Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς μια κριτικό λογοτεχνίας που έχει καταπιαστεί με τα ιερά τέρατα κι έχει μεταφράσει κι επιμεληθεί κάποια ράφια από βιβλία να διαθέτει δαιμόνιο χιούμορ, να στρίβει δεξιοτεχνικά τσιγάρα και, το κυριότερο, να πλέκει. Κι όμως, η Κατερίνα Σχινά, που μας έχει χαρίσει στα ελληνικά πανέμορφες αποδόσεις των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Τζορτζ Στάινερ, Τζακ Λόντον, Μαρκ Τουέιν, Ίαν Μακ Γιούαν –για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από τους συγγραφείς που έχει μεταφράσει– επιδίδεται, από νεαρά ακόμη ηλικία, στην τέχνη της πλεκτικής. Η χρόνια ενασχόλησή της αλλά και η στενή σχέση με την παρεξηγημένη αυτή καλλιτεχνική έκφραση την οδήγησε στο να εκδώσει πρόσφατα κι ένα βιβλίο για τον πολιτισμό του πλεκτού με τον τίτλο Καλή και Ανάποδη (από τις εκδόσεις Κίχλη), που δύσκολα θα συναντήσει κανείς στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Με μια επισταμένη έρευνα που εκτείνεται από τη λογοτεχνία και τα μαθηματικά (ναι, τα μαθηματικά) μέχρι τις εικαστικές τέχνες αλλά και την ανθρωπολογία, η Κατερίνα Σχινά καταθέτει ένα ολοκληρωμένο και άκρως πρωτότυπο πόνημα για τη σύνδεση του πλεκτού με τον άνθρωπο στην ολότητά του. Και η αποστολή της δεν τελειώνει εδώ: ενδιάμεσα παραθέτει δικές της ιστορίες για το πώς η ενασχόληση με το πλεκτό έγινε εμμονή, συνδέθηκε με καίριες στιγμές της ζωής της και αναδείχθηκε σε βασικό δίαυλο επικοινωνίας με αγαπημένα της πρόσωπα.
«Εννοείται ότι κάποια στοιχεία από τις εμβόλιμες ιστορίες που παραθέτω είναι πραγματικά και άλλα όχι. Κυρίως έχω αλλάξει τα ονόματα των προσώπων που εμπλέκονται για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Πάντα, ωστόσο, με έθελγε αυτός ο τρόπος αφηγηματικής προσέγγισης που συνδυάζει βιωματικά ή πραγματικά στοιχεία με θεωρητικές αναλύσεις. Μου άρεσαν, φερ' ειπείν, τα βιβλία του Μαξ Ζέμπαλντ ή του Κλαούντιο Μάγκρις. Αυτό θέλησα να κάνω κι εγώ, να συνδέσω τα προσωπικά μου βιώματα με τη θεωρητική έρευνα. Για να επιστρέψω, όμως, στο πραγματικό περιεχόμενο των περιστατικών που παραθέτω: όντως έπλεκα για καιρό ένα πουλόβερ για να το χαρίσω, δραματικώ τω τρόπω, στον τότε έρωτά μου» μας λέει χαμογελώντας συνωμοτικά ένα πρωί στο Κολωνάκι». Σε κάποιο απόσπασμα από το βιβλίο της η Κατερίνα Σχινά αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία ενός νεανικού ειδυλλίου που τερματίστηκε απότομα λόγω αποχώρησης εκείνου στο εξωτερικό – τον δραματικό, ωστόσο, αποχαιρετισμό είχε αποφασίσει η συγγραφέας να τον συνοδεύσει με ένα πλεκτό που θα τελείωνε η ίδια.
Η αποστολή εξετελέσθη, αλλά το αντικείμενο του πόθου δεν αποδέχθηκε με τον δέοντα ενθουσιασμό το περιώνυμο πλεκτό. «Πού να το βάλω;» ήταν η αποστομωτική απάντησή του, με αποτέλεσμα το μάλλινο δημιούργημα να καταλήξει, λίγους μήνες αργότερα, δώρο σε κάποιον άλλο έρωτα. Πρόκειται για μία από τις απειράριθμες ιστορίες που έχει να αφηγηθεί η πλέκτρια/συγγραφέας –και, όπως εξομολογείται στο βιβλίο, και μουσικός– για τον καταλυτικό ρόλο που έχει διαδραματίσει το πλέξιμο ως δημιουργία, μέσο εκτόνωσης ή και επισκόπησης στη ζωή της. «Τώρα που ερχόμουν ο οδηγός ταξί που με μετέφερε εξεπλάγη από το γεγονός ότι έπλεκα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου». Τόλμησε, δε, να της εκμυστηρευτεί ότι συγκινήθηκε καθώς την είδε να πλέκει επειδή του θύμισε παλιές γυναίκες από το χωριό του στην Ήπειρο. «Εσύ Αθηναία και πλέκεις;» ρώτησε κατάπληκτος. Πού να ήξερε ότι το καλοκαιρινό νήμα –ιδανικό για την περίσταση– ήταν δώρο κάποιας θαυμάστριας που διάβασε το βιβλίο. Διότι η Κατερίνα Σχινά όχι μόνο πλέκει, διαβάζει, ερωτεύεται αλλά και δημιουργεί με την ίδια μανία ενός ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα στην καθολικότητά τους.
Είναι, εν προκειμένω, εμφανής μια ανυποχώρητη ροπή στον ρομαντισμό και της το λέω, διαπιστώνοντας ότι η μανία της με το πλέξιμο έχει να κάνει με την ενατένιση μιας δημιουργίας, διαφορετικής από τα παραδεδομένα και πάντα έξω από τα πλαίσια. Κυρίως, όμως, αναφέρεται σε μια πίστη στην ομορφιά – πέρα και μακριά από κάθε ασχήμια. Σε κάποιο κεφάλαιο των αυτοβιογραφικών παραθέσεων η ίδια επιμένει, μιλώντας για τον αδελφό της, πως «Ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο όνειρο και την πράξη. Εναντιώνεται στην πεζότητα, επιστρατεύοντας τη μεταφορά. Ψάχνει το αόρατο μέσα στο ορατό και σαγηνεύεται από το αίνιγμα». Επιμένω πως η περιγραφή του αδελφού της αφορά την ίδια – και δεν το αρνείται. «Όντως ήμουν πάντα λάτρης του απόλυτου. Ονειρευόμουν και εξωράιζα τα πράγματα, προσδοκώντας έναν κόσμο πέρα από εδώ, μακριά από τη φθορά. Γι' αυτό αγαπώ τόσο τη λογοτεχνία» ομολογεί. Το ίδιο συμβαίνει με τα αγαπημένα της αναγνώσματα και την καθημερινότητα, ενώ αντίστοιχα λειτουργεί, όπως λέει, και στον έρωτα. Η εμμονή με τη δημιουργία πηγάζει από εκεί και μέσω του πλεκτού επιτυγχάνει την περιζήτητη αρμονία. «Το σημαντικότερο είναι ότι το πλεκτό με αναγκάζει να ολοκληρώνω κάτι που αφήνω μονίμως σε εκκρεμότητα. Ως φύση αναβλητική, το πλέξιμο με κάνει να μπορώ επιτέλους να τελειώνω ό,τι αρχίζω. Κι αυτό συνέβη με αυτό το βιβλίο: χρόνια τώρα το σκεφτόμουν, από τον καιρό που το πλέξιμο ήταν εκτός μόδας και λογιζόταν ως παρωχημένη δραστηριότητα, συνώνυμη με τον συντηρητισμό. Αν δεν υπήρχε η ιδέα τού να μπορέσουν αυτές οι σκέψεις να γίνουν μια σειρά από κείμενα για το λογοτεχνικό περιοδικό "Books' Journal", κατόπιν παρότρυνσης του καλού μου φίλου Ηλία Κανέλλη, δεν ξέρω αν αυτό το έργο θα ολοκληρωνόταν. Οφείλω εννοείται πολλά και στην εκδότρια που το πίστεψε, τη Γιώτα την Κριτσέλη».
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το πίστεψε η ίδια, αφού κατάφερε να το ολοκληρώσει, καταθέτοντας μια σχοινοτενή έρευνα όχι μόνο για το τι σήμαινε το πλεκτό ανά τους αιώνες αλλά για το πώς χρησιμοποιείται σήμερα, σε σύγχρονες εικαστικές τοποθετήσεις και σε μορφές επαναστατικής δράσης. «Όπως εξηγώ και στο βιβλίο, η ιστορία του πλεκτού είναι συνώνυμη με τη δημιουργία αλλά και με την παραβατικότητα και την ανατροπή. Η ίδια η χειροτεχνία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μυστικότητα και τη ραδιουργία, καθώς η ετυμολογία της λέξης "crafty" (πανούργος αλλά και πονηρός) σημαίνει μαστοριά, ικανότητα στα χέρια. Κι είναι πάλι αυτοί οι "μάστορες" της χειροτεχνίας που θα εξελιχθούν σε ομάδες ανατρεπτικές που άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία της τέχνης». Συζητάμε για το κίνημα των arts & crafts που με ηγέτη τον Oυίλιαμ Μόρις κατάφερε να εισαγάγει τη χειροτεχνική και άρα την τέχνη της καθημερινότητας στον κόσμο του πολιτισμού. Έκανε, με άλλα λόγια, τον «μάστορα» καλλιτέχνη, «όπως αντίστοιχα οι γυναίκες της δεκαετίας του '60 μετέτρεψαν το πλεκτό σε πολιτικό μέσο έκφρασης των φεμινιστικών κατακτήσεων, ενώ αργότερα η εικόνα της πλέκτριας θα γίνει συνώνυμη με ανατρεπτικά κινήματα που αναβιώνουν ιδιαίτερα σήμερα, όπως το Craftivism ή το microRevolt» συμπληρώνει η Κατερίνα. Μεταξύ άλλων, στο βιβλίο περιγράφονται πρωτοποριακά εικαστικά έργα ή δρώμενα, όπως αυτό της Δανής εικαστικού Γιόργκενσεν, που με τη ροζ κουβερτούλα της από 4.000 πλεκτά κομμάτια περιέβαλε ένα ολόκληρο τανκ, ή της Αμερικανίδας Λίζα Αν Άουερμπαχ που κέντησε πάνω στα πλεκτά της τις ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο του Ιράκ.
Ωστόσο, αυτό που κατεξοχήν φαίνεται να απασχολεί τη Σχινά είναι η άμεση συναρμογή πλεκτικής τέχνης και λογοτεχνίας. «Είναι κοινή, εν προκειμένω, η έννοια της ύφανσης και στις δύο τοποθετήσεις. Ακόμη και η ετυμολογία της λέξης "αράδα" (linea) αποκαλύπτει την άμεση σύνδεση του λινού νήματος με τη γραμμή του κειμένου. Το κείμενο στην ολότητά του μοιάζει με πλεκτό, αφού αρκεί να τραβήξεις την άκρη του για να αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Χαρακτηριστική είναι η πρωτοβουλία της Poetry Society στην Αγγλία, όπου 850 πλέκτες από ολόκληρο τον κόσμο έπλεξαν ένα τεράστιο ποίημα, το "In my craft or sullen art", δείχνοντας στην πράξη την άμεση συνάφεια». Το ποίημα που η ίδια αποδίδει ως «Στη Μαστοριά ή τη βλοσυρή μου τέχνη» παρατίθεται στο βιβλίο, σε δική της φυσικά απόδοση: «Στη μαστοριά ή τη βλοσυρή μου τέχνη / Που ασκώ μέσα στο ασάλευτο σκοτάδι / Όταν μονάχα η σελήνη ανταριάζει / Κι οι εραστές ξαπλώνουν στο κρεβάτι».
Εδώ η μεταφορική έννοια της ύφανσης, όπως επιμένει η κοινωνιοσημειολόγος Πατρίτσια Καλεφάτο, δίνει ζωή σε ένα κείμενο με τον ίδιο τρόπο που «η ύφανση ενός υφάσματος, χάρη στην επαφή του με το σώμα, αποκαλύπτει μια πλοκή, μια αφήγηση» – απόσπασμα που παραθέτει η Σχινά, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα στο βιβλίο. «Ήταν ένας προσωπικός φόρος τιμής σε κείμενα και συγγραφείς που ξεχώρισα, σε εικόνες που επηρέασαν τη δική μου σχέση με το πλέξιμο» καταλήγει, όπως αυτό του Φίλιπ Ροθ όπου ο Ζούκερμαν βρίσκει μετά τον θάνατο της μητέρας του σε ένα κουτάκι από ταρταρούγα «μια στοίβα με συμβουλές για πλέξιμο» κι «ένα υπόλευκο ροζαλί νήμα» ή η επιβλητική εικόνα της Μπίλι Χόλιντεϊ, που έπλεκε στα διαλείμματα των εμφανίσεών της. Αυτές οι ανεπηρέαστες από τον χρόνο εικόνες θα στοιχειώνουν δημιουργικά την Κατερίνα μέσα στο ατελείωτο νοητικό σύμπαν που δεν αφήνει απέξω καμία μορφή δημιουργικής έκφρασης ή γνώσης. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι βλέποντας από την καλή και την ανάποδη τη δική της σχέση όχι μόνο με το πλέξιμο αλλά και με τη γραφή, διαπιστώνει κανείς ότι κατάφερε από μεταφράστρια και κριτικός να γίνει –επιτέλους!– συγγραφέας. Κάτι μας λέει ότι έπεται συνέχεια σε αυτό το νήμα που ενώνει την ανομολόγητη πλευρά της Σχινά με τη συνεπή κι εργατική εκδοχή της Κατερίνας και ότι αυτό το βιβλίο είναι μόνο η δημιουργική αρχή σε ένα εκφραστικό υφάδι που αρχίζει και πλέκεται μόλις τώρα. Ακριβώς, δηλαδή, όπως και το πλέξιμο.
σχόλια