Έχετε φτάσει αισίως στο 23ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Πού επικεντρώσατε το πρόγραμμα σάς φέτος;
Εκτός από το διαγωνιστικό μέρος, που αποτελείται από έντεκα ταινίες, έχουμε από την παγκόσμια παραγωγή σε πρώτη προβολή τις βραβευμένες στη Βενετία ταινίες της Κόπολα και του Σκολιμόφσκι, τη νέα ταινία του Κιαροστάμι, το Fair Game. Επίσης, έχουμε αφιερώματα όπως αυτό που ονομάσαμε «Ο μοναχικός κλόουν», στο οποίο ξεκινάμε με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κήτον, περνάμε από τους αδελφούς Μαρξ και φτάνουμε μέχρι τους Ζακ Τατί, Πιερ Ετέξ, Τζέρι Λούις, Πίτερ Σέλερς και Ρομπέρτο Μπενίνι. Ο Στρατηγός του Κήτον, μάλιστα, θα παιχτεί με ζωντανή μουσική. Υπάρχει ένα άλλο αφιέρωμα που έχει πολύ ενδιαφέρον για τον καθημερινό φασισμό, όπως αυτός ξεκινάει από την οικογένεια, το σχολείο και την καθημερινή ζωή. Σε αυτό το τμήμα θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη Μανία του Αλφ Σιόμπεργκ του 1944 σε σενάριο του Μπέργκμαν, καθώς και την πρώτη μαύρη κωμωδία του Μάρκο Φερέρι, το Καροτσάκι, για τη δικτατορία του Φράνκο. Μάλιστα, στη Μανία, η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι γυρισμένη από τον ιδιο τον Μπέργκμαν, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα.
Υπάρχει ακόμα ένα αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του '80, ενώ ζητήσαμε από έντεκα νέους εικαστικούς που εμπνεύστηκαν από αυτές τις ταινίες να κάνουν έργα τα οποία θα εκτεθούν στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Ένα άλλο σημαντικό αφιέρωμα είναι αυτό με τις Διάσημες Τριλογίες, με ορισμένα παγκόσμια αριστουργήματα όπως η Τριλογία του Απού του Σατιαζίτ Ρέι, ενός σκηνοθέτη που ξεκίνησε ως βοηθός του Ρενουάρ και αργότερα κατέκτησε και το Βραβείο Σκηνοθεσίας στη Βενετία καθώς και πλήθος βραβείων στη συνέχεια. Ακολουθούν η Τριλογία της Βαρσοβίας του Βάιντα, ένα επικό αντιπολεμικό αριστούργημα του Μασάκι Κομπαγιάσι που λέγεται Η ανθρώπινη μοίρα, το οποίο αποτελείται από τρεις ταινίες και διαρκεί εννιάμισι ώρες, καθώς και οι ταινίες του Γκλάουμπερ Ρότσα, που ήταν ένας εκ των δημιουργών του Cinema Novo της Βραζιλίας στη δεκαετία του '60. Υπάρχουν πάρα πολλά να δει κανείς. Είναι, φυσικά, και οι δύο ελληνικές ταινίες: η πρεμιέρα του Μαχαιροβγάλτη του Οικονομίδη αλλά και η Ανταρσία της κόκκινης Μαρίας του Ζάππα, που είναι και στο Διαγωνιστικό.
Το μικρόβιο του κινηματογράφου πότε το αρπάξατε;
Στην 5η Γυμνασίου, του παλιού εξατάξιου, βγάλαμε ένα περιοδικό κι εγώ ανέβαλα να γράφω κριτική. Τότε στην Κύπρο έρχονταν όλες οι ταινίες γιατί τα γραφεία εκμετάλλευσης της Warner και της Paramount για όλη τη Μέση Ανατολή βρίσκονταν στην Αλεξάνδρεια και οι ταινίες προβάλλονταν αμέσως μόλις έβγαιναν. Εκεί πρωτοείδα ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού ή ταινίες του Ουέλς, χωρίς να ξέρω πόσο σημαντικές ήταν. Θυμάμαι πόσο μου είχε αρέσει το Θαύμα στο Μιλάνο του Βιτόριο ντε Σίκα.
Ποια ήταν η πρώτη σας κριτική;
Για το Μια θέση στον ήλιο του Τζορτζ Στίβενς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Βέβαια, τότε δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μια μέρα θα το έκανα επαγγελματικά. Στην Αθήνα κάναμε σκασιαρχείο και μπαίναμε στους κινηματογράφους από τις 10 το πρωί που άρχιζαν τότε και βλέπαμε με τις ώρες διάφορα γουέστερν, γαλλικές, παλιές ρωσικές κλασικές. Έτσι είδα το Θωρηκτό Ποτέμκιν. Τότε άρχισα να διαβάζω τις κριτικές του Μάριου Πλωρίτη και να επιδιώκω να δω τις ταινίες που πρότεινε. Πέρασα και μια εβδομάδα από του Σταυράκου, όπου όλο έλειπαν οι καθηγητές κι έτσι δεν συνέχισα. Τελικά, έφυγα και γράφτηκα στο London School of Film Technique, που ήταν και η μοναδική σχολή τότε, άλλωστε.
Πήγατε για σκηνοθέτης;
Ήμουν και στο τμήμα Σκηνοθεσίας και στο τμήμα Θεωρίας. Τη διατριβή, πάντως, την έκανα πάνω στον Αντονιόνι, που τότε έκαναν ουρές στο Λονδίνο για να δούνε τις ταινίες του.
Γυρίσατε ένα φιλμ πάνω στην ποίηση του Σεφέρη.
Μόλις τέλειωσα τη σχολή το '62 και γύρισα στην Κύπρο. Πάνω στα δύο ποιήματα «Ελένη» και «Σαλαμίνα της Κύπρος» από το «Κύπρος ου μ' εθέσπισεν». Η ταινία, μάλιστα, βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Κάρλοβυ Βάρυ.
Πώς συμβαίνει τελικά και η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας αποσπά κάποιον από τη δημιουργία και γίνεται κριτικός;
Καταρχάς, εγώ πάντα έγραφα. Έγραφα ποίηση και την πρώτη μου συλλογή την εξέδωσα μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο. Από το Λονδίνο έστελνα ανταποκρίσεις για θέατρο και κινηματογράφο στην εφημερίδα «Ελευθερία» και στο περιοδικό «Νέα Εποχή». Στην Κύπρο σκηνοθέτησα και δύο ερασιτεχνικές παραστάσεις σε έργα Μπέκετ και Μπρεχτ. Ετοίμαζα κι ένα σενάριο πάνω σε προσωπικές εμπειρίες από τα κρατητήρια, αλλά ήρθε η δικτατορία κι εγώ έφυγα στο Λονδίνο.
Άλλο φιλμ δεν επιχειρήσατε να κάνετε;
Είχα βραβευτεί και στη Λειψία με χρηματικό έπαθλο κι επειδή δεν μπορούσα να βγάλω τα λεφτά από την Ανατολική Γερμανία, αγόρασα μια μηχανή. Άρχισα ένα ντοκιμαντέρ για τα γεγονότα πριν τη Χούντα, αλλά δεν πρόλαβα να το ολοκληρώσω. Πριν μερικά χρόνια πήρε το υλικό ο Κατσουρίδης, έκανε ένα πεντάλεπτο και το παίξαμε στο Μεσογειακό Φεστιβάλ. Εκείνη την εποχή συνδέθηκα περισσότερο με τον κύκλο του Ζάννα, του Μπακογιαννόπουλου και του Ραφαηλίδη. Ξεκινήσαμε κι ένα περιοδικό το '66, το «Ελληνικός Κινηματογράφος», όπου γράφαμε για τον νέο κινηματογράφο που τότε προσπαθούσε να εκφράσει κάποια πράγματα.
Οι πρώτες ταινίες της γενιάς της αμφισβήτησης...
Υπήρχε μια ζωντάνια. Στη Γαλλία ήταν η Nouvelle Vague, στην Αγγλία το Free Cinema, εδώ οι πρώτες ταινίες του Δαμιανού, του Βούλγαρη, του Μανθούλη. Παράλληλα, υπήρχε και η λέσχη που είχε κάνει ο Ρούσσος Κούνδουρος, όπου οργανώναμε προβολές, αφιερώματα, συζητήσεις. Πολύ διαφορετικά σε σχέση με σήμερα, που ο καθένας είναι μόνος, ακολουθεί μια μοναχικότητα, μια απομάκρυνση. Τώρα δεν υπάρχει καν η σχέση που υπήρχε μεταξύ των σκηνοθετών. Ξεκίνησαν την Ομίχλη και ήδη έχει γίνει πραγματική ομίχλη. Έχουν τσακωθεί οι μισοί με τους άλλους μισούς, όλοι είναι δυσαρεστημένοι. Εμείς, μετά τη μεταπολίτευση, κάναμε διασωματειακούς αγώνες για ν' αλλάξει ο νόμος, κάναμε στη Θεσσαλονίκη το αντι-φεστιβάλ, πετύχαμε επί υπουργείας Ανδριανόπουλου να μεταφέρουμε τον κινηματογράφο από το υπουργείο Bιομηχανίας στο Πολιτισμού.
Έχουν κατηγορήσει τη γενιά σας ότι διώξατε με τις ταινίες που στηρίζατε το κοινό από τον ελληνικό κινηματογράφο...
Είναι η εύκολη κατηγορία. Το κοινό, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, κλείστηκε στο σπίτι λόγω τηλεόρασης. Καταρχάς, οποιοσδήποτε κάνει ταινίες θέλει να τραβήξει όσο περισσότερο κοινό γίνεται και πολλές καλλιτεχνικές ταινίες συνδυάζουν την εμπορικότητα. Υπάρχει χώρος για όλους. Οι πρωτοποριακές ταινίες επηρέασαν τις τάσεις και του εμπορικού κινηματογράφου. Αν δει κανείς τα εισιτήρια που έκοβαν εδώ οι ταινίες του Αγγελόπουλου, του Παναγιωτόπουλου, του Βαφέα, του Πανουσόπουλου, στο Art Studio και την Αλκυονίδα, δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Σήμερα, με τη συνεχή έλλειψη παιδείας και το μονοπώλιο του Χόλιγουντ, οι ίδιες ταινίες δεν θα έκοβαν ούτε τα μισά.
Πολλές αδυνατούν ακόμα και να βρουν διανομή ή παίζονται σε άδειες αίθουσες.
Το πρόβλημα είναι πολύπλευρο. Στην Ελλάδα φτάσαμε να βγαίνουν σε μια εβδομάδα μέχρι και δώδεκα νέες ταινίες και μέχρι να προλάβει κανείς να δει μια που αξίζει να κατεβαίνει και να μένουν μόνο οι εμπορικές. Νομίζω ότι αυτό που θα γίνει σύντομα θα είναι να υπάρχουν δύο ειδών αίθουσες. Αυτές που θα έχουν μεγάλες ή 3-D οθόνες που θα παίζουν blockbusters και οι αίθουσες τέχνης. Δεν θα υπάρχει το ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο θα το βλέπουμε στα φεστιβάλ.
Μετά από τόσα χρόνια στις αίθουσες αναθεωρήσατε τη γνώμη σας για κάποια είδη ή κάποιους σκηνοθέτες;
Αυτό που συνέβη είναι ότι επιβεβαιώθηκα για κάποιες ταινίες. Νόμιζα ότι μόνο οι ταινίες με μήνυμα, οι «σοβαρές» άξιζαν. Με τον χρόνο διαπίστωσα ότι και οι ταινίες που αγάπησα, τα γουέστερν, τα μιούζικαλ, οι επεισοδιακές ταινίες σε συνέχειες που παιζόντουσαν παλιά, είχαν τη δική τους αξία. Δεν πρέπει να τις απορρίπτεις. Υπάρχει καλός και κακός κινηματογράφος. Τελικά, οι ταινίες που μένουν είναι αυτές που πράγματι αγαπήσαμε.
σχόλια