«Η τρέλα της γυναίκας μου είμαι εγώ» είναι η φράση που κρατάει ο Γιάννος Περλέγκας ως εκδήλωση ύψιστης συμπόνοιας εκ μέρους του Λουίτζι Πιραντέλο, μια φράση που βλέπω να επανέρχεται στη συζήτησή μας ως αίτημα για το θέατρο, για τη δημόσια σφαίρα, γι' αυτό που ζούμε.
Πέρα από τα κείμενα, τα οποία ο Έλληνας σκηνοθέτης και δημιουργός πασχίζει να φέρει στα σκηνοθετικά του μέτρα και στο δικό μας μέγεθος, βασικό του μέλημα στο Να ντύσουμε τους γυμνούς είναι να βρει έναν νέο, «συμπονετικό» τρόπο επικοινωνίας για τους ηθοποιούς, για το έργο, για το ίδιο το θέατρο.
Είναι κάτι σαν νέο αίτημα, αντί για τη «σιχαμερή», όπως την αποκαλεί, λέξη «πρότζεκτ» ή «κόνσεπτ» και όλους αυτούς τους φορμαλισμούς, στην προσπάθειά του να δει τι κρύβεται πίσω από το κείμενο μαζί με τους «συνενόχους» του, δηλαδή τους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς που συμπρωταγωνιστούν στην παράσταση: Μαρία Πρωτόπαππα, Εύη Σαουλίδου, Θάνο Τοκάκη, Θανάση Δήμου, Στέργιο Κοντακιώτη, Μάγδα Καυκούλα.
Τους βρίσκω όλους μαζί να επαναλαμβάνουν σκηνές αλλά και να συζητούν ερμηνείες του έργου γύρω από ένα τραπέζι, ώρες πολλές, ανάμεσα σε καφέδες και τσιγάρα, σαν φίλοι που είναι έτοιμοι από καιρό να υποδεχτούν τον υψηλό καλεσμένο τους, τον Πιραντέλο, και να τον δεξιωθούν στη μία και μοναδική γιορτή τους, τη δική τους «ιδανική συνθήκη», όπως μου λέει ο Γιάννος, «συνεύρευσης και συνωμοσίας».
Το θέατρο πρέπει να έχει απεύθυνση, δεν γίνεται αλλιώς. Κάθε φορά ξεκινάμε από το σπίτι μας, κι εμείς ως ηθοποιοί κι εσείς ως θεατές, για να συναντηθούμε.
Καθώς ανεβαίνω την ξύλινη σκάλα του νεοκλασικού κτιρίου του τέλους του 19ου αιώνα στην Ιπποκράτους, όπου γίνονται οι πρόβες, αρχίζουν οι μυθιστορηματικές συμπτώσεις, αφού στο ίδιο σπίτι, όπως με πληροφορεί ο Γιάννος, έζησε η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έγινε γνωστή ακριβώς για τη μοναδική ερμηνεία της σε έργο του Πιραντέλο.
«Δεν είναι μεταφυσικά ούτε ρομαντικά όσα λέμε και αυτό είναι κάτι που κρατάω από τον Λευτέρη Βογιατζή» επιμένει εμφατικά, χωρίς να ξεχνάει τις αρχές του ρομαντισμού και του πραγματισμού που κατευθύνουν αυτό τον οπαδό του Μπέρνχαρντ, που τιμάει πάντα τα ρεμπέτικα. Και που τολμάει να δει πίσω από τον Πιραντέλο τα αρώματα της Ιταλίας, τη μυρωδιά και τη δύναμη της γης και του χώματος, τις μεγάλες αντιφάσεις και την επαφή του Ιταλού δημιουργού με την τρέλα, ακόμα και τα πουργκατόρια του Δάντη, όπως είναι η δική του ερμηνευτική προσέγγιση στο Να ντύσουμε τους γυμνούς, σε αυτό το «θρησκευτικό-υπαρξιακό μελόδραμα υπό μορφήν ιταλικής κωμωδίας», όπως το περιγράφει χαρακτηριστικά.
Είναι, ωστόσο, σαφές, και μου το επαναλαμβάνει πολλές φορές στην κουβέντα, ότι δεν νιώθει σκηνοθέτης αλλά συνδημιουργός που στόχο έχει, μαζί με τους ηθοποιούς, να δείξει μια άλλη μέριμνα για το θέατρο, γι' αυτό που συμβαίνει επί σκηνής αλλά και στην πλατεία: «Δεν μπορώ να αποσυνδέσω όλα όσα βλέπω στο έργο από το γεγονός της συνάντησης με τα πρόσωπα που το φέρνουν σε πέρας και αυτό, νομίζω, πρέπει να είναι το στοίχημα ενός νέου τρόπου θέασης και ύπαρξης σε αυτήν τη δουλειά. Δεν με ενδιαφέρει η σκηνοθετική μου καριέρα πάση θυσία, αλλά αυτή η συνάντηση με τον Πιραντέλο, με τους ηθοποιούς, με τις άλλες πλευρές του εαυτού μου, με όλα αυτά μαζί, με το δικαίωμα του να προσπαθούμε και να θέλουμε να διεκδικήσουμε διαφορετικούς όρους για τη δουλειά μας. Θεωρώ, λοιπόν, πως αν πετύχει η παράσταση θα έχουμε καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό, το να γίνει με σημαντικούς και ουσιαστικούς όρους κάτι που λείπει από το ελληνικό θέατρο σήμερα» – και φυσικά από αυτό δεν αποκλείει το θέμα της αμοιβής και της αξιοπρέπειας.
Ίσως εδώ, μάλιστα, να δίνει μεγαλύτερη έμφαση, αφού δείχνει να τον βασανίζουν οι όροι υπό τους οποίους διαμορφώνεται το θέατρο στην εποχή μας: «Φτάνει πια με τη φόρμα και την ασφάλεια της αισθητικής, αυτή την καβάτζα του καλοφτιαγμένου, του νεοσέτ. Αυτό που εξασφαλίζει κάτι που σε ξεγελάει μορφικά και κρύβει τα κενά της δουλειάς κάτω από την ομορφιά και την αισθητική».
Το παν είναι η αναζήτηση μαζί με τους ηθοποιούς, η δουλειά και πάλι η δουλειά. Γι' αυτό και υποστηρίζει πως οι ηθοποιοί πρέπει να ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με τον συγγραφέα και να τολμούν να συνομιλούν μαζί του, ανιχνεύοντας τους δρόμους που ανοίγει το έργο: «Αυτό ήθελε και ο Πιραντέλο, και φαίνεται στον τρόπο που συνελάμβανε το θέατρο. Το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο δείχνει να υπερτερεί, καθώς δεν αναγνωρίζει την παντοδυναμία του σκηνοθέτη, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται τον τρόπο που οι ηθοποιοί γίνονται δημιουργοί και δεν είναι πια διεκπεραιωτές. Και αυτό δείχνει να λείπει από το θέατρο σήμερα, όπου οι ηθοποιοί, λόγω της εποχής –και το ξέρω καλά ως ηθοποιός–, μπαίνουν στον ρόλο του εξυπηρετητή μιας συγκεκριμένης θεωρητικής ανάγνωσης. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που μόνη τους έγνοια είναι να δουν απλώς μια οριοθετημένη οπτική παρά πώς να είναι ζωντανοί».
Μια αγωνία που επίσης φαίνεται να διαπερνά κάθε σκηνοθετική δουλειά του Γιάννου Περλέγκα: από τον τρόπο που άφηνε να αναπνεύσει ένα τόσο δύσκολο κείμενο όπως Ο Αδαής και ο Παράφρων του Μπέρνχαρντ, κάνοντας τον παλιάτσο τη στιγμή που το δράμα σέρνεται σε κάθε γωνιά του κειμένου, από το πώς έκανε προσεγγίσιμο έναν τόσο εξουδετερωμένο ψυχικά άνθρωπο όπως ο Καντ και από τον τρόπο που έκατσε στο ίδιο τραπέζι, ως ιδανικός συνομιλητής μάλλον παρά ως απλός συμπρωταγωνιστής, μαζί με τον Παπαβασιλείου στο Relax... Mynotis:
«Αν κάτι έμαθα από τη συνεργασία μου με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, είναι ότι το θέατρο πρέπει να έχει απεύθυνση, δεν γίνεται αλλιώς. Κάθε φορά ξεκινάμε από το σπίτι μας, κι εμείς ως ηθοποιοί κι εσείς ως θεατές, για να συναντηθούμε. Με αυτή την έννοια τα πάντα, η σιωπή, η παύση, το ότι κάθεστε σε αυτή την καρέκλα, συναινούν στο ότι ζητάτε να μιλήσουμε εξ ονόματός σας. Και αυτό αυτομάτως δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Το θέατρο είναι ένα είδος λαϊκό, γι' αυτό δεν πρέπει να σταματάμε να ρωτάμε γιατί κάνουμε κάτι. Υπό αυτό το πρίσμα, η επαφή μου με τον Πιραντέλο μου έθεσε ξανά τα θέματα της λαϊκότητας, του μεσογειακού χαρακτήρα, του ανθρωπισμού».
Επιμένει, βέβαια, ότι τα έργα του Πιραντέλο πάσχουν από... πιραντελισμό, δηλαδή από έναν συγκεκριμένο τρόπο που βλέπουμε το θέατρό του, μέσα από δεδομένες νόρμες. «Έχουν επικρατήσει ένα σωρό εσφαλμένες ερμηνείες και προσεγγίσεις στον Πιραντέλο, αρχίζοντας από τον τίτλο με τον οποίο αποδίδεται το έργο του, που εν προκειμένω δεν μπορεί να είναι Να ντύσουμε τους γυμνούς, καθώς η αναφορά παραπέμπει στο Κατά Ματθαίον, κάτι εύλογο για έναν αρνητή του καθολικισμού όπως εκείνος».
Επίσης, ο Γιάννος Περλέγκας, στην ερμηνευτική του προσέγγιση, δεν θεωρεί τυχαίο τον αριθμό επτά, «που ταυτίζεται με τα επτά στάδια από την Κόλαση του Δάντη, ενός από τους προγόνους του Πιραντέλο. Εδώ ακριβώς συναντάμε το πουργκατόριο, το καθαρτήριο απ' όπου περνούν οι κολασμένοι στις τελευταίες δοκιμασίες του εξαγνισμού, τις οποίες αντίστοιχα θα βιώσουν τα πρόσωπα της παράστασης» μαζί με τις διαφορετικές προσεγγίσεις της αμαρτίας ως σφάλματος, της ανάγκης να απεκδυθούμε τα διαφορετικά «ρούχα» που έχουμε μάθει να βάζουμε στον εαυτό μας και στους άλλους.
Για τον ίδιο, τα κρυφά σημεία του έργου είναι πολύ πιο ευαίσθητα και ανθρώπινα απ' όσο φαίνεται αρχικά: «Υπάρχουν τα προσωπικά του στοιχεία, η Ιταλία, κάτι που κρύβει μεγάλο ανθρωπισμό, αγάπη και ενσυναίσθηση. Ήταν σαν ο ίδιος ο Πιραντέλο να προσπαθούσε να καταλάβει την πατρίδα του φεύγοντας από αυτήν, ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, ο οποίος από τη μια κοντραριζόταν με τον πατέρα του, από την άλλη όμως λάμβανε το τσεκ που του έστελνε, ενώ δέχτηκε να παντρευτεί από προξενιό την κόρη του συνεργάτη του στα ορυχεία του θείου. Σε πολλά σημεία ο δικός μας Σεφέρης μου θυμίζει τον Πιραντέλο σε αυτόν το διχασμό μεταξύ της αίσθησης του καθήκοντος και του αναβρασμού του καλλιτέχνη, στη διπλή όψη της επανάστασης και της συνθηκολόγησης».
Επιμένει στο προσωπικό στοιχείο, θεωρώντας ότι όλες αυτές οι ασυμφιλίωτες πλευρές του εαυτού πασχίζουν να βρουν τον τρόπο να συνυπάρξουν, κάτι που συμβαίνει και στον ίδιο στη φάση της δημιουργίας. Όχι τυχαία κατάλαβε τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού του στο πρόσφατο, τρίτο ανέβασμα της παράστασης Ο Αδαής και ο Παράφρων. «Επειδή ο πατέρας μου πέθανε νωρίς, δεν πρόλαβα να τον μυθοποιήσω, κάτι που κατάφερα να κάνω τώρα, με τη μητέρα μου. Ίσως έπρεπε να πεθάνει για να αποκαθηλώσω τον πατέρα μου και να έρθω περισσότερο κοντά της».
Ήδη συμπληρώθηκε ενάμισης χρόνος από τότε που η Αριστέα Ελληνούδη, η κορυφαία ηθοποιός, αγωνίστρια και δημοσιογράφος, η σύζυγος του Τίμου Περλέγκα, έφυγε από τη ζωή: «Ήταν πραγματικά τραυματική η σχέση με τη μητέρα μου. Πριν αρρωστήσει –και δεν το λέω πια με ενοχές, γιατί έχω δουλέψει πάρα πολύ γι' αυτό–, έλεγα από μέσα μου πως ίσως να έπρεπε να πεθάνει για να έρθει η ησυχία. Από τότε που αρρώστησε όμως –και ευτυχώς δεν πέθανε ξαφνικά, όπως ο πατέρας μου, αλλά υπέφερε από τις μεταστάσεις που έκανε ο καρκίνος– μου δόθηκε όλος ο χρόνος να τη δικαιολογήσω και να την αγαπήσω. Με αυτή την έννοια έχω φτάσει να ευγνωμονώ τον καρκίνο, που, παρότι ενέσκηψε τόσο βίαια και οδυνηρά, μου έδωσε την ευκαιρία να γίνουν τα πάντα μέσα μου και μεταξύ μας, να την κατανοήσω και να αποκτήσω με τον θάνατο ενός τόσο δικού μου ανθρώπου μια σχέση τόσο τρυφερή και καταφατική απέναντι στη ζωή. Τότε ακριβώς είναι που μπήκε το στοίχημα να μη με δει ποτέ η κόρη μου να διαλύομαι, όπως είδα εγώ τη μητέρα μου, μια διάλυση που την κληρονόμησα ολόκληρη. Και, παρότι στην αρχή μού έλειπε πολύ, τελικά συμφιλιώθηκα, βρίσκοντας και πάλι την απάντηση μέσα από το θέατρο, όταν μπόρεσα να αυτοσαρκαστώ μέσα από κάτι τόσο σκληρό, προφέροντας αυτά τα φρικτά λόγια από τον Αδαή. Τώρα πια είμαι πιο ήρεμος και πιο ώριμος ή, τουλάχιστον, συμφιλιωμένος».
Info
Να ντύσουμε τους γυμνούς του Λουίτζι Πιραντέλο, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα
Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή της Lead-in-Arts, της εταιρείας θεάτρου «Χ-αίρεται» και της εταιρείας θεάτρου «Εν τω Άμα», με την οικονομική αρωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.
Έναρξη: 15/12/2018
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα, 210 3222464 & 210 3236732
Παραστάσεις: Τετ.-Σάβ. 21:15 & Κυρ. 20:15
σχόλια