ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ μουσικοί φεύγουν συνεχώς από τη ζωή, αφήνοντάς μας πίσω τα καταπληκτικά άλμπουμ τους και μαζί ιστορίες και αναμνήσεις από τις παρουσίες τους στη χώρα μας. Και κάπως έτσι, στις 22 Ιουλίου, τα δυσάρεστα νέα θα αφορούσαν αυτή τη φορά τον Βρετανό John Mayall, έναν από τους πιο μεγάλους και διαχρονικούς στυλοβάτες του blues, που θα πέθαινε στα 90 χρόνια του.
Ο Mayall υπήρξε ένα κεφάλαιο από μόνος του για το blues και δη το ηλεκτρικό, από το μέσο των σίξτις και μετά, αφού ηχογράφησε δεκάδες δίσκους, δίνοντας εκατοντάδες live και παραμένοντας ενεργός για περισσότερο από 60 χρόνια. Πολλοί τον αποκαλούν «νονό», «παππού», «πατέρα» κ.λπ. του british blues, αν και αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν έχουν και πολύ νόημα.
Ο Mayall ήταν ένας πολύ καλός συνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής και ταυτοχρόνως πολυοργανίστας (έπαιζε σχεδόν όλα τα όργανα ενός «γεμάτου» γκρουπ της εποχής), έχοντας κι ένα ακόμη ιδιαίτερο ταλέντο – να εμφανίζει πάντοτε πολύ γερά συγκροτήματα.
Σίγουρα ο Mayall δεν ήταν εκείνος που ξεκίνησε να κάνει γνωστό το blues στην Βρετανία, όταν υπήρχαν εκεί, από τα χρόνια του ’50 ήδη, ο Alexis Korner με τον Cyril Davies. Ήταν όμως εκείνος, που μαζί με τον Eric Clapton (μαζί και μόνοι δηλαδή) θα το πήγαιναν πιο μακριά απ’ όλους, γνωρίζοντας μεγάλες επιτυχίες, μέσα στις δεκαετίες, και φέρνοντάς το μέχρι τα πιο πρόσφατα χρόνια.
Μεγαλώσαμε, μουσικά, ακούγοντας και διαβάζοντας συχνά τον όρο white blues. Πήγαινε και στους λευκούς Αμερικάνους (Mike Bloomfield, Paul Butterfield, Nick Gravenites) αυτός ο χαρακτηρισμός, που ξεκίνησαν να τραγουδούν blues την ίδια εποχή, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, αλλά κυρίως αφορούσε τους Βρετανούς, που θα αγαπούσαν το blues περισσότερο και από τους Αμερικάνους, και που θα διαμόρφωναν στο δεύτερο πλέον μισό των 60s, το λεγόμενο blues-rock, εντάσσοντάς το και αυτό, επί ίσοις όροις, μέσα στο ψυχεδελικό περιβάλλον της περιόδου.
Ο Mayall ήταν ένας πολύ καλός συνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής και ταυτοχρόνως πολυοργανίστας (έπαιζε σχεδόν όλα τα όργανα ενός «γεμάτου» γκρουπ της εποχής), έχοντας κι ένα ακόμη ιδιαίτερο ταλέντο – να εμφανίζει πάντοτε πολύ γερά συγκροτήματα. Διάλεγε, εννοώ, ό,τι καλύτερο υπήρχε στην πιάτσα από πλευράς μουσικών, και φυσικά όλοι τον εμπιστεύονταν ή και τον πίεζαν ακόμη, για να εμφανισθούν μαζί του.
Δεν είναι τυχαίο, εννοώ, πως από τα κατά καιρούς σχήματά του, τους Bluesbreakers κ.λπ., θα περνούσαν οι άσσοι κιθαρίστες Eric Clapton, Peter Green, Mick Taylor, Harvey Mandel, Freddy Robinson, Walter Trout, Coco Montoya και Buddy Whittington, οι μπασίστες John McVie, Jack Bruce, Tony Reeves και Larry Taylor, οι ντράμερ Hughie Flint, Aynsley Dunbar, Mick Fleetwood, Jon Hiseman, Keef Hartley και Paul Lagos, ενώ δεκάδες άλλοι μουσικοί θα μοιράζονταν στούντιο και πάλκα μαζί του, σαν τους Paul Butterfield, Gary Moore, Billy Gibbons, Otis Rush, Don “Sugarcane” Harris, Dick Heckstall-Smith, Alan Skidmore, Johnny Almond, Blue Mitchell, Steve Cropper, Chris Rea, Steve Miller, Billy Preston, Tommy Eyre, Jeff Healey, Jonny Lang, John Lee Hooker κ.ά. Ο Mayall τιμήθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι μουσικοί της γενιάς του και αυτό το αποδεικνύουν οι αναρίθμητες συνεργασίες του. Όλοι ήθελαν να παίξουν μαζί του.
Κλασικοί δίσκοι του Mayall, και σχεδόν άπαντες απαραίτητοι για κάθε blues-rock δισκοθήκη (όπως λέγαμε παλιά), θεωρούνται όλοι της δεκαετίας 1965-1975 (εδώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί ο παραγωγός Mike Vernon και οι μηχανικοί ήχου Gus Dudgeon και Derek Varnals), ενώ δεν υπάρχει δίσκος του, από τους καμιά 70αριά που θα προλάβαινε να ηχογραφήσει έως εσχάτως, που να είναι μέτριος ή αδιάφορος.
Ακόμη και στα ανερμάτιστα 80s ο Mayall θα έδινε, ανάμεσα σε άλλα, κι εκείνο το live στην πόλη Szeged, της Ουγγαρίας, που ως “Behind the Iron Curtain” (1985) θα κυκλοφορούσε και στην Ελλάδα από την Music-box, σε μια εποχή όπου το να παίζεις και να ηχογραφείς live στο... σιδηρούν παραπέτασμα, δεν ήταν κάτι αυτονόητο.
Χοντρικά, δίσκοι σαν τους “John Mayall Plays John Mayall” (1965), “Blues Breakers with Eric Clapton” (1966), “A Hard Road” (1967), “Crusade” (1967), “The Blues Alone” (1967), “Bare Wires” (1968), “Blues from Laurel Canyon” (1968), “The Turning Point” (1969), “Back to The Roots” (1971) και “Thru the Years” (1971) θεωρούνται και είναι αριστουργήματα του blues (του ηλεκτρικού βασικά) και προσωπικά τους βαθμολογώ με «άριστα», χωρίς να μπαίνω τώρα σε επιμέρους λεπτομέρειες.
All Your Love · John Mayall & The Bluesbreakers
Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι πως ο Mayall άργησε να γίνει αγαπητός στην Ελλάδα – κάτι που θα συνέβαινε, πρακτικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στην αρχή εκείνης του ’80. Αυτό είναι πολύ παράξενο, για ένα μουσικό της δικής του παραγωγής και κλάσης, αλλά όχι ανεξήγητο αν σκεφθούμε το πώς συμπεριφερόταν η εγχώρια ροκ... βιοτεχνία τω καιρώ εκείνω.
Κατ’ αρχάς να πω πως στο δεύτερο μισό των σίξτις ο Mayall ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα, αφού κανένας δίσκος του δεν είχε κυκλοφορήσει, εδώ, σε ελληνική κοπή. Παρά ταύτα το όνομά του αναφέρεται στο τεύχος #100 των «Μοντέρνων Ρυθμών» [28 Φεβ. 1968], όταν ο συντάκτης Χρήστος Θερμός γράφει για τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από το Λονδίνο της εποχής, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει τον John Mayall και το κλαμπ Klooks Kleek (τόπος ηχογράφησης του φοβερού πρώτου άλμπουμ του βρετανού μουσικού) κ.λπ. Τι να το κάνεις, όμως, όταν οι δίσκοι του Mayall δεν κυκλοφορούσαν, στη χώρα μας, σε ελληνικές εκτυπώσεις; Παρά ταύτα το κείμενο του Θερμού έχει αξία, καθώς διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα:
«Αυτήν τη στιγμή σε όλο το Λονδίνο το όνομα του Τζων Μάγιαλ κυριαρχεί και οι εμφανίσεις του προκαλούν υστερία στους θαμώνες των κλαμπς όπου εμφανίζεται. Για να σας δώσω να καταλάβετε περίμενα κάπου μια ώρα στην ουρά –η οποία είχε μήκος 100 μέτρα–, για να μπορέσω να μπω στο Klooks Kleek και ν’ ακούσω τον Μάγιαλ. Όπως όμως και σε όλα τα άλλα κλαμπς το πρόγραμμα τελείωσε στις 11 το βράδυ. Ίσως σας φανεί παράξενο, αλλά στο Λονδίνο η νυχτερινή ζωή αρχίζει στις επτά και μισή και τελειώνει στις έντεκα, ανεξάρτητα αν είναι Σάββατο ή καθημερινή».
Crawling Up A Hill (Live At Klooks Kleek, London / 1964) · John Mayall & The Bluesbreakers
Να σημειώσω για τους νεότερους, πως, στην Ελλάδα, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ένας καλλιτέχνης θα μπορούσε να γίνει γνωστός και αγαπητός μέσω των δίσκων του, που «έκοβε» το εργοστάσιο της Columbia και αργότερα, μετά το μέσο του ’70, και της Fabelsound. Δεν μπορούσε ένας καλλιτέχνης, εννοώ, να γίνει αγαπητός και δημοφιλής από τους δίσκους «εισαγωγής» ή αν κάποιοι μεμονωμένοι μουσικόφιλοι εύρισκαν, τυχαία, δίσκους του στο Μοναστηράκι.
Μπορεί οι μουσικοί που άκουγαν και έπαιζαν blues εκείνη την εποχή, στη χώρα μας, όπως ο Δημήτρης Πουλικάκος με τον Εξαδάκτυλο ας πούμε, να ήξεραν τον John Mayall, όπως ήξεραν και τον Keef Hartley ή τον Paul Butterfield και ορισμένους ακόμη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως, την ίδια ώρα, τους ήξερε και ο κόσμος. Άμα τα άλμπουμ δεν κυκλοφορούσαν στα δισκάδικα, στις ελληνικές εκτυπώσεις τους, με τα περιοδικά να γράφουν στη συνέχεια τις σχετικές κριτικές και τα αφιερώματα, και με τα ραδιόφωνα (κρατικά και πειρατικά) να μεταδίδουν τα τραγούδια απ’ αυτούς ακριβώς τους δίσκους, τότε δεν υπήρχε περίπτωση να σε μάθει κανείς. Πολλές φορές, μάλιστα, δεν σε μάθαιναν ακόμη και όταν έβγαινε κάποιος δίσκος σου κι έφτανε στα καταστήματα.
Έτσι λοιπόν και ενώ κανένα από τα μεγάλα άλμπουμ του John Mayall στα σίξτις δεν θα έβγαινε ποτέ στην Ελλάδα, στον καιρό του, σκάει ξαφνικά το 1970 το δέκατο τέταρτό του, αν μέτρησα σωστά, που είχε τίτλο “USA Union”. Ποιος το πήρε χαμπάρι τότε; Κανείς. Πότε θα έβγαινε ένα επόμενο LP του Mayall στη χώρα μας; Μετά από 5-6 χρόνια. Και αυτό θα ήταν το “Notice to Appear”, που επίσης θα περνούσε απαρατήρητο, για χίλιους-δυο λόγους. Μεταπολίτευση, περιορισμένο ροκ ενδιαφέρον κ.λπ.
Πάντως ο ελληνικός κινηματογράφος, στο μέτρο του δυνατού, θα έκανε τότε το καθήκον του καθώς αφίσα του John Mayall φαίνεται στο δωμάτιο των κοριτσιών, στις «Μεταμορφώσεις» (1973) του Γιάννη Κοκκόλη, ενώ και στην ταινία «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο» (1979) του Νίκου Ζερβού (με σενάριο Ζερβού και Κώστα Φέρρη) ακούμε τραγούδι του. Πάντως το blues στην Ελλάδα δεν διαδόθηκε σωστά – αυτή είναι η ουσία. Και τούτο είχε διάφορες συνέπειες, που σχετίζονταν με τη γνωριμία του ροκ κοινού στα sixties-early seventies και με το blues, μαύρο και λευκό, και με το blues-rock, και με το ροκ αυτό καθ’ αυτό.
Έτσι, όταν το πανκ και αργότερα το new-wave θα κυριαρχούσαν στη Βρετανία στο δεύτερο μισό των σέβεντις, η Ελλάδα θα μάθαινε σιγά-σιγά και τον John Mayall, καθώς από το 1978 και μέχρι το 1981, θα κυκλοφορούσαν στη χώρα μας όλοι οι τεράστιοι δίσκοι του, της πιο μεστής εποχής του, διαμορφώνοντας ουσιαστικό ένα κοινό νέων ροκάδων ακροατών, με δέκα τουλάχιστον χρόνια καθυστέρηση. Έτσι είχαν τα πράγματα...
Βασικά η ροκ αγορά ανακαλύπτει τον Μayall, όταν ο δίσκος βινυλίου, το LP, γίνεται τρανό εμπορικό προϊόν. Ο κόσμος, το 1978, βρίσκεται σε καλύτερη οικονομικά θέση σε σχέση με δέκα χρόνια νωρίτερα κι έτσι μπορεί να αγοράζει, με κάποια σχετική άνεση ή έστω με γραμμάτια, τα ακόμη ακριβά στερεοφωνικά συγκροτήματα (πικάπ, ενισχυτής, ηχεία). Όταν, όμως, αγοράζεις στερεοφωνικό, θα αρχίσεις να αγοράζεις και δίσκους – παλιούς, καινούριους, ό,τι να ’ναι... Το μυρίζονται αυτό οι εταιρείες και αρχίζουν να βγάζουν, με τις οκάδες, όλα όσα δεν είχαν βγάλει δέκα και δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα. Η οικονομική καχεξία της χώρας στα σίξτις, έως και το τέλος του ’70, δεν βοήθησε ούτε στη διάδοση της μουσικής. Αυτή είναι η αλήθεια, με όσο πιο απλά λόγια μπορεί να ειπωθεί.
Η Music-box είναι εκείνη η ελληνική εταιρεία, που θα κάνει γνωστό τοις πάσι τον John Mayall τη συγκεκριμένη εποχή, καθώς από το 1978 έως το 1981 θα βγάλει και θα διανείμει σε όλη την Ελλάδα τα άλμπουμ του “Blues Breakers with Eric Clapton” (1966), “The World of John Mayall Vol.2” (1970), “Bare Wires” (1968), “Blues from Laurel Canyon” (1968), “Crusade” (1967), “The Turning Point” (1969), “Thru the Years” (1971), “Looking Back” (1969), “The World of John Mayall” (1970), “A Hard Road” (1967) και “The Diary of a Band Volume Two” (1968). Ίσως και κάποια ακόμη...
Αντιλαμβάνεστε τι γινόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να άκουγες ροκ εκείνη τα χρόνια και να μην είχες στη δισκοθήκη σου τους περισσότερους απ’ αυτούς τους δίσκους, αυτά τα αληθινά αριστουργήματα του blues-rock – δέκα και δεκαπέντε ετών παλιότερα όμως. Δεν πειράζει... Δεν τρέχει τίποτα... Τη μουσική πρέπει να την χαιρόμαστε, χωρίς παρωπίδες, είτε αισθητικές, είτε χρονολογικές και άλλα τέτοια τετριμμένα, που το μόνο που κατορθώνουν είναι να μας βάζουν σε «κουτάκια», σαν ακροατές. Καλό είναι φυσικά, να νοιώθουμε κάτι στον καιρό του, τότε που σπαρταράει, αλλά όποτε και ν’ ακούσεις την καλή μουσική δεν θα παύσει ποτέ να σε δονεί, να σε «γεμίζει» και να σε επηρεάζει.
Walking On Sunset · John Mayall & The Bluesbreakers
Λογικό λοιπόν ήταν μετά απ’ αυτήν την έκρηξη, όταν τα άλμπουμ του Mayall πλημμύριζαν τα δισκάδικα, να τον έβλεπε ο κόσμος «ζωντανά» και στην Ελλάδα. Θα συνέβαινε κι αυτό, το διήμερο 16 και 17 Ιουνίου του 1983, στον πλημμυρισμένο Λυκαβηττό. Με τι σύνθεση είχαν έρθει τότε οι Bluesbreakers; Πέρα από τον John Mayall σε τραγούδι, όργανο, κιθάρα κ.λπ., μαζί του ήταν ο πολύς Mick Taylor στην κιθάρα, ο Steve Thompson στο μπάσο και ο Collin Allen στα ντραμς.
Θα ξαναρχόταν ο Mayall στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1991, τον Ιούνιο, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού αυτή τη φορά, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μαζί με τον Buddy Guy και τον Albert Collins, σε μια συνεργατική συναυλία, που είχαν στήσει o Γιάννης Αγγελάτος, ο Νίκος Σαχπασίδης και ο Νίκος Λώρης. Όπως θα μου έλεγε και ο Γ. Αγγελάτος: «Πήγε καλά, αν και περιμέναμε περισσότερο κόσμο». Με τι σύνθεση είχε παίξει, τότε, στην Ελλάδα ο Mayall; Κατά πάσα πιθανότητα με τους Coco Montoya κιθάρα, Rick Cortes μπάσο και Joe Yuele ντραμς.
Το καλοκαίρι του ’98 ο John Mayall θα ερχόταν για μια τρίτη φορά στη χώρα μας, παίζοντας πρώτα στην Πάτρα, στο Διεθνές Φεστιβάλ, την 1η Ιουλίου, για να ακολουθήσει η Θεσσαλονίκη (Μύλος) στις 2 και 3 Ιουλίου και τέλος η Αθήνα (Λυκαβηττός), στις 5 Ιουλίου, με σαπόρτ τους Έλληνες Blues Cargo και με line-up τους Buddy Whittington κιθάρα, John Paulus μπάσο και Joe Yuele ντραμς. Ήταν ωραίες συναυλίες, που συνόψιζαν μια 35χρονη, τότε, πορεία του βρετανού μουσικού στο blues-rock, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τα τελευταία 25 χρόνια, χοντρικά από τα late 90s έως και εσχάτως, η ζωή του John Mayall θα κυλούσε μέσα στα live και τις συνεχείς τιμές από νεότερους και παλαιότερους συνοδοιπόρους του, με τον ίδιο να δίνει νέες ηχογραφήσεις ανά διαστήματα και με τα αρχεία των εταιρειών, επωφελούμενα και από την έκρηξη του CD, να φέρνουν στο φως άγνωστες στιγμές του (ζωντανές κυρίως) απ’ όλο το παρελθόν του.
Αυτό το τέταρτο του αιώνα ο Mayall θα έμπαινε στα στούντιο αρκετές φορές, βγαίνοντας με περισσότερα από δέκα καινούρια άλμπουμ, και με το τελευταίο εξ αυτών να έχει τίτλο “The Sun is Shining Down” (2022). Ήταν το κύκνειο άσμα μιας μεγάλης μουσικής προσωπικότητας, που θα κατάφερνε να ζήσει παραπάνω από τη μισή ηχογραφημένη διαδρομή τού 100χρονου blues, αφήνοντας πίσω του συγκλονιστικά κομμάτια και βλέποντάς τα να απλώνονται παντού – σε όλους τους τόπους, σε όλες τις φυλές, σε όλες τις καρδιές. Μένει κάτι άλλο;
Peter Green ~ ''Curly'' ( Electric Blues 1967)