στους θεατές. Το θέατρο προσπαθεί συνεχώς να βρει τον λόγο ύπαρξής του, μια ταυτότητα, και όσο περισσότερο μιλάμε γι' αυτό, τόσο περισσότερο ακυρώνουμε το αποτέλεσμα».
Το βαθύτερο νόημα του θεάτρου για τον Χρήστο Λούλη, έναν ηθοποιό ο οποίος δουλεύει αδιάκοπα από τα 21 του χρόνια μέχρι σήμερα, που είναι 38, πολλές φορές είναι μόνο ένα καλό έργο, καλοί συνεργάτες και κέφι στη δουλειά. «Για μένα, αυτοί είναι οι σημαντικοί λόγοι. Γιατί στην πραγματικότητα ψάχνεις μια αλήθεια που βρίσκεται κάπου στη μέση. Κάποιες φορές παίζεις σε έργα που θέλεις πολύ, κάποιες φορές σε άλλα που μπορεί κάποτε να μην τα είχες σκεφτεί. Συνυπάρχεις επί σκηνής με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις καθόλου. Συνυπάρχουν, επίσης, μέσα σου πολλά ερωτηματικά. Εγώ είμαι επαγγελματίας ηθοποιός, δεν μπορώ να πω "δεν θα το παίξω αυτό", χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα επιλέξω. Δεν είμαι επαγγελματίας δολοφόνος. Αλλά μας συμβαίνει πολλές φορές να ξενερώσουμε σε μια δουλειά. Τι να κάνω; Να σταματήσω και να πάω σπίτι μου; Το ιδανικό είναι η σωστή δοσολογία κεφιού και επαγγελματισμού».
Ο Χρήστος Λούλης «μεγάλωσε» μέσα στο θέατρο σε μια εποχή που η αγωνία του μοντέρνου και της διαφοροποίησης κυριαρχούσε. Πιστεύει ότι η μεγαλύτερη, η ύψιστη αξία του θεάτρου είναι η ίδια η πράξη. Η αξία του θεάτρου, πάντα, είναι να σηκωθεί και να βγει κάποιος από το σπίτι του, να σχετιστεί με άλλους, να γίνει κοινωνικός. Αυτό δεν χάνει ποτέ την αξία του, γιατί είναι μια ιστορία πολλών αιώνων με βαθιά ρίζα. Δεν πρόκειται να παλιώσει ποτέ. «Υπάρχει πάντα η ίδια αγωνία, μας φταίει το μοντέρνο και βαριόμαστε την αναπαραγωγή του παλιού. Το θέμα είναι με ποιον τρόπο θα κρατήσεις το ζουμί του συλλογικού αισθήματος, όπως αυτό υπάρχει, επειδή είναι κάτι που αλλάζει πολύ πιο αργά από μια μόδα και την εποχή την ίδια. Επίσης, το στοίχημα είναι πώς θα το κρατήσεις αυτό το συναίσθημα, μαζί με την αναζήτηση για μια μεγάλη φόρμα. Εδώ είναι το δύσκολο: να κρατήσει κανείς το ζουμί. Πιστεύω ότι σήμερα προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το μαϊμούδισμα της τελευταίας εικοσαετίας. Αυτή ήταν μια παλιότερη ανάγκη μας να ξεφύγουμε από ένα στενό πλαίσιο που υπήρχε κι έφταναν σε αυτό το σημείο τα πράγματα καμιά φορά και άγαρμπα, λίγο αυτούσια, χωρίς μεγάλες επεξεργασίες.
Μπολιάστηκε ένα κοινό και οι σκηνοθέτες με αυτό το πράγμα και τώρα, αφού έγινε αυτό το μπόλιασμα, έχω την αίσθηση ότι κάτι διαφορετικό πάει να γίνει, το παρακάτω. Να γίνει κάτι δικό μας, κάτι που ξέρει από πού έρχεται, τι θέλει να πει και πού πάει. Και, βέβαια, πρέπει να καταλάβουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν είμαστε κεντρική Ευρώπη. Δεν έχουμε έναν ευδιάκριτο μέσο όρο, είμαστε πολλά πράγματα μαζί».
Ο Χρήστος Λούλης δεν διστάζει σε κάθε έργο να αναμετριέται με τη δυσκολία του. Προτιμά έναν δρόμο με μεγαλύτερη ποικιλία κι ενδεχομένως μεγαλύτερη δυσκολία παρά τη σταθερότητα ή την ομοιογένεια μια ομάδας. «Εμένα μου αρέσει να αλλάζω, επειδή αυτή η χαρά της ποικιλίας μού προσφέρει ρίσκο και προσδοκία, κυρίως όταν γνωρίζω νέους ανθρώπους – μαζί με το ρίσκο να σου βγει κάποιος σκάρτος ή να βγεις εσύ σκάρτος σε κάποιον άλλο. Δεν με ελκύει να δουλεύω συνεχώς με τους ίδιους ανθρώπους, γιατί σε μια μόνιμη συνεργασία έχεις μεγαλύτερη φθορά. Υπάρχει μια αρνητική επίδραση πάνω σε όλους. Η σταθερότητα. Στο θέατρο πρέπει να αλλάζουμε λίγο αέρα, γιατί ο άλλος που έχουμε απέναντι είναι κομμάτι του αντικειμένου. Αν είναι συνεχώς ο ίδιος, είναι σαν να ξαναπαίζεις τον ίδιο ρόλο. Εμένα με ενθουσιάζει η προοπτική να κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια να γίνω αντιληπτός, να εξασκούμαι περισσότερο. Σε κάθε καινούργιο έργο έχω και μεγαλύτερες προσδοκίες».
Παρόλο που αν δεις τον Χρήστο επί σκηνής φαίνεται να τα κάνει όλα εύκολα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει στριμωχτεί, έχει ξεβολευτεί και δεν έχει καταφέρει να βρει την άκρη, το ζητούμενό του σε έναν ρόλο. «Έχω δυσκολευτεί πολλές φορές. Όσο και να λέω "μου αρέσει να ξεβολεύομαι", η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο και όποιος λέει ότι του αρέσει να ξεβολεύεται είναι ψέμα. Η τελευταία τέτοια φορά που ξεβολεύτηκα πολύ και για πάρα πολλούς μήνες και προσπαθούσα μέχρι την τελευταία παράσταση να καταφέρω κάτι ήταν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Μου είχε ζητήσει ο Χουβαρδάς κάτι συγκεκριμένο και με το που μου το ζήτησε έκανα το λάθος και σκέφτηκα έναν συγκεκριμένο ηθοποιό που θα του ταίριαζε. Και δεν ήμουνα εγώ αυτός ο ηθοποιός.
Δεν κατάφερα ποτέ να δω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το πράγμα. Προσπαθούσα μέχρι την τελευταία παράσταση να κάνω κάτι με αυτόν το ρόλο. Δεν τα κατάφερα εντελώς, αλλά κατάφερα να κάνω μια προσπάθεια καλή. Είναι απαίσιο συναίσθημα να μη νιώθεις ότι πετάς, ότι τσουλάει το πράγμα. Είσαι πάντα στριμωγμένος σε ένα κοστούμι που είναι στενό, σε στενεύουν τα παπούτσια, είσαι σε δυσφορία. Αλλά υπάρχει και κάτι ευχάριστο σε αυτό, όπως σε όλα τα ζόρικα: αυτές οι δυσκολίες σε κάνουν να ζωντανεύεις, θυμάσαι ότι έχεις μέλη να κινήσεις, έχεις μυς, και αυτό σε ξυπνάει, σε ενεργοποιεί».
Αν τον συναναστραφείς, θα καταλάβεις ότι ο Χρήστος Λούλης είναι ένας αισιόδοξος, χορτασμένος άνθρωπος. Ευτυχής γι' αυτά που έχει παίξει, υπερήφανος για τις συνεργασίες του, αν και, όπως δηλώνει, θα μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Είναι ένας χαμαιλέων που προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, μπορεί να αναπτύξει τις συμπεριφορές και τα θέλω του και να συνυπάρξει με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, μολονότι σιχαίνεται την κοινωνικότητα του βλαχοδήμαρχου. Τη θεωρεί και μια μεγάλη παγίδα του επαγγέλματος. Υπάρχει κάτι που τον θυμώνει;
«Οι χαμένες ευκαιρίες με θυμώνουν. Να πούμε δυο λόγια που δεν τα λέμε. Να συναντηθούμε με το κοινό σε μια παράσταση και να συνεννοηθούμε. Με θυμώνει η καπηλεία των θέσεων, θυμώνω με τα πράγματα όταν γίνονται στην καθημερινότητά μας ανυπόφορα κλειστά. Θυμώνω με τα μυαλά που δεν είναι ανοιχτά, τους ανθρώπους που δεν χαρακτηρίζονται από περιέργεια, που περιχαρακώνουν τη συντηρητικότητά τους. Θυμώνω με αυτούς που περιφρονούν το ελληνικό, επειδή ελληνικό για μένα είναι κάτι που έρχεται από τα βάθη της οικουμένης και εκεί απευθύνεται. Με ενοχλεί αυτή η μικρή επαρχία, η Ελλαδίτσα, με τον εαυτούλη μας πρωταγωνιστή. Και, αντιθέτως, με εξιτάρει και με ενδιαφέρει το αυτονόητο που γίνεται μαγεία, με ενθουσιάζει κάθε πράξη σπουδαία πέρα από τον ίδιο μας τον εαυτό και το κατόρθωμά του».
«Το θέατρο με έχει μεγαλώσει ωραία. Με έχει ωριμάσει, μου αρέσει ο εαυτός μου μέσα σε αυτό και νιώθω ευτυχισμένος. Κι ας μπαίνω στο μηδέν του εαυτού μου συχνότερα από άλλους, κι ας ξεκινάω από την αρχή ξανά και ξανά. Το θέατρο με έχει πλουτίσει με συναναστροφές και με τη διάθεση του παιχνιδιού που ξεκινάει από την αρχή. Είμαι υπερήφανος γι' αυτά που έχω κάνει, έχω δουλέψει σκληρά, έχω κουραστεί πολύ, το μυαλό μου και η ψυχή μου δεν ησυχάζουν, δεν έχω βαρεθεί ποτέ, αλλά τα έχω κάνει όλα στο γήπεδο που θέλω να βρίσκομαι. Και σημασία έχει να τσουλάει η μπάλα».
σχόλια