Μεσοαστικής καταγωγής,Οι γονείς του θα του δείξουν τον δρόμο για τη μουσική, όταν ήταν μόλις 5 χρονών και η αρχή θα γίνει με μαθήματα κατ’ οίκον από ονομαστούς δασκάλους της εποχής: ο Henry Ghys στο πιάνο, έκπληκτος παρατηρεί τις πρώτες μουσικές του απόπειρες για μία σονάτα ή παραλλαγές σε μουσικά θέματα ιερών τεράτων, όπως ο Schuman.
Στο ωδείο θα γίνει δεκτός στην τάξη πιάνου του Charles de Beriôt και εκεί θα γνωριστεί – για να συνδεθεί με πολυετή φιλία – με τον πιανίστα και μετέπειτα συνεργάτη του, Ricardo Viñes. Ο Ravel θεωρεί πρότυπο τον Schubert, όμως σε μία εποχή που η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης θεωρείται κομβικής σημασίας προτεραιότητα, ανακαλύπτει τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική και εκδηλώνει σοβαρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον τομέα.
Είναι λεπτολόγος, σχολαστικός, τελειομανής σε σημείο που κάποτε ο Στραβίνσκι με χιούμορ είχε παρατηρήσει ότι ο Ravel «ξεπερνά στη μανία για τελειότητα ακόμη και τους Ελβετούς ωρολογοποιούς». O Ravel δεν αρνείται αυτή του τη μανία. Τουναντίον, την ομολογεί στις σημειώσεις της Αυτοβιογραφίας του, στις οποίες αναφέρει ότι νιώθει την ανάγκη να αναζητά πεισματικά το τέλειο…
Η επιτυχία του «Μπολερό» εκπλήσσει τον Ravel, ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε ότι πρόκειται για ένα κομμάτι που «καλά – καλά δεν έχει μορφή, δεν έχει ανάπτυξη, σχεδόν δεν έχει μετατροπίες», λόγια του ανθρώπου που χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος ενορχηστρωτής της γαλλικής μουσικής.
Και η χιουμοριστική παρατήρηση και η ομολογία του «επαληθεύονται» μέσα από τα μουσικά του βήματα. Τα έργα για πιάνο του Ravel, ναι μεν είναι από τα πιο δημοφιλή του κλασικού ρεπερτορίου, όμως απαιτούν γνώσεις και δεξιοτεχνία απ’ όσους επιχειρούν να τα εκτελέσουν, όπως το “Jeux d'eau”, το “Miroirs”, το “Le tombeau de Couperin” και το “Gaspard de la nuit”.
Βέβαια, παρά τη μανία του για τελειότητα, ο Ravel θα δοξαστεί για το πιο απλό – και το πιο αδιάφορο κατά την άποψη του – μουσικό θέμα στην πλούσια διαδρομή του. Το “Bolero”, κάτι μεταξύ μουσικού παιχνιδιού και χατιρικής δημιουργίας, γράφτηκε το 1928 για τη φίλη του, διάσημη ρωσίδα μπαλαρίνα και θεραπαινίδα των τεχνών, Ida Rubinstein.
Το μουσικό θέμα το εμπνεύστηκε στο θέρετρο Σεν Ζαν ντε Λιζ, ενώ βρισκόταν σε διακοπές. Μαζί του βρισκόταν ο φίλος του Γκιστάβ Σαμαζέιγ, ο οποίος και άκουσε πρώτος τη μελωδία που έπαιξε ο Ραβέλ με το ένα χέρι στο πιάνο, σχεδόν αστειευόμενος με την απλότητα της. Λίγο πριν πάνε για μπάνιο, ο Ravel απευθυνόμενος στον φίλο του είπε μια κουβέντα που θα έμενε στην ιστορία, λόγω της επιτυχίας του «απλοϊκού» κομματιού και των αμέτρητων επανεκτελέσεων του.
«Δεν νομίζεις ότι έχει μια επίμονη ποιότητα; Θα δοκιμάσω να το επαναλάβω μερικές φορές, χωρίς καμία βελτίωση και βαθμιαία θα αυξάνω την ορχήστρα, όσο μπορώ». Αυτό ήταν. Το μόνο που άλλαξε στη συνέχεια, ήταν ο τίτλος του έργου, που αρχικά ο Ravel το είχε ονομάσει «Φαντάγκο» και μετά του έδωσε τον τίτλο, με τον οποίο καθιερώθηκε: «Μπολερό».
Η επιτυχία του «Μπολερό» εκπλήσσει τον Ravel, ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε ότι πρόκειται για ένα κομμάτι που «καλά – καλά δεν έχει μορφή, δεν έχει ανάπτυξη, σχεδόν δεν έχει μετατροπίες», λόγια του ανθρώπου που χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος ενορχηστρωτής της γαλλικής μουσικής.
Λέγεται, ότι στην πρεμιέρα του "Μπολερό" στην Όπερα των Παρισίων τον Νοέμβριο του 1928, εκτός από τις επευφημίες του πλήθους, υπήρξε και μία γυναίκα, η οποία ακούγοντας την κορύφωση του μουσικού θέματος άρχισε να φωνάζει: "Ο τρελός, ο τρελός!". Όταν μετέφεραν στον Ravel την αντίδραση της, εκείνος απάντησε: "Α, αυτή η κυρία. Κατάλαβε τι ήθελα να πω".
Δεν είναι, όμως, ούτε το "Bolero", ούτε τα 111 δύσκολα, αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένα έργα του για πιάνο, κυρίως, αλλά και για βιολί και πνευστά, που καθιστούν τον Ravel ως φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής.
Ο συνθέτης αποτέλεσε και επιστημονικό φαινόμενο, λόγω μίας ιδιότυπης νευρολογικής διαταραχής – συνέπεια ενός ατυχήματος – η οποία τον εμπόδιζε να μιλήσει, να γράψει ή να συντονίσει τις κινήσεις του σώματος του, όχι, όμως και να συνθέσει μουσική… Το επιστημονικό αυτό παράδοξο, ένας γρίφος για τους επιστήμονες που επιχείρησαν να τον λύσουν τόσο με ιατρικές όσο και με ψυχιατρικές προσεγγίσεις, δεν λύθηκε ποτέ.