Δεν έχουν περάσει ούτε είκοσι λεπτά από τη στιγμή που καθίσαμε με τον καθηγητή Άγγελο Δεληβοριά στο γωνιακό τραπέζι, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του κλασικού αθηναϊκού εστιατορίου «Φιλίππου» στο Κολωνάκι και έχει προλάβει ήδη να δηλώσει τρεις φορές «ελληνομανής». O εβδομηντάχρονος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της χώρας, δεν έχει αλλάξει καθόλου από την εποχή που φοιτητές της Φιλοσοφικής ακόμα σπεύδαμε στο αμφιθέατρο να τον ακούσουμε με δέος και θαυμασμό να μιλάει με πάθος για την τέχνη, τον άνθρωπο, την Ελλάδα, αρθρώνοντας έναν λόγο που βρισκόταν στον αντίποδα της πολιτικής ορθότητας, έναν λόγο που δεν περιμέναμε να προέρχεται από έναν διευθυντή μουσείου, μια λαμπερή προσωπικότητα αλλά κι ένα «εξέχον μέλος του κατεστημένου», όπως τον αποκαλούσαμε τότε. Μόλις του το λέω, αρχίζει να γελάει με τον χαρακτηριστικό, τρανταχτό του τρόπο και νεύει το κεφάλι του καταφατικά: «Είναι υποκριτικό να ισχυριστώ πως δεν έχω κάνει υποχωρήσεις, όμως δεν επέτρεψα ποτέ στον εγωισμό μου ή στις προσωπικές μου απόψεις να δημιουργήσουν το οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία του μουσείου και δεν μετανιώνω στιγμή γι' αυτό». Ο σερβιτόρος που μας πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία φαίνεται πως τον γνωρίζει καλά - ο Άγγελος Δεληβοριάς είναι θαμώνας του συγκεκριμένου εστιατορίου. Του μιλάει φιλικά και ευγενικά, όπως μιλάει σε όλους, είτε αυτός είναι κάποιος υπουργός, είτε η καθαρίστρια του μουσείου - το λέω γιατί έχω υπάρξει μάρτυρας και σε δύο ανάλογες συναντήσεις.
Το πρώτο πράγμα που τον ρωτώ είναι πώς αισθάνεται τώρα που το Μπενάκη απέκτησε, επιτέλους, έναν σοβαρό «ανταγωνιστή», το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Μέλος του ΟΑΝΜΑ (Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης), ο Άγγελος Δεληβοριάς έχει ζήσει από την αρχή όλο το «έπος» της ανοικοδόμησής του. Τον βομβαρδίζω με προβοκατόρικες ερωτήσεις: για το κτίριο του Τσουμί, για τον χώρο που τελικώς επελέγη να χτιστεί, τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί για την έκθεση των έργων, τα κουτσομπολιά για τη σχέση του με τον Δημήτρη Παντερμαλή. Χωρίς καμία διάθεση ν' αποφύγει τη συζήτηση και χωρίς ίχνος διπλωματίας, είναι απόλυτος και κοφτός: «Μας ανέθεσαν να χτιστεί το μουσείο. Το καταφέραμε, αφού πρώτα ξεπεράσαμε πολλές δυσκολίες. Τα μουσεία δεν είναι στατικά, αλλάζουν, βελτιώνονται με τον χρόνο, και το Μουσείο της Ακρόπολης είναι ένας μεγάλος και σημαντικός οργανισμός. Ενστάσεις υπάρχουν πάντα, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι θετικό κι αυτό έχει σημασία. Χαίρομαι μάλιστα που μετά από χρόνια και χάρη στο Μουσείο Μπενάκη φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτός ο τρόπος που πρέπει να λειτουργεί ένα μουσείο στις μέρες μας». Περίμενα αυτήν τη φράση για να του κάνω μια ερώτηση που με βασανίζει από τη μέρα που το ανακαινισμένο Μπενάκη άνοιξε τις πόρτες του. Τι θα μου έλεγε αν του επεσήμαινα ότι η έκθεση στο Μπενάκη είναι γραμμική (χρονολογικά) και αναπαράγει την «παπαρρηγοπούλεια» άποψη για τη ιστορία του ελληνικού έθνους. Σκάει στα γέλια και μου νεύει συγκαταβατικά: «Με όλο τον σεβασμό, θα σας έλεγα να πάτε ν' ανοίξετε κάνα βιβλίο κι εσείς κι όσοι μαζί με σας ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, δεν είναι η πρώτη φορά που το ακούω». Μου εξηγεί ότι η Ελλάδα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα της έκτασης στο χρόνο: «Τί θέλετε να κάνω; Να σηκώσω τον Αϊνστάιν από τον τάφο για να σας εξηγήσει το πώς λειτουργεί ο χρόνος;» μου λέει και για πρώτη φορά χτυπά το χέρι στο τραπέζι, εκνευρισμένος λες. Στο μεταξύ, έχουν φτάσει τα πιάτα μας: κόκορας με μακαρόνια για τον καθηγητή, μπριάμ για μένα, στη μέση μια πολύ ωραία ντοματοσαλάτα με φέτα. Πίνουμε μπίρα, η οποία έρχεται στη σωστή θερμοκρασία. Τα σοφιστικέ πιάτα της λόγιας επαγγελματικής κουζίνας, καμωμένα με τις πολύπλοκες τεχνικές, τα απεχθάνεται. «Η τροφή μας πρέπει να προέρχεται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειος. Μου αρέσουν αυτά τα φαγητά, της κατσαρόλας». Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, αλλά θέλω να επιστρέψω στην ελληνομανία. Τον ρωτώ «γιατί η Ελλάδα» και μου απαντάει κοφτά και πολύ σοβαρά το επόμενο, μόλις, δευτερόλεπτο: «Γιατί έχει διάρκεια». Όπως ακριβώς η Αθήνα, του επισημαίνω με τη σειρά μου, για να συμφωνήσει, λέγοντάς μου ότι τον στεναχωρεί που δεν γνωρίζει καλά κι άλλες συνοικίες, εκτός από το κέντρο.
Παθιάζεται όταν μιλάει για τα δικαιώματα των μεταναστών, το αίσχος της ανεπάρκειας της πολιτείας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, την ξενοφοβία κι αυτούς που ξεχνούν την πρόσφατη μεταναστευτική ιστορία της χώρας, αλλά και την ανάπτυξη της πόλης «διά του real estate και τραπεζοκαθίσματος». «Τι βαρβαρότητα είναι αυτή; Πεζοδρομούν την πόλη για να τη γεμίσουν μπαρ και καφετέριες;». «Και από δίπλα και μια γκαλερί» συμπληρώνω για να βάλει τα γέλια: «Το κάθε ντάπα-ντούπα δεν είναι τέχνη» μου λέει με νόημα. Μόλις του επισημαίνω ότι αυτή η φράση είναι η επιτομή του incorrect, σηκώνει τους ώμους: «Μου είναι αδιάφορο. Το ζήτημα είναι, όταν όλοι εμείς φύγουμε, τι θα μείνει πίσω μας, τι από αυτά θα έχει αντέξει στο χρόνο». Στο μεταξύ, η ώρα έχει πάει 2 και το εστιατόριο έχει γεμίσει. «Ξέρετε ποια είναι η κυρία που μόλις μπήκε;». Όταν ομολογώ πως όχι, κουνάει το κεφάλι με απελπισία, μου μιλάει για μια σημαντική θεατρική ηθοποιό της οποίας το όνομα μου διαφεύγει για δεύτερη φορά, αυτήν τη στιγμή που γράφω, όμως βρίσκω την ευκαιρία να τον ρωτήσω την άποψή του για την ποιότητα του κριτικού λόγου, όπως αυτός αναπτύσσεται στις εφημερίδες. Χαμόγελο και μικρή παύση, για πρώτη φορά από την αρχή της συνομιλίας μας. «Ξέρετε, αυτά χρειάζονται μελέτη και ενασχόληση, δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω σε αυτό», όμως παρατηρώ ότι το λέει με μελαγχολία.
Πληροφορούμαι με έκπληξη ότι συνεχίζει τη μάχιμη αρχαιολογία στη Λακωνία, στην ανασκαφή του Ιερού του Απόλλωνος Αμυκλαίου με μια dream team (αναφέρω χαρακτηριστικά πως την αρχιτεκτονική μελέτη του ιερού κάνει ο καθ. Μανόλης Κορρές). «Ωραία η διοίκηση και τα κοσμικά, αλλά με αφορά κατεξοχήν η επιστημονική έρευνα, το διάβασμα και η μελέτη». Μου κάνει εντύπωση που ένας άνθρωπος που γνωρίζει τόσο πολλά απορρίπτει τις κρίσεις σε βάρος των νεότερων και μιλάει συνεχώς για το χρέος της δικής του γενιάς προς αυτούς. «Σήμερα οι νέοι είναι καλύτεροι, παλιότερα υπήρχαν αξεπέραστες δυσκολίες για μας, οικονομικά προβλήματα, διώξεις, δεν είχαμε Δημοκρατία».
Όλη την ώρα που συζητούμε τρώγοντας, χαιρετά τους τακτικούς θαμώνες του εστιατορίου. Κάποιοι από αυτούς, επώνυμοι «παλιοί Αθηναίοι», κάποιοι άλλοι ανώνυμοι, αναγνωρίζουν τον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη και σπεύδουν να τον χαιρετίσουν με σεβασμό. Εκείνος σηκώνεται κάθε φορά από την καρέκλα του. Μου λέει ότι συχνά τον σταματούν στον δρόμο, άλλοι για να τον ευχαριστήσουν για το μουσείο, άλλοι για να του κάνουν διάφορες παρατηρήσεις. Αυτό είναι κάτι που τον ευχαριστεί, το εισπράττει ως ηθική αμοιβή της σκληρής του δουλειάς, όλα αυτά τα χρόνια.
Πληρώνει τον λογαριασμό, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες μου, είναι δικός μας προσκεκλημένος: «Μην το συζητάτε! Είμαι της παλαιάς σχολής!» με αποστομώνει. Φεύγοντας, του λέω πως η συζήτησή μας με αναγκάζει σχεδόν να επανεξετάσω τη θέση μου απέναντι στην Ελλάδα, αν μην τι άλλο πρέπει να το ξανασκεφτώ: «Κοιτάξτε, καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα της γενιάς σας με αυτό. Στα επόμενα σχέδιά μου είναι να φτιάξω ένα μουσείο, δεν έχω καταλήξει ακόμα στη μορφή που θα έχει, για τη Γενιά του '30, βέβαια με τη δική μου, υποκειμενική ματιά. Πιστεύω πως αυτό είναι κάτι που χρωστάω σε σας τους νεότερους».
MENOY:
Mπριάμ: 5,60 ευρώ
Κόκορας με μακαρόνια: 7,20 ευρώ
Ντοματοσαλάτα με φέτα: 6,50 ευρώ
Μπύρες: 9 ευρώ
Ψωμί: 0,80 ευρώ
ΣΥΝΟΛΟ: 29,9 ευρώ
σχόλια