Σαν σήμερα το 1972, ο 27χρονος Βασίλειος Λυμπέρης θα διαπράξει ένα αποτρόπαιο έγκλημα που θα απασχολήσει την κοινή γνώμη για πολύ καιρό. Λίγους μήνες αργότερα, θα κριθεί από το Κακουργιοδικείο της Αθήνας ένοχος με την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς:
Την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετών
Την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
Την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη, 2 ετών
Τον γιο του Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους
Τα δύο παιδιά και η πεθερά του Λυμπέρη βρήκαν τραγικό θάνατο, αλλά η εν διαστάσει σύζυγός του ήταν ακόμη ζωντανή όταν τη βρήκε ο αδερφός της. Στο νοσοκομείο, λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ομολόγησε τον δράστη του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Γνωρίστηκε με τη σύζυγό του και παντρεύτηκαν σε σύντομο διάστημα. Έζησαν 2 ευτυχισμένα χρόνια, απέκτησαν 2 παιδιά, ωστόσο λίγο αργότερα ξεκίνησαν τα προβλήματα. Η Βασιλική κατηγορούσε τον σύζυγό της για τις οικονομικές του ατασθαλίες και κακή συμπεριφορά, ενώ ο Λυμπέρης κατηγορούσε την Βασιλική ότι άφηνε τη μητέρα της να επεμβαίνει στη ζωή τους. Τελικά, η Βασιλική τον έδιωξε από το σπίτι όπου ζούσαν το τελευταίο διάστημα στα Βριλίσσια και ανήκε στη μητέρα της. Στις 18 Ιανουαρίου του 1972 ορίστηκε η εκδίκαση του διαζυγίου. Ο Βασίλης Λυμπέρης θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει διατροφή για τα δύο παιδιά του κάτι που τον απασχολούσε ιδιαίτερα, αφού μετά βίας τα έβγαζε πέρα. Εξοργισμένος, αποφάσισε να καταστρέψει την πηγή του κακού. Την πεθερά του.
Ήταν 5 Ιανουαρίου του 1972, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Βασίλης Λυμπέρης με τον 17χρονο εργατοτεχνίτη Παύλο Αγγελόπουλο, τον 24χρονο εργάτη και τον Θόδωρο Καπρέτσο πηγαίνουν με το αυτοκίνητο, φορτωμένο με τρία μπιτόνια βενζίνη, στο σπίτι όπου ζούσαν η γυναίκα, τα δύο παιδιά και η πεθερά του Λυμπέρη. Στην κατάθεσή του είπε ότι για να βεβαιωθεί πως η 2,5 ετών Παναγιώτα, ο 1 έτους Γιώργος (τα παιδιά του) και η γυναίκα του δεν ήταν στο σπίτι, τους κάλεσε στο τηλέφωνο. Η πεθερά του, που απάντησε στο τηλεφώνημα, είπε στον Λυμπέρη ότι η κόρη της με τα παιδιά είχαν πάει στο Πέραμα. Κάτι φυσικά που δεν ίσχυε. Νωρίτερα οι συνεργοί είχαν βρεθεί σε μια ταβέρνα, μαζί και με τον 20χρονο Θανάση Σταμάτη, καταστρώνοντας το σχέδιο και πίνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. «Ξέραμε ότι ήταν ένας άνθρωπος μέσα» θα πει αργότερα ο Π. Αγγελόπουλος «αλλά πιστεύαμε ότι δεν θα πάθει τίποτα. Το μυαλό όλων μας δεν λειτουργούσε. Είχε σταματήσει. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε. Επηρεασμένοι από το αλκοόλ δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί».
Το χρονικό της τετραπλής δολοφονίας
Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στο έγκλημα συμμετείχαν ενεργά οι τρεις από τους τέσσερις. Ο Λυμπέρης άνοιξε με τα κλειδιά του και με τον Αγγελόπουλο μπήκαν μέσα κρατώντας τα μπιτόνια της βενζίνης και 2 κουτιά σπίρτα. Ο τρίτος της "παρέας", Θόδωρος Καπρέτσος, φυλούσε τσίλιες. Ο Λυμπέρης έδειξε στο συνεργό του το δωμάτιο της πεθεράς του και ο δεύτερος μπήκε μέσα και αφού περιέλουσε το χώρο με τη βενζίνη άναψε το σπίρτο και το δωμάτιο, στο οποίο κοιμόταν και ο ενός έτους γιος του Λυμπέρη, έγινε παρανάλωμα του πυρός. Ο Λυμπέρης μπήκε στο υπνοδωμάτιο της γυναίκας του η οποία κοιμόταν εκεί με την κόρη τους. Απο το θόρυβο η γυναίκα και το παιδί ξύπνησαν και ο Λυμπέρης, όπως κατέθεσε, "τα έχασε". Έριξε βενζίνη και άναψε φωτιά. Η γυναίκα του αντιστάθηκε. Πήρε το παιδί και προσπάθησε να βγει από το δωμάτιο, αλλά ο Λυμπέρης εκτός εαυτού, άρπαξε μια καρέκλα και τους έσπρωξε πάλι μέσα, όπου η φωτιά είχε τυλίξει το δωμάτιο. Από την προσπάθειά του, έπαθε εγκαύματα στο πρόσωπο (στοιχείο που θα βοηθούσε τις αρχές να διελευκάνουν το έγκλημα), ωστόσο κατάφερε να φύγει με τον συνεργό του πριν να είναι αργά και για τους ίδιους.
Τα δύο παιδιά και η πεθερά του Λυμπέρη βρήκαν τραγικό θάνατο, αλλά η εν διαστάσει σύζυγός του ήταν ακόμη ζωντανή όταν τη βρήκε ο αδερφός της. Στο νοσοκομείο, λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ομολόγησε τον δράστη του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Οι αρχές θα συλλάβουν τον Βασίλη Λυμπέρη και τους συνεργούς του. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, στις 6 Μαΐου 1972, ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο, όπως και ο ένας εκ των συνεργών του, ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος, ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.
Ο Βασίλης Λυμπέρης είχε ζητήσει ο ίδιος να του επιβληθεί η θανατική ποινή για την πράξη του, απολογούμενος στον ανακριτή, λίγες μόλις μέρες μετά τη σύλληψή του. «Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κάτι στη ζωή του. Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά.
«Ξέραμε ότι ήταν ένας άνθρωπος μέσα, αλλά πιστεύαμε ότι δεν θα πάθει τίποτα. Το μυαλό όλων μας δεν λειτουργούσε. Είχε σταματήσει. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε. Επηρεασμένοι από το αλκοόλ δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί»
Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου από 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά). Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του.
«Αγαπημένη μου μητέρα,
σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά. Μητέρα, θα πρέπει να ξέρεις πως βρισκόμαστε στην κοιλιά της Κλαυθμώνος. Κλαυθμυρισμός είναι η πρώτη φωνή την οποία εκβάλλει ο άνθρωπος, όταν αφήνει τα μητρικά σπλάχνα και ως ύπαρξις ιδιαιτέρα καταλαμβάνει θέσιν εις τον κόσμον αυτόν.
Η πείρα της καθημερινής ζωής και η ιστορία της ανθρωπότητος τι άλλο μαρτυρούν παρά το ότι ο
πόνος και η θλίψις είναι ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου επί της γης. Κουράγιο μητέρα και στήριξε την ελπίδα σου στον παρήγορον Ιησούν Χριστόν, όπως την στηρίζω και εγώ. Προσευχήσου όπως προσεύχομαι και εγώ και θυμήσου ότι η Παναγία διήλθε την ψυχικήν ρομφαία, όταν αντίκρισε εις τον Σταυρόν νεκρόν τον Μονογενή Υιόν της. Ευχαριστώ και αναγνωρίζω τον αγώνα που δώσατε όλοι για την δικαίωσίν μου. Μην τρομάζετε με τα λόγια των κριτών μου, γιατί και αυτοί θα κριθούν. Υπεράνω όλων βρίσκεται ο Θεός και Θεού θέλοντος τελείται κάθε απόφαση. Ευχαριστώ και τον υπέροχο κύριο Θεοδώρου (σ.σ.: τον συνήγορό του) που έδωσε πραγματική μάχη για μένα και τον θεωρώ νικητή και όχι ηττημένο.
Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα.
Βασίλειος Λυμπέρης»
Την ίδια μέρα και ώρα επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο άλλος καταδικασθείς για την ίδια υπόθεση, ο Παύλος Αγγελόπουλος. Ωστόσο με το σκεπτικό του νεαρού της ηλικίας (δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος) η εκτέλεση ανεστάλη, ενώ το 1975 μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε το Δεκέμβριο του 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον Νόμο 2172/1993. Η εκτέλεση του Β. Λυμπέρη ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα σε ελληνικό έδαφος. Η άγρια δολοφονία της οικογένειας του από τον ίδιο, μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά στον κινηματογράφο, με τον τίτλο «Οι σατανάδες της νύχτας».
σχόλια