«Δεν φαντάζεσαι πόσο βαριά και δύσχρηστη είναι η φουστανέλα» μου λέει ο Κωνσταντίνος Ντέλλας μόλις εμφανίζεται με τη στολή της παράστασης Ο Έλλην Βρυκόλαξ που έχει φορέσει για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής αυτού του πολύ ιδιαίτερου μείγματος θεάτρου-ντοκουμέντου, site-specific και αφηγηματικής performance που ξεκίνησε πέρσι την πορεία του στο Μουσείο Μπενάκη, συνεχίστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για να περάσει από δύο κυκλαδονήσια και ολοκλήρωσε τον κύκλο του και πάλι στο κτίριο της οδού Κουμπάρη, μου εξηγεί ότι ο ίδιος και οι δύο συμπρωταγωνίστριές του δεν χρησιμοποιούν θεατρικές στολές αλλά πραγματικές φορεσιές της ελληνικής παράδοσης, οι οποίες, ειδικά στην καλοκαιρινή περιοδεία τους σε Σίφνο και Σαντορίνη, τους έκαναν να στάζουν απ' τον ιδρώτα. Η σύλληψη αυτού του ιδιαίτερα φιλόδοξου εγχειρήματος είναι δική του – έχει συνθέσει ατόφια κομμάτια από διάφορες πηγές, με ελάχιστες παρεμβάσεις.
«Ο βρυκόλακας προέκυψε επειδή γενικά με γοητεύει η αντιμετώπιση του "μετά θάνατον", τόσο από άλλους λαούς όσο και από εμάς. Διαβάζοντας, λοιπόν, διάφορες πηγές, βρήκα την πρώτη ημερολογιακή καταγραφή από έναν Γάλλο ιερέα, τον François Richard, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα με τα πρώτα κλιμάκια καθολικισμού, προεπαναστατικά. Το κείμενό του λέγεται "Αυτό που οι Έλληνες ονομάζουν βρυκόλαξ" και το έχω κρατήσει στην παράσταση. Εκεί περιγράφει σκηνικά εκταφής, καύσης καρδιάς και αποτέφρωσης πτώματος και αντιδράσεις των κατοίκων διάφορων νησιών απέναντι σ' αυτούς που έχουν "βρυκολακιάσει." Σε όλες αυτές τις περιγραφές έχει υπάρξει αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας. Ο Richard, λοιπόν, αντιπροσωπεύει την άποψη όσων πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, οπότε αντιμετωπίζει τους βρυκόλακες ως ψυχές βασανισμένες.
Διαβάζοντας, βρήκα την πρώτη καταγραφή από έναν Γάλλο ιερέα που είχε έρθει στην Ελλάδα προεπαναστατικά. Το κείμενο λέγεται "Αυτό που οι Έλληνες ονομάζουν βρυκόλαξ" και το έχω κρατήσει στην παράσταση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πηγές όπου άλλοι περιηγητές προσπαθούν να εξηγήσουν στους νησιώτες τη βιολογική πλευρά του θέματος, ότι οι νεκροί τουμπανιάζουν, βγάζουν μυρωδιές κι έχουν εκκρίσεις. Η ημιμάθεια και η χειραγώγηση της μάζας ήταν πολύ έντονη τότε, και από την Εκκλησία και από τους πολιτικούς άρχοντες. Παράλληλα, συνάντησα εκκλησιαστικά κείμενα με χωρία αφορισμού, κάποια από τα οποία υπάρχουν ακόμα και σήμερα στη νεκρώσιμη ακολουθία. Έπειτα, στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή του "Νεκρού Αδερφού", παρουσιάζεται η εκδοχή ότι μια ψυχή δεν μπορεί να ησυχάσει όταν έχει χρωστούμενα στη γη. Ο Κωνσταντής στο "Μάνα με τους εννιά σου γιους..." σηκώνεται από τον τάφο για να ξεπληρώσει το χρέος προς τη μάνα του, να φέρει την Αρετή πίσω. Είναι ένα πολύ γνωστό στοιχείο της παράδοσής μας, το οποίο δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι άπτεται ουσιαστικά του βρυκολακιάσματος.
Άλλο κομμάτι της ελληνικής γραμματείας που χρησιμοποίησα ήταν η ποίηση. Ο Θανάσης Βάγιας, μια αρκετά αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα, δεξί χέρι του Αλή Πασά στα Γιάννενα, αντιμετωπίζεται από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ως προδότης, που βοήθησε τον Αλή Πασά να καταστρέψει το Γαρδίκι. Εκεί σκοτώθηκαν 800 άτομα και τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον "λάκκο του Βάγια". Στο ποίημα του Βαλαωρίτη οι νεκροί Γαρδικιώτες τον κατατρέχουν και τον σηκώνουν από τον τάφο για να τον δικάσουν.
Όλες αυτές είναι τρομερά περιγραφικές εικόνες, με πολλή δράση και ενέργεια, από τις οποίες προκύπτει ολόκληρος οδηγός για το ποιος μπορεί να γίνει βρυκόλακας: κάποιος που ήταν κακός εν ζωή και έβλαψε άλλους ανθρώπους, μέχρι πολύ ακραίες περιπτώσεις δεισιδαιμονίας. Βασίστηκα ακόμα και σε αστικούς μύθους και άρθρα από παλιές εφημερίδες».
Συνειδητοποιώ ότι ο Κωνσταντίνος έχει κάνει ενδελεχή έρευνα πάνω στη μεταθανάτια ζωή και στους θρύλους που τη συνοδεύουν στην Ελλάδα. Το θεατρικό αποτέλεσμα, όπως μου εξηγεί, περιλαμβάνει τρεις ηθοποιούς που φέρουν τρεις διαχρονικές ψυχές, οι οποίες καταλαμβάνουν έναν χώρο. «Αυτό πρέπει να το νιώσει ο θεατής, γι' αυτό προσπαθούμε να εξαφανίσουμε οποιοδήποτε στοιχείο του θεατρικού χώρου θυμίζει μια τυπική παράσταση. Μικροφωνικές εγκαταστάσεις, φανερά ηχεία... Χρησιμοποιούμε τον φυσικό φωτισμό του εκάστοτε χώρου. Το περιβάλλον και αυτά που λέγονται από εμάς φιλοδοξώ να χτυπήσουν "παιδικούς" μηχανισμούς του θεατή, ώστε να υποβληθεί και να είναι ανοιχτός στο να ακούσει μια ιστορία, ανεξάρτητα από το αν την πιστεύει ή όχι, χωρίς να την πολυαναλύσει. Τα παραδοσιακά παραμύθια δεν είναι υπόθεση παιδική αλλά ενηλίκων».
Ο βαμπιρικός μύθος έχει κορεστεί τόσο πολύ μέσα από όλες αυτές τις αναγνώσεις. Το πολύ καινούργιο αυτής της παράστασης είναι το πολύ παλιό της.
Ο μύθος του βρυκόλακα, έτσι όπως τον έχουμε μάθει από τον Μπραμ Στόκερ μέχρι το «True Blood», πάντα ενέχει και το ερωτικό στοιχείο. Ρωτώ τον Κωνσταντίνο αν συνειδητοποιεί ότι η εμφάνιση αυτή τους προσδίδει ένα διαφορετικό σεξαπίλ. Μάλλον είναι κάτι που λειτούργησε υποσυνείδητα, αφού το σκέφτεται και χαμογελά. «Η διαφορά του Έλληνα βρυκόλακα είναι ότι δεν είναι τόσο απομακρυσμένος από το χώμα. Είναι πολύ πιο γήινος. Οπότε χάνεται κατευθείαν το στοιχείο του Twilight, αυτό το απόκοσμο, το γοητευτικό, και μετατρέπεται σε αυτό που εγώ γουστάρω τρελά στην παράδοση, σε κάτι πιο χειροπιαστό, πιο παθιασμένο. Ο βαμπιρικός μύθος έχει κορεστεί τόσο πολύ μέσα από όλες αυτές τις αναγνώσεις. Το πολύ καινούργιο αυτής της παράστασης είναι το πολύ παλιό της. Με την παράδοση είμαστε σαν να μας έχει έρθει ένα ειδοποιητήριο στο ταχυδρομείο ότι έχουμε δέμα και δεν έχουμε πάει ποτέ να το παραλάβουμε. Θέλουμε να είμαστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, παρασυρόμαστε χωρίς να ξέρουμε ποιοι είμαστε πραγματικά. Το βλέπουμε σε εντελώς ακραίες καταστάσεις. Αυτό που είχαν οι παππούδες μας, το σχεδόν παγανιστικό, που έρχονταν σε ντελίριο και μπορεί να χόρευαν ώρες ατελείωτες χωρίς σταματημό, τι αντίκρισμα μπορεί να έχει σήμερα σε κάποιον που το βλέπει; Ήθελα να δω αν θα έβρισκαν σημεία ταύτισης οι θεατές. Μέχρι στιγμής, καταλαβαίνω ότι υπάρχει ταύτιση».
Είναι κάπως περίεργο να ακούς έναν καλλιτέχνη του οποίου το παρουσιαστικό παραπέμπει σε έναν σύγχρονο χίπστερ να σου μιλάει με τόση θέρμη και συνειδητοποιημένα για λαογραφικά θέματα που στο ευρύ κοινό φαντάζουν τουλάχιστον ρετρό. Μου εξομολογείται ότι κρατάει χρόνια η ενασχόλησή του με την ελληνική παράδοση, αφού πριν από τη Δραματική Σχολή του Διαμαντόπουλου, είχε σπουδάσει στην, τότε τριετή, Ανώτερη Εκκλησιαστική Ακαδημία. Συγκρατώ τα γέλια μου, καθώς φαντάζομαι τον συνομιλητή μου με άμφια και θυμιατήρι και ζητώ να μάθω περισσότερα για εκείνη την περίοδο της ζωής του. «Θα μπορούσα να γίνω παπάς, ναι. Τελειώνοντας το Λύκειο, έδωσα Πανελλαδικές για Ιστορικό Αρχαιολογικό. Δεν πέρασα, προς μεγάλη μου απογοήτευση. Το θρησκειολογικό κομμάτι με γοήτευε, με την έννοια της έρευνας και του τελετουργικού. Πήγα, κόλλησα και την τελείωσα. Η σχέση μου με τα θεία παλιότερα ήταν πιο ρομαντική, μετά τη σχολή όμως έγινε πιο πραγματιστική. Εκεί αποφάσισα ότι δεν θα γίνω ιερέας γιατί το όλο σχήμα και το τελετουργικό τα βρήκα έπειτα στη Δραματική. Δεν θα μπορούσα ποτέ να παίζω έναν ρόλο σε όλη μου τη ζωή. Μετά, βλέποντας πόσο έχει στηριχθεί η θεία λειτουργία στην αρχαία τραγωδία, όλα άρχισαν να παίρνουν μια μορφή. Παράλληλα, ασχολιόμουν με τους ελληνικούς χορούς από πολύ μικρός. Δίδασκα μέχρι πρόσφατα χορούς στο Λύκειο Ελληνίδων. Έχουμε περιοδεύσει με την ομάδα παραστάσεων σε πολλά μέρη, σε Πεκίνο, Σανγκάη, Βιετνάμ, Μαρόκο, Κάιρο, Κάτω Ιταλία, στο πλαίσιο προσκλήσεων, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε όλα αυτά τα μέρη δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή η ομογένεια, αλλά τρελάθηκα, ας πούμε, με την αγάπη των Κινέζων για την Ελλάδα. Πιθανότατα επειδή αναγνωρίζουν πως είμαστε μια χώρα με πολιτισμό εξίσου μακραίωνο με τον δικό τους, έχουν μανία με οτιδήποτε ελληνικό.
«Τι είναι για σένα η παράδοση;» τον ρωτώ. «Το χτύπημα του νταουλιού να βαράει κατευθείαν στον εγκέφαλο. Ένα μοιρολόι σε ηπειρώτικο πανηγύρι όπου όλοι έχουν πιει και χορεύουν πάνω από τα μνήματα. Οι Πόντιοι που παίζουν λύρα και φέρνουν φαγητά στα μνήματα, του Θωμά. Οι πίτες της θείας μου. Οι σάλτσες που θα φτιάξει στην αρχή της χρονιάς η μάνα μου. Τα μαθητάκια που έρχονται για χορό πρώτη φορά και βλέπεις έναν ρυθμό να τους είναι οικείος. Είναι μια βαλίτσα η παράδοση. Ταξιδεύουμε. Έχω πάρει μια βαλίτσα από τη μάνα και τον πατέρα μου και θέλω να την κάνω κομμάτια για να δω από τι έχει φτιαχτεί. Δεν θέλω να την κουβαλάω χωρίς να ξέρω τι έχει μέσα. Βαρέθηκα να κουβαλώ μια αγιοποιημένη βαλίτσα που τη σέβομαι, αλλά την έχω ως αξίωμα. Στο τέλος την ξαναφτιάχνω με τα ίδια υλικά και νέες προσθήκες, δικές μου, για να την παραδώσω. Μια διαδικασία δόμησης-αποδόμησης. Αυτό είναι και ετυμολογικά η παράδοση».
Η φωτογράφηση πραγματοποιήθηκε στους χώρους του Κεντρικού Κτιρίου του Μουσείου Μπενάκη, στην Οδό Κουμπάρη. Ευχαριστούμε θερμά.
σχόλια