Γεννήθηκα στις Σέρρες. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής και πήρε μετάθεση στις Σέρρες κι έτσι έτυχε να γεννηθώ εκεί. Έζησα εκεί μέχρι τα πέντε μου και μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Μεγάλωσα στα Πατήσια. Ήταν λίγο κέντρο-απόκεντρο. Βεβαίως, είχε ήδη χτιστεί αρκετά, αλλά υπήρχαν ακόμα παλιές, αρχοντικές κατοικίες. Είχα την πολύ μεγάλη τύχη να με γράψουν σ’ ένα δημοτικό σχολείο στην οδό Σαρανταπόρου, το οποίο ήταν παλιό αρχοντόσπιτο και, άγνωστο πώς, είχε περάσει στα χέρια του Δημοσίου. Μετά έκλεισε, αρχές δεκαετίας του ’90, και από τότε παραμένει ερειπωμένο. Πριν από λίγο καιρό βρήκα μια σελίδα στο facebook αφιερωμένη στο συγκεκριμένο σχολείο και στους μαθητές που φοίτησαν σε αυτό. Αισθάνομαι κι αισθανόμουν πάντα ότι αυτό το κτίριο, τόσο ιδιαίτερο και παραμυθένιο, αποτελεί από μόνο του κάτι σαν συνδετικό κρίκο για όλα εκείνα τα παιδιά. Αφού, δηλαδή, τα πρώτα μας μαθητικά χρόνια στεγάστηκαν σ’ ένα τόσο μη συμβατικό σχολείο.
Όταν μετακόμισα στην Πεύκη, τα βόρεια προάστια είχαν σαφή όρια. Τώρα πια δεν υπάρχει διαχωρισμός των περιοχών, μόνο στον χάρτη. Παλιά, για να πας στην Πεύκη πέρναγες από ακατοίκητες περιοχές. Τώρα, τα προάστια είναι απλά η συνέχεια της Αθήνας. Είναι μια ήσυχη περιοχή που κυκλοφορείς το βράδυ στους δρόμους και πραγματικά νομίζεις ότι είσαι στην άλλη άκρη της Γης. Βέβαια, πρόκειται για ψευδαίσθηση. Να φανταστείς, μια μεγάλη έκρηξη που θα γίνει στο κέντρο της Αθήνας, θ’ ακουστεί μια χαρά στην Πεύκη.
Μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας. Αυτό νόμιζα τουλάχιστον όταν έγραφα τα πρώτα που διηγήματα. Μετά, πήρα την απόφαση να γίνω θεατρικός συγγραφέας. Αλλά, όταν ήρθε η στιγμή ν’ ανεβάσουμε το πρώτο θεατρικό μου στο Γυμνάσιο Πεύκης, δεν βρίσκαμε πρωταγωνιστή κι έτσι αναγκάστηκα με πολύ βαριά καρδιά να το κάνω εγώ, καθώς η επιθυμία μου ν’ ανέβει το έργο ήταν μεγάλη. Μετά την εμπειρία αυτή είπα «α, δεν θέλω να γίνω θεατρικός συγγραφέας, θέλω να γίνω ηθοποιός». Κράτησα την απόφαση μέχρι το τέλος του σχολείου και, ταυτόχρονα με τη Νομική, μπήκα και στη δραματική σχολή Βεάκη. Και όντως έγινα ηθοποιός. Αργότερα, κατά έναν μαγικό τρόπο, ήρθε και πάλι στην επιφάνεια η πρώτη μου επιθυμία, να γίνω πεζογράφος, και η δεύτερη, να γίνω θεατρικός συγγραφέας. Τώρα που βρίσκομαι στο μέσο, ας πούμε, της ζωής μου, προτιμώ, όποια δημιουργική ορμή έχω και όσα όνειρα κάνω, να τα διοχετεύω σε πράγματα που ήδη ξέρω να κάνω, παρά σε πράγματα που θα μάθω τώρα απ’ την αρχή. Προτιμώ να τελειοποιώ ό,τι ήδη γνωρίζω. Επίσης, μου αρέσει να επιστρέφω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε τόπους όπου έχω περάσει καλά στο παρελθόν και νιώθω οικεία. Το λέω, ρισκάροντας ν’ ακουστώ συντηρητικός και εφησυχασμένος. Το να βαθαίνεις όμως εκεί όπου υπάρχει μια φλέβα εγώ το θεωρώ πιο ουσιαστικό από το να ψάχνεις δεξιά και αριστερά, αγωνιώντας να βρεις χρυσό.
Την εποχή που σπούδαζα στη δραματική σχολή ο διαχωρισμός ανάμεσα στο «εμπορικό» και το«ποιοτικό» ήταν πολύ αυστηρός. Κι εγώ είχα βρεθεί σε μια σχολή που ήταν σαφώς προσανατολισμένη στο σοβαρό θέατρο, ξορκίζοντας την προοπτική της τηλεόρασης. Υπήρχε ένας φανατισμός στα στρατόπεδα των νέων ηθοποιών. Αυτό πια δεν υπάρχει. Τώρα πια ένας νέος ηθοποιός λέει πολύ πιο απενεχοποιημένα «θα κάνω σίριαλ και μπορώ ταυτόχρονα να είμαι και σε μια πειραματική ομάδα. Παλιότερα, υπήρχαν στεγανά και το είχαμε κάπως τιμή μας και καμάρι μας να είμαστε ταμένοι στον «άλλο δρόμο». Αυτό, μέσα σε όλη την ιερότητά του, έκρυβε κι ένα ποσοστό υποκρισίας. Ήτανε και λίγο κάμωμα. Έστω κι έτσι, όμως, έδειχνε μια τάση, έναν προσανατολισμό.
Μπορώ να σου πω ότι νιώθω μεγάλη ανακούφιση που απαλλάχτηκα από την αγωνία του ηθοποιού. Παραμένω στο θέατρο μέσα από το γράψιμο έργων και χωρίς να σηκώνω το βάρος της προσωπικής έκθεσης. Έχω τη χαρά ν’ ανεβαίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου στη σκηνή, χωρίς να υφίσταμαι την ψυχική φθορά που περνά ένας ηθοποιός κάθε βράδυ.
Για κάθε συγγραφέα ένα δυνατό ξεκίνημα δυναμώνει μέσα του την πίστη ότι μπορεί να συνεχίσει. Πραγματικά, το γεγονός ότι το πρώτο μου βιβλίο (Οι τέσσερις τοίχοι) είχε μια αναγνώριση με βοήθησε ν’ αφοσιωθώ στο γράψιμο. Αν ήταν μια μεγάλη αποτυχία, δεν νομίζω πως είμαι ο άνθρωπος που θα πείσμωνε και θα ξαναδοκίμαζε. Είναι πολύ δύσκολο ν’ απαλλαγείς από την ετικέτα του «νέου καλλιτέχνη». Αισθάνομαι πολύ καλά που ξέφυγα από το «στίγμα» του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα που οφείλει να μη διαψεύσει τις προσδοκίες, που οφείλει να κρατήσει τον πήχη ψηλά.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον για μένα στην τέχνη είναι ό,τι ξεπερνάει το καθημερινό και το τετριμμένο. Ίσως γι’ αυτό να με έλκει το αλλόκοτο. Και ας αναγνωρίζω πως έχουν γίνει σπουδαία έργα με πρώτη ύλη την καθημερινότητα. Αλλά, και πάλι, είναι η καθημερινότητα ιδωμένη μέσα από τη ματιά του καλλιτέχνη, που κάθε άλλο παρά «καθημερινή» είναι. Το έργο τέχνης πρέπει να απογειώνεται, έχοντας ως βάση όμως το απτό. Γιατί, αν είναι όλο στον αέρα, τότε μιλάμε για σκέτο ναρκισσισμό.
Οι Έλληνες δεν διαβάζουμε και φταίει η παιδεία μας. Όταν ένα παιδί στα δεκαοχτώ του τελειώνει το σχολείο, δεν έχει δεχτεί κανένα ερέθισμα για ν’ αγαπήσει τη λογοτεχνία, ν’ αγαπήσει το θέατρο, ν’ αγαπήσει την τέχνη. Με τον τρόπο που διδάσκεται η λογοτεχνία δεν μπορεί ν’ ασκήσει έλξη στο μέσο μαθητή. Δεν του δημιουργεί καν την υποψία ότι η τέχνη είναι απόλαυση. Θέλω να πω, δεν του ρίχνει το δόλωμα πως θα περάσει καλά με ένα βιβλίο.
Ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στην ελαφρότητα, την καλοπέραση και την τεμπελιά. Είναι στη φύση του. Όταν έχει κανείς τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνει, δεν προτιμά, αντ’ αυτού, να γίνει ασκητής. Όταν αυτή η ανθρώπινη τάση μας τροφοδοτείται από ένα πολιτικό σύστημα που σε ωθεί σε αυτόν το δρόμο, είναι φυσικό να πάρουμε όλοι την κατρακύλα. Καλά κάναμε και καλά τα πάθαμε που φτάσαμε ως εδώ. Το θέμα είναι τώρα όλο αυτό να μην το χρεωθούν οι πλέον αθώοι και αυτοί είναι οι νέοι άνθρωποι που ξεκινάνε τώρα. Εμείς, οι πιο μεγάλοι, όλο και κάτι προλάβαμε και τσιμπήσαμε, κι άρα, λοιπόν, ας πληρώσουμε.
Τι πιστεύω εγώ; Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν είναι οικονομολόγοι. Η χώρα βρίσκεται αυτή την ώρα μπροστά σε διλήμματα που βασίζονται σ’ ένα θέμα οικονομικής φύσης. Δηλαδή, πριν από λίγες μέρες περνούσε το δεύτερο μνημόνιο στη Βουλή και υπήρχε μια μερίδα που πίστευε πως πρέπει να ψηφιστεί και μια άλλη μερίδα που πίστευε το αντίθετο - με αξιόλογα επιχειρήματα και οι δυο. Και πρέπει τώρα εγώ, που δεν έχω ιδέα από οικονομικά, να ταχθώ με τη μία ή την άλλη άποψη, και μάλιστα να βγω ύστερα να το δηλώσω. Εδώ δεν ξέρουν τι μπορεί ν’ αποδειχτεί τελικά σωστό οι καλύτεροι οικονομολόγοι. Μήπως το ξέρει κι η Μέρκελ; Πώς μπορεί σε τόσο πολύπλοκα τεχνικά ζητήματα να βγει δηλαδή ο τάδε πνευματικός άνθρωπος και ν’ αποφανθεί για το τι είναι ορθό; Πού το ξέρει; Οι πνευματικοί άνθρωποι ας μιλήσουν γι’ άλλα.
Η τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο να βλέπει τα καθημερινά του προβλήματα με από άλλο μάτι, δεν ασχολείται όμως με αυτό καθαυτό το τρέχον πρόβλημα. Μιλά από μια απόσταση, με τόσο γενικό και πανανθρώπινο τρόπο που, κατά συνέπεια, βρίσκει εφαρμογή και στα τρέχοντα προβλήματά μας. Η αποστολή της δεν είναι να σου πει τι πρέπει να κάνεις τώρα, αλλά να σου μιλήσει για την ανθρώπινη φύση, για τις αξίες της και τις μικρότητές της. Κι εσύ μετά, μέσα από αυτό, ελάχιστα πιο σοφός, ίσως βοηθηθείς ν’ αντιμετωπίσεις τα θέματά σου. Να τα δεις αλλιώς. Όλο το άλλο το θεωρώ καιροσκοπικό.
σχόλια