Ο Basil Poledouris (Βασίλης Πολυδούρης), επίτιμος καλεσμένος στο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Κινηματογράφου της ισπανικής πόλης Ubeda (2006), δίνει συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό Underscores λίγες ώρες πριν διευθύνει τη συμφωνική σουίτα του για την ταινία Κονάν ο Βάρβαρος.
«Την επομένη, κι ενώ πίναμε μαζί ένα ποτήρι στο πάρτι της λήξης του φεστιβάλ, αναφερθήκαμε στην ασθένειά του και την εγχείρηση που είχε κάνει λίγες μέρες νωρίτερα. Καθώς του επεσήμαινα πως θα έπρεπε ίσως να είχε προτιμήσει μία απαραίτητη ανάπαυση αντί να επωμιστεί το ρίσκο ενός ταξιδιού, μου είπε με ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη : "Είχα μια επιλογή. Θα μπορούσα να μείνω σε αυτό το κρεβάτι του νοσοκομείου. Θα μπορούσα να μείνω εκεί και να πεθάνω. Ή θα μπορούσα να σηκωθώ και να ζήσω. Επέλεξα τη ζωή».
Ο Basil δεν ήταν μόνο ένας ταλαντούχος μουσικός, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ζεστός και παθιασμένος. Ήταν, επίσης, με τον τρόπο του, ένας αληθινός ήρωας" (Underscores).
Ο Basil Poledouris πέθανε, νικημένος από τον καρκίνο, τρεις μήνες μετά το φεστιβάλ και το θρίαμβο που του είχαν επιφυλάξει εκεί οι θαυμαστές του.
Ποια ήταν η αφετηρία αυτού του υπέροχου σκορ του Κόναν ο Βάρβαρος;
Νομίζω πως ο Conan έγινε ό, τι είναι μέσα από τη συνεργασία που είχα - και έχω ακόμη- με τον John Milius. Καταρχάς, η μουσική γράφτηκε πριν από 27 χρόνια, και αυτή είναι η πρώτη φορά που πήρα πραγματικά το χρόνο μου για να σταθώ στο σκορ. Αυτή η δυνατότητα της επανεξέτασης, της αναδρομής, είναι σημαντική για να βρούμε τις ρίζες της μουσικής στο ξεκίνημά της.
Ο John και εγώ ήμασταν και οι δύο φοιτητές στο USC (Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας), και γίναμε καλοί φίλοι surfers. Έχω γράψει μουσική για το The Reversal Of Richard Sun, μία φοιτητική ταινία που είχε γυρίσει ο John. Ήταν η πρώτη ωριαία ταινία που βγήκε από το τμήμα κινηματογράφου του USC. Ο John Milius ποτέ δεν ξέχασε μερικά από τα θέματα που είχα αναπτύξει, γιατί του άρεσαν πολύ, και μου είπε: "Αν ποτέ μια μέρα κάνω ταινία, θέλω να τα βάλεις εκεί ". Αλλά ο John δεν μελετούσε πραγματικά τη σκηνοθεσία, την κάμερα, τον ήχο ή το μοντάζ : έγραφε. Κατέγραφε τις ιδέες του πάνω στο χαρτί, ιδέες για κάποιες ιστορίες που μου διηγόταν. Ήμουν στο πιάνο, κι ενώ μου μίλησε, εγώ αυτοσχεδίαζα μελωδίες για να τον συνοδεύω. Πάντα έτσι δούλευα με τον John (...)
Όταν ο John έγραψε τον Κόναν, ήξερα το σενάριο πολύ πριν ο ίδιος επισκεφθεί την Ισπανία για το γύρισμα και είχα ήδη βρει τρία ή τέσσερα βασικά θέματα. Τα έπαιζα στο πιάνο, τα ηχογραφούσα σε μια κασέτα, κι αυτήν την κασέτα την έπαιρνε ο John για να την δώσει στους ηχολήπτες του. Για παράδειγμα, τους έβαλε να παίξουν το Mountain Of Power κατά τη διάρκεια γυρισμάτων γιατί ήθελε να κινείται η πομπή με ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Είχε πάρει την ιδέα από τον Sergio Leone, που συνεργαζόταν με αυτόν τον τρόπο με τον Morricone. Αυτός έγραφε πρώτα τη μουσική και μετά την έπαιρνε ο Λεόνε και μοίραζε τα κομμάτια στο πλατό. Αυτό ήθελε να κάνει και ο John. Στον Conan, υπάρχουν πολλές μουσικές αναφορές στον Sergeï Prokofiev. Η πρόθεση δεν ήταν να αντιγράψουμε ή να μιμηθούμε, αλλά μάλλον να δώσουμε την ίδια οπερατική διάσταση που διέθετε και ο Alexander Nevsky. Προφανώς, δεν υπάρχουν πολλοί διάλογοι στην ταινία, γι' αυτό και ήταν απαραίτητο να αφηγείται η μουσική την ιστορία. Ο Milius προσδοκούσε πάνω απ 'όλα στο να δώσει η μουσική την εντύπωση ενός τελετουργικού βγαλμένου από τη μυθολογία, από ένα μυθικό μέρος, να μας κάνει να νοιώσουμε πως ο Κόναν είναι πραγματικός. Και για πολλούς από εμάς, συνέβησαν τόσα πολλά περίεργα πράγματα κατά τη συγγραφή του σεναρίου και της μουσικής που αντιλαμβανόμαστε μια δύναμη, μια μορφή μαγείας που πιστεύω ότι εξακολουθεί να υφίσταται. Επιφανειακά, είναι μία απλοική ταινία δράσης, αλλά όσο τη σκεφτόμαστε, τόσο περισσότερο επιδρά πάνω στο υποσυνειδητό μας και γι' αυτό γίνεται όλο και πιο δυνατή. Τουλάχιστον, έτσι το αισθανόμαστε" (Underscores).
(...) Το να δουλεύεις με τον John Milius σε έκανε επομένως να απολαμβάνεις μια υπέροχη συνεργασία, και ποτέ απειλητική (...) Μοιραστήκαμε μία δημιουργική διαδικασία που είναι ίδια, είτε πρόκειται για μουσική, ζωγραφική, ή γλυπτική, γιατί πρέπει να απελευθερώνουμε αυτό που υπάρχει μέσα μας. Δεν κάθεσαι μόνο εκεί φτιάχνοντας κάτι, όλα πρέπει να προέρχονται από κάπου. Πρόκειται για μια ιδέα, μια φιλοσοφία που δεν τη βλέπουμε πολύ συχνά σε εφαρμογή. Τώρα, οι άνθρωποι άγονται από άλλα πράγματα, την απληστία, το χρήμα, το σεξ, τα ναρκωτικά...
Δεν υπάρχει πια πάθος;
Υπάρχει πάθος, αλλά νομίζω ότι διοχετεύεται σε λάθος κατεύθυνση. Υπάρχει μια έλλειψη κατανόησης, έλλειψη ιστορικού ενδιαφέροντος για τις ταινίες. Υπάρχουν νέοι συνθέτες για τον κινηματογράφο που δεν γνωρίζουν πιος είναι ο Erich Wolfgang Korngold, ο Max Steiner και ο Georges Delerue ... Καμία αίσθηση του παρελθόντος!" (Underscores).
Ολόκληρη η συναρπαστική συνέντευξη (στα γαλλικά) στο σάιτ του περιοδικού Underscores. Τα τελευταία του λόγια ήταν για τη θάλασσα, τη σχέση της μουσικής με τη θάλασσα, και τη σημασία που είχε πάντα για τον ίδιον.
Το σάουντρακ της ταινίας Κονάν ο Βάρβαρος (1982). Κατά γενική παραδοχή, ένα από τα καλύτερα που γράφτηκαν ποτέ για τον κινηματογράφο.
I Have Not Been To Paradise - Zoe Poledouris.
Από το ιστολόγιο του Igkros (Ο μπαμπάς τρελαινόταν να ακούει Νίνο Ρότα...) αναδημοσιεύουμε ένα ποστ αφιερωμένο στο Βασίλη Πολυδούρη:
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗΣ - ΚΟΝΑΝ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ!
Το θέμα μας σήμερα είναι ένας Ελληνας (2ης γενιας) της διασποράς που το Νοέμβριο του 2006 έφυγε για πάντα χτυπημένος από την επάρατο νόσο. Ο Βασίλης Πολυδούρης, που έφτασε μέχρι το Λος Άντζελες, δημιουργώντας τον δικό του κινηματογραφικό κόσμο μέσα από μουσικές πραγματικά διαμάντια, που ακόμα και τώρα που έφυγε μας κάνουν παρέα και μας θυμίζουν τη σπουδαία συνεισφορά του στον λαμπερό κόσμο του Χόλυγουντ
Την πρώτη φορά που άκουσα τον "Κόναν" και το "Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη" ήμουν γυμνασίοπαιδο ακόμα. Ωστόσο εκείνη η δυναμική μέσα στην ορχήστρα του Πολυδούρη με έκαναν να ενθουσιαστώ και ακόμη περισσότερο χάρηκα όταν διαπίστωσα ότι ο συνθέτης ήταν Ελληνικής καταγωγής και η μουσική του γράφτηκε για ταινίες αμερικάνικες και όχι ελληνικές. Έτσι παρακολουθούσα την εργασία του αν και μας χώριζαν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα που ωστόσο η μαγεία της μουσικής του τα εκμηδένιζε.
ΒΙΟ
Ο Βασίλης Πολυδούρης γεννήθηκε το 1945 στο Κάνσας. Μολονότι υπήρξε Έλληνας δεύτερης γενιάς δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Σε ηλικία 7 ετών ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του παίζοντας πιάνο και μέχρι το κολέγιο πίστευε ότι θα γινόταν ένας καλός συμφωνικός πιανίστας, ωστόσο η γνωριμία και η διδασκαλία του Μίκλος Ρόζα θα τον κάνουν να στραφεί στο σινεμά, έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, από τον οποίο θα γοητευτεί και αφού ακολουθήσει τις σχετικές σπουδές θα δουλέψει σε αυτόν.
CONAN IN A BLUE LAGOON WITH HIS FRIEND ROBOCOP
Η μουσική του Πολυδούρη έρχεται αυτόματα στο μυαλό σαν κάτι μεγάλο και ορχηστρικά ζωηρό σε ρυθμό. Ανάμεσα στα όργανα της τεράστιας ορχήστρας του συχνά ο ακροατής διακρίνει μια μεγάλη γκάμα ποικίλων ρυθμών και ήχων όπως επίσης και χορωδιακές συνθέσεις. Πριν αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με την μουσική του σινεμά σε επίπεδο πρακτικής ασχολήθηκε με την σύνθεση μουσικής για διάφορα τηλεοπτικά σποτ και σειρές. Οι μουσικές αυτές ξεπερνάνε συνολικά τις 100. Τα πρώτα δείγματα αναγνώρισης στο σινεμά έρχονται για την σύνθεση της μουσικής στην ταινία «Γαλάζια Λίμνη».
Η «Γαλάζια Λίμνη» ήταν ένα πρώτο αναγνωριστικό δείγμα γραφής. Η έκρηξη ωστόσο θα γίνει όταν ο Πολυδούρης θα συνοδεύσει μουσικά τις εικόνες ενός θεόρατου ήρωα κόμικς, του Κοναν του βάρβαρου. Σκηνοθέτης της ταινίας ο Τζον Μιλιους με τον οποίο ο ελληνοαμερικάνος συνθέτης αναπτύσσει μια πολύ καλή συνεργασία. Ωστόσο το καλύτερο δείγμα της κινηματογραφικής χημείας μεταξύ τους αποτυπώνεται καλύτερα στον Κόναν, την ταινία που ανέδειξε μεταξύ άλλων και τον Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ. «Σαν ταινία ο Κόναν είχε λίτη και μινιμαλιστική μορφή από διάλογους, άρα ήταν δική μου δουλειά να κάνω τους ήρωες να μιλάνε μέσω της μουσικής», θυμάται ο ίδιος ο Πολυδούρης
Στην μουσική αυτή ο Πολυδούρης περισσότερο από κάθε άλλη φορά εκφράζει την τεράστια γκάμα και το πάθος που έχει για την σύνθεση και την μουσική. Οι ρίζες του αποτυπώνονται ξεκάθαρα στην κλασσική μουσική του Προκόφιεφ και στην μεγαλοπρέπεια του δάσκαλου του Μικλος Ροζα. Μπορεί να μην πρωταγωνίστησε σε καμία λίστα βραβείων αλλά το σκορ και το σαουντρακ του Κοναν αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν και του χάρισαν την μεγαλύτερη αναγνώριση κινηματογραφικά και μουσικά. Κι αυτό γιατί οι μελωδικές ιδέες και οι ορχηστρικοί νεωτερισμοί που εισάγει κινηματογραφικά εδώ ο Πολυδούρης κάνουν την εργασία του να ξεχωρίζει στο αυτί του καλού ακροατή.
Η δεύτερη συνεργασία που χαρακτίριζει την κινηματογραφική πορεία του Βασίλη Πολυδούρη είναι με τον Ολλανδό Πωλ Βερχοφεν. Και μάλιστα όχι στις φετιχιστικές ερωτικές περιπέτειες όπως το Βασικό Ενστικτο και τα Dreamgirls αλλά στις hi-tech απόπειρες του σκηνοθέτη. Η πιο χαρακτιριστική ταινία αυτού του είδους νομίζω πως ακόμη και σήμερα παραμένει ο βιονικός αστυνομικός Ρομποκοπ. Η εντυπωσιακή μεταλλική παρουσία του επιβάλλεται στον θεατή όχι μόνο δια μέσω της εικόνας αλλά περισσότερο μέσω της ατμοσφαιρικής μουσικής του Βασίλη Πολυδούρη.
Σε δεύτερη φάση ο φανατικός των σαουντρακ ίσως να διαλέξει και ακόμη ένα σκορ από το δίδυμο Βερχοφεν – Πολυδούρη. Το 1998 συνεργάζονται στην περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας Σταρσιπ Τρουπερς. Εδώ αξίζει να πούμε κάτι. Οι ταινίες αυτές του Βερχοφεν έχουν σίγουρα ένα κάποιο ενδιαφέρον (ειδικότερα αν είσαι φίλος της κινηματογραφικής δράσης και τω εντυπωσιακών τεχνικών εφε ήχου και εικόνας). Όμως η μουσική του Βασίλη Πολυδούρη είναι εκείνη που πραγματικά ξεχωρίζει και διατηρεί τον ενθουσιασμό του θεατή στα ύψη.
Ίσως κάποιοι στη φάση αυτή να σκεφτείτε αν όντως αξίζει προσοχής αυτός ο Έλληνας της διασποράς. Δεν έχει φτάσει μέχρι τα Όσκαρ, τα σκορ του δεν ντύνουν κάποια ταινία ορόσημο για την πορεία του κινηματογράφου και η δουλειά του χαρακτηρίζεται περιγραφική και ατμοσφαιρική για την έντονη δράση και την βία στα πλάνα του σκηνοθέτη. Κι όμως χάρη στην εκφραστικότητα και την λεπτομέρεια που δουλεύει μέσα στις μουσικές μελωδίες του αποτελεί μια από τις πλέον αξιοσέβαστες περιπτώσεις συνθέτη για το Χολυγουντ. Οι φανατικοί συλλέκτες των σαουντρακ ξέρουν ότι μπορεί να μην υπάρχει κανενας γκραντε σκηνοθέτης στην φιλμογραφία του (όπως συνέβη με τον Μορικονε, τον Γκολντσμιθ ή τον Γουιλιαμς, συνθέτες λίγο πολύ της ίδιας γενιάς) αλλά τα κινηματογραφικά σκορ του Πολυδούρη είναι θησαυρός.
Και επιπλέον μέσα από την πορεία του καταφέρνει να αποδείξει ότι ελίσσεται μουσικά δοκιμάζοντας με επιτυχία τον εαυτό του και σε ταινίες εποχής. το 1998, την ίδια που λαμβάνει θετικές κριτικές για το σαουντρακ του Σταρσιπ Τρουπερς εκείνος δοκιμάζεται γράφοντας το σκορ σε μια κινηματογραφική διασκευή των Αθλίων του Βικτορος Ουγκό από τον Μπιλε Ογκαστ. Και όχι μόνο. Εκφράζει με απόλυτα εκφραστικό τρόπο την ατμόσφαιρα σε ταινίες όπως "Free Willy", οικολογικό δράμα, "Κιμπερλι", ερωτική κωμωδία, "Σιριαλ μαμ", κωμωδία - θριλερ, "Το κυνήγι του κόκκινου Οκτώβρη" ψυχροπολεμική περιπέτεια.
«Γράφω με στυλό, χαρτί και το πιάνο από παιδί. Είναι ο μόνος τρόπος να νιώσω την σύνδεση μου με τον κόσμο της μουσικής. Όσο κι αν προσπάθησα να γράψω σε με τη βοήθεια υπολογιστή ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή για μένα. Ακόμα θεωρώ πως είναι ευκολότερο και γρηγορότερο αλλά αδύνατο να το καταφέρω. Κι αυτό γιατί έχω την ανάγκη να αγγίζω το υλικό πάνω στο οποίο εργάζομαι».
Ταδε έφη Βασίλης Πολυδούρης μουσικός που παρ’ οτι δεν έλαβε την ύψιστη ίσως τιμή για έναν άνθρωπο που πέρασε τη ζωή του μέσα στα μεγάλα στούντιο του Χολυγουντ, υπήρξε μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες κινηματογραφικές φιγούρες της δεκαετίας του ’80 και του ’90.
Μαθητής μιας εμβληματικής προσωπικότητας στην μουσική του Χολυγουντ την εποχή της μεγάλης δόξας και των επικών παραγωγών, του Μικλος Ροζα.
Η ελληνική καταγωγή του παρότι δεν επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την μουσική του παιδεία και έκφραση ωστόσο υπήρχε υποσυνείδητα μέσα του. Στην τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της 100ετιριδας στην Ατλάντα θα φανερώσει με τον πλέον έντονο τρόπο την Ελλάδα στον ήχο του.
Η σπουδαιότερη διάκριση του ήταν τα τηλεοπτικά Οσκαρ, τα ΕΜΜΥ.
Το Νοέμβριο του 2006 (πριν από 5 μήνες δηλαδή) ο Βασίλης Πολυδούρης έφυγε για τα άστρα. Χτυπημένος από τον καρκίνο σε ηλικία 61 ετών.
Κλασσικά εδώ λέμε ότι το σώμα έφυγε αλλά το πνεύμα παραμένει στη γη. Οι φίλοι του σίγουρα θα θυμούνται την παρουσία αυτού του εξαιρετικού συνθέτη που μας έδωσε τόσες υπέροχες μουσικές. Ένας από τους κριτικούς κινηματογράφου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έγραψε εκείνες τις μέρες σε ένα σημείωμα αντί επικήδειου. «Λάτρευα πάντα τον Μπερναρ Χερμαν, ήμουν θαυμαστής του Μορικονε και του Γκολντσμιθ. Όμως εκείνο που ένιωσα ακούγοντας την μουσική του βασίλη Πολυδούρη στον Κοναν όσα χρόνια κι αν περάσουν θα παραμείνει ανεξίτηλο στην μνήμη μου. Στο σύνολο της δουλειάς του υπάρχουν πράγματα που ακόμη δεν έχω προσέξει και τα ανακαλύπτω και θα τα ανακαλύπτω. Και όσο υπάρχει ζωή στα σαουντρακ θα συνεχίσω να τα ανακαλύπτω»...(Θεσσαλονίκη, 30-07-2007).
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.8.2013
σχόλια