Ο Γιώργος Ιωάννου με τον Γιώργο Ευσταθίου στην ΕΡΤ. Φωτ. ERT.
Σε ηλικία 4 ετών, το 1931, και ενός έτους το 1927. Βλ. Anemourion.
Αριστ., ο πατέρας του, Ιωάννης Σορολόπης, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Δεξ., οι γονείς του, Αθανασία Καραγιάννη και Ιωάννης Σορολόπης. Βλ. Anemourion.
Ο Γιώργος Ιωάννου με την οικογενειά του το 1963 στη βεράντα του σπιτιού τους στην Αγίου Δημητρίου (αρχείο Θ. Γ. Σαρηγιάννης). Βλ. Anemourion.
Αριστ., δεκανέας πυροβολικού (1951). Βλ. Anemourion.
Στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης. Βλ. estamou.
Βλ. Anemourion.
Βλ. Anemourion.
Ο Γιώργος Ιωάννου στα Κάστρα Θεσσαλονίκης το 1975. Βλ. Anemourion.
Ο Γιώργος Ιωάννου στο ΚΑΤ το φθινόπωρο του 1980 μετά από τραυματισμό του από Ι.Χ. Βλ. Anemourion.
Βλ. Anemourion.
Ο Γιώργος Ιωάννου στον Κεραμεικό. Βλ. Anemourion.
Συνέντευξη με τον Βασίλη Αγγελικόπουλο το 1978 για την Καθημερινή. Βλ. Anemourion. (Βλ. πιο κάτω την αναδημοσίευση της συνέντευξης).
Το γραφείο του Γιώργου Ιωάννου κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του. Βλ. Anemourion.
Αίγυπτος ; Λιβύη ; Βλ. Anemourion.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στην κηδεία του Γιώργου Ιωάννου. Θεσσαλονίκη, 18-2-1985. Βλ. Anemourion.
Βλ. translatum και kassandra-halkidiki.
Αριστ., παιδί από τον Καύκασο σε καταυλισμό προσφύγων του Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη. Βλ. 'Εθνος. Δεξ., βλ. voreasmagazin.
Γιώργος Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι.
Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: "Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό". Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.
Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα. Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε μούρα απ' την ντουτιά, όπως άλλωστε δίναμε σ' όλη τη γειτονιά και σ' όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές, απ' αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν ένα δέντρο παλιό και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ' όλο το Ισλαχανέ κι ακόμα πιο πέρα.
Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.
Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ' τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει.
Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ' τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. "Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι", μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: "Θα σου τα έβαζα σ' ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά". Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.
Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: "η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.
Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να 'ρχότανε δε θα 'βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ' τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος.Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ' το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γρια να σιγολέει:«Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».
(Από τη συλλογή διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά (1974) του Γ. Ιωάννου. Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο αρισμαρί).
Μια βραδιά καρναβαλιού
από τον ποιητή Γιάννη Κοντό
Στον Γιάννη Τσαρούχη
Οι απόκριες άρεσαν πολύ στον Γιώργο Ιωάννου. Και από την άποψη του ξέφρενου γλεντιού (που πάντα φανταζότανε) και από την άποψη της λαογραφίας, που μελετούσε και ερευνούσε. Eτσι λοιπόν μια χειμωνιάτικη βραδιά του Φλεβάρη (η διήγησή μου θα έχει τη μορφή παραμυθιού, γιατί πέρασαν χρόνια και γιατί μερικά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια είναι παραμυθένια), ήρθαν οι αποκριές. Η Αθήνα πάντα ωραία το χειμώνα, με αεράκι παγωμένο να κόβει μύτες και αφτιά.
Μια νύχτα κρυστάλλινη με ψιλόβροχο, σ' ένα σπίτι στο Κολωνάκι έγινε σύναξη μεταμφιεσμένων. Μόνο που σε αυτές τις θεατρικές παραλλαγές, σκηνοθέτης και ενδυματολόγος ήτανε ο Γιάννης Τσαρούχης. Eδινε εντολές, οδηγίες και περιγραφές. Eτσι λοιπόν ο Γιώργος Μανιώτης έγινε για ένα βράδυ ο Μπαλζάκ, με ένα πολύ μυτερό κοτιγιόν, που ομοιοκαταληκτούσε με το βάρος του! Η Σαπφώ Νοταρά, κυρία με τις καμέλιες, με λευκά, με τούλια, με καπελάκι εποχής και τα απαραίτητα τσιγάρα Sante στο χέρι, να φουμάρει συνέχεια και σε τακτά διαστήματα να εκδηλώνει έναν επίμονο τσιγαρόβηχα. Ο Ιωάννου να μου λέει στο αφτί: «Τι τσιγάρα, Θεέ μου, τι τσιγάρα!». Η δε βραχνή και χαρακτηριστική φωνή της να δίνει και να παίρνει. Ο Αλέξης Σαβάκης, ναύτης νοσταλγικός. Η πάντα ωραία Αλίκη Γεωργούλη νοσοκόμα, με έναν πλαστικό πισινό, που όλο σήκωνε τη λευκή στολή για να φαίνεται και να προκαλεί ένα κύμα γέλιου όταν τον φανέρωνε με νάζι και σκέρτσο. Ο Γιώργος Ιωάννου από την προηγουμένη μάζευε ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, περούκα, κραγιόν, πούδρες, χτενάκια, σκουλαρίκια και μολύβια για ψεύτικες ελιές. Του είχε πει, ο ζωγράφος: «Εσύ θα ντυθείς Πολίτισσα και θα τους φάμε όλους», με εκείνη τη φωνή τη χαμηλή και τόσο μουσική που όλοι αγαπούσαμε και περιμέναμε να μας απευθύνει το λόγο.
Ο Γιώργος μού τηλεφωνούσε συνέχεια λέγοντας: «Δεν μπαίνουν οι κάλτσες, τα παπούτσια με χτυπάνε, κάνω δοκιμές με το κραγιόν και δεν τα καταφέρνω, δύο ή τρεις ελιές να κάνω;». Υπήρχε μια αγωνία και μια αθωότητα, σε όλη αυτή την προετοιμασία. Απ' ό,τι μου εξομολογήθηκε αργότερα, παιδευότανε δύο με τρεις μέρες να τα φέρει βόλτα, να σκηνοθετήσει πάνω του τα ρούχα. Ξέχασα να σας πω ότι ο Τσαρούχης μεταμορφώθηκε σε μια μαγική Μήδεια, έτοιμη για όλα με το μαχαίρι στο χέρι και φωνή σαν να βγαίνει από υποβολείο.
Μου διηγείτο ο Γιώργος ότι κατευθυνόμενος στο σπίτι της συνάντησης αντάμωσε στο δρόμο μεταμφιεσμένο και τον ζωγράφο Γιάννη Μιγάδη. Μου έλεγε δε: «Τι κέφι, βρε παιδί μου, αυτός ο Μιγάδης! Μάλιστα χορέψαμε λίγο και στο δρόμο». Τέλος, ο Βασίλης Στεριάδης κι εγώ, ντυθήκαμε Τομ Σόγιερ σε σημείο να πει ο Τσαρούχης αδιάφορα: «Τι κοινοτοπία, τι επανάληψη, η επιλογή σας».
Eγινε το πάρτι, γλεντήσαμε, χορέψαμε, τα είπαμε. Στον χορό, φυσικά, πρωτοστατούσε ο Ιωάννου και η φωνή της Σαπφούς τα σκέπαζε όλα με μια αχλή και ένα τράνταγμα! Τελείωσαν όλα, φύγαμε λίγο ζαλισμένοι. Με τα πόδια φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου, ο γράφων και ο Γιώργος (Ιωάννου). Σταθήκαμε και μιλούσαμε και οι χαλκάδες στα αφτιά του Γιώργου φώτιζαν τη χειμωνιάτικη νύχτα. Περνάει ένα μηχανάκι και οι εποχούμενοι μας φώναξαν κάτι κοροϊδευτικό, ο Γιώργος μου λέει: «Μη δίνεις σημασία, είναι πράκτορες του...» (και ανέφερε ένα όνομα συγγραφέα που δεν τα είχαμε καλά τότε).
Oπως εξομολογητικά, στο όρθιο, τα λέγαμε, του μίλησα για έναν σφοδρό έρωτά μου και μάλιστα δάκρυσα. Τότε έσκυψε και με φίλησε, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι, καλό μου, τα έχει η ζωή αυτά». Χωρίσαμε με φιλιά σταυρωτά και την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα. Εκείνος κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια κι εγώ πήρα ταξί για το Κουκάκι που έμενα τότε. Eφτασα σπίτι και κοιτώντας στον καθρέφτη της τουαλέτας το πρόσωπό μου, είδα τα αποτυπώματα με το κραγιόν του Γιώργου. Για μια στιγμή φάντασα σαν κλόουν και με πήραν πάλι τα κλάματα. Yστερα έκλεισα το φως και κοιμήθηκα.
Υ.Γ.
Ποτέ δεν πήγα σε αυτό το πάρτι μεταμφιεσμένων, ξέρω τα καθέκαστα από διηγήσεις του Γιώργου (Ιωάννου) και του Γιώργου (Μανιώτη).
Δεκέμβρης 2004. (Από την Καθημερινή).
Via Anemourion.
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟ 1978 ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
του ΒΑΣΙΛΗ ΑΓΓΕΛΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Είχα χαρεί κι είχα στενοχωρηθεί μαζί όταν εκδόθηκαν πριν από μερικά χρόνια συγκεντρωμένες σε ένα τόμο συντεντεύξεις του Γιώργου Ιωάννου («Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», Συνεντεύξεις (1974-1985), πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης, Κέδρος 1996). Συγκεντρώνονταν επιτέλους οι συνεντεύξεις του, αλλά λυπήθηκα γιατί χάθηκε η ευκαιρία να δημοσιευθεί ολόκληρη, χωρίς περικοπές, μια σημαντική συνέντευξη που μου είχε δώσει για την «Καθημερινή» το 1978. Οι εκδότες είχαν συμπεριλάβει στο βιβλίο τη συνέντευξη αυτή, αλλά δεν γνώριζαν ότι υπήρχε αδημοσίευτο στο συρτάρι μου ένα μεγάλο μέρος της, το οποίο προθυμότατα θα παραχωρούσα ώστε να δημοσιευθεί ολοκληρωμένη, αν έμπαιναν στον κόπο να με ενημερώσουν για την έκδοση (ούτε και μετά το έκαναν, άλλωστε).
Η συνέντευξη αυτή έχει τη μικρή της ιστορία (πολύ σημαντική για μένα, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία όχι απλώς να γνωρίσω από κοντά έναν πολύ αγαπημένο μου συγγραφέα, αλλά και να αποκτήσω ένα μεγάλο φίλο, καθώς είχα την τύχη από τότε κι έως το θάνατό του να με περιβάλλει ο Ιωάννου με την αγάπη του). Ήμουν τότε νέος στην «Καθημερινή», όπου η Ελένη Βλάχου και ο Δημήτρης Παπαναγιώτου, ο διευθυντής μας, μου είχαν εμπιστευθεί το Ρεπορτάζ Θεμάτων Παιδείας -εν βρασμώ και ευαίσθητο όσο ποτέ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης και της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Θέλησα όμως, μόλις ξεψάρωσα, να απλώσω τα πόδια μου και σε άλλα θέματα, πράγμα που δεν εμπόδισε η μεγαθυμία του διευθυντή μας, του Μίμη.
Έτσι το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. H συνάντηση κράτησε ώρες. Έφυγα πετώντας στα σύννεφα. Πέρασα τις Γιορτές εκείνες δουλεύοντας τη συνέντευξη. Τερατώδης απομαγνητοφώνηση, αλλεπάλληλες επεξεργασίες του κειμένου, γραψίματα με το χέρι τεράστιου αριθμού χειρογράφων. Τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου παρέδωσα το κείμενο στον διευθυντή, που, παρά τις τόσες του έγνοιες, ασχολήθηκε ο ίδιος μ' αυτό. Το άπλωσε, δόξη και τιμή, σε μια ολόκληρη σελίδα του κυριακάτικου φύλου της 22ας Ιανουαρίου 1979 - σελίδα τότε που χωρούσε ίσως και το διπλάσιο κείμενο απ' ό,τι σήμερα.
Συνέντευξη-θάλασσα. Μεστός κι ουσιώδης ο Ιωάννου, εντυπωσιακά προβεβλημένη η συνέντευξη, διαβάστηκε, συζητήθηκε, σχολιάστηκε, ικανοποιημένος κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά εγώ απαρηγόρητος! Γιατί ο Μίμης είχε περικόψει μπόλικα κομμάτια της - «δεν χωρούσαν», μου είπε, «αλλά, ορισμένα, για να προφυλάξω και τον Ιωάννου, και σένα». Να μ' έσφαζες αίμα δεν θά 'βγαζα.
Σήμερα τον ευγνωμονώ. Αν μη τι άλλο, που είχε κόψει ένα φλύαρο, απίστευτα σχοινοτενή πρόλογο, νεανικά «εξομολογητικό». Δεν ενδιέφερε κανέναν. Βλέπω όμως ότι ακόμη και σήμερα, μετά 26 ολόκληρα χρόνια, και 20 από το θάνατο του συγγραφέα, έχουν ενδιαφέρον και είναι καλό να δημοσιευθούν και να υπάρχουν κάπου τα κομμάτια της συνέντευξης που κόπηκαν τότε. Τα δημοσιεύουμε λοιπόν εδώ για πρώτη φορά, ελπίζοντας ότι κάπου, κάποτε, θα δοθεί η ευκαιρία σ' αυτήν τη συνέντευξη να δημοσιευθεί ολόκληρη ως αρχικά είχε. Υπάρχει άλλωστε «ζωντανή», και με τη φωνή του, σε κασέτες.
Ο επίλογος (κομμένος επίσης):
Ετοιμάζομαι να τον αποχαιρετήσω. Τον έχω κουράσει. Πέρασαν κάπου πέντε ώρες από τότε που ήρθα. Ξημερώνει ήδη η άλλη μέρα, Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 1978. Μεθαύριο θα φύγει για Θεσσαλονίκη, να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του.
Θα μείνετε και την Πρωτοχρονιά επάνω;
- Oχι, θα έχω επιστρέψει στην Αθήνα. Θα πάω σ' ένα φίλο μου όπου έκανα και πέρυσι Πρωτοχρονιά. Δεν κατάφερε να μας πεθάνει τότε με τα θαλασσινά που κάσες ολόκληρες μας φίλεψε, αλλά ελπίζω φέτος σε καμιά δραστικότερη ιδέα.
Καληνυχτίζω γελώντας, κατεβαίνει μαζί μου τα σκαλιά, να με ξεπροβοδίσει:
- Πάντως φέτος αυτή η συνέντευξη με ανησυχεί περισσότερο κι απ' τα θαλασσινά. Σίγουρα θα περάσω καμιά μαύρη Πρωτοχρονιά!
- Ολη μου η ψυχοσύνθεση και όλος ο τόνος που έχω στη ζωή και στο γράψιμο, μου δείχνει ότι μου ταιριάζει πολύ να ζω στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν κάποτε δεν πάω να κατοικήσω εκεί γύρω. Μ' αυτήν την υπέροχη πλατεία και όλα εκείνα τα πέριξ, τα πραγματικώς ακόμη λαϊκά. Υπάρχουν εκεί μερικά παλιά σπίτια που διασώζουν μιαν ατμόσφαιρα, αλλά και οι πολυκατοικίες, έτσι φτηνές που έχουν χτιστεί και χωρίς αρχιτεκτονικά στολίδια, διαμορφώνουν μια περιοχή που αρκετά μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη. Και είναι κι όλες αυτές οι αφετηρίες των λεωφορείων προς τις γύρω κωμοπόλεις και συνοικισμούς που συντελούν ώστε να περνά από κει ένα πλήθος ανθρώπων που έχει επάνω του τον τόνο και την έκφραση που έχω συνηθίσει να εκτιμώ. Κι ακόμη -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- σαν υπόβαθρο της περιοχής είναι το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που κρατά μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν ερωτική. Δεν είναι βέβαια κανένα ενδιαίτημα ερώτων, όπως τα παλιά εβραϊκά μνήματα της Θεσσαλονίκης, εντούτοις δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται αυτός ο συνδυασμός, αν η πραγματικότητα το επέτρεπε. Κι αυτό είναι πολύ παρηγορητικό σμίξιμο όταν συμβαίνει. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί οι χώροι που συγκεντρώνουν και διαποτίζονται από τις δύο κορυφαίες στιγμές της ύπαρξης του ανθρώπου, τον έρωτα και το θάνατο...
Λέγοντας τα τελευταία λόγια έχει κατεβάσει τα βαριά βλέφαρά του, όπως συχνά κάνει, συγκεντρώνοντας λες τη σκέψη του. Μένει λίγο έτσι, αλλά κάτι θυμάται που τον κάνει να ανοίξει τα μάτια και να ανασηκωθεί, χειρονομώντας ζωηρά:
- Παρ' όλη βέβαια τη φοβερή αυτή εκκλησία που έχει χτιστεί πάνω στον Κεραμεικό και που, αν υπήρχε καλαισθητική τόλμη, θα έπρεπε, αφού ζητήσουμε συγγνώμη από το Θεό, να τη μεταφέρουμε ευσχήμως...
Για χάρη του έργου σας θυσιάζετε ένα σεβαστό μέρος της άλλης σας ζωής...
- Πολύ σεβαστό, τι! Αναστέλλω συνεχώς τη ζωή μου.
Κι αυτήν την απώλεια πώς την αναπληρώνετε; Τι σας παρηγορεί, αν σας παρηγορεί κάτι.
Το βράδυ της συνέντευξης, 19 Δεκεμβρίου 1978, στο διαμέρισμα του Γιώργου Ιωάννου, πάντα στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. Τότε όμως έμενε ακόμα στο μικρότερο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Αργότερα κατέβηκε στο πιο ευρύχωρο διαμέρισμα του ισογείου, όπου και έμεινε ώς τον θάνατό του. Στη φωτογραφία ο συγγραφέας και ο συντάκτης της «Καθημερινής» Βασίλης Αγγελικόπουλος ποζάρουν στον φακό του «μυθικού» φωτορεπόρτερ της εφημερίδας Βασίλη Καραμανώλη.
- Οπωσδήποτε δεν μπορεί να σε παρηγορήσει η προοπτική, ακόμα και η πεποίθηση της εξασφαλίσεως της υστεροφημίας. Εμένα δεν με απασχολεί αυτό. Το θέλω, αλλά δεν είναι αυτό που με κλείνει στο εργαστήριό μου τόσο τυραννικά.
Είναι μήπως η σκέψη ότι από αυτά που έχετε να πείτε θα ωφεληθεί ο κόσμος γύρω σας, ο λαός...
- Δεν κατέχομαι εγώ από τις έννοιες «λαός» ή «κόσμος», τις αόριστες. Μπορεί να με γοητέψει η ιδέα μιας παρέας εκλεκτών φίλων που θα διαβάσει αυτό που κάνω. Αλλά και αυτή η κρυφή χαρά παρουσιάζεται προς το τέλος, όταν βλέπω να γίνεται κάτι αυτό που γράφω. Δεν είναι αυτό η κινητήρια δύναμη. Κινητήρια δύναμη είναι η ανάγκη μου για εσωτερική τακτοποίηση. Να τα βάλω σε μια σειρά. Να τα πω. Και μάλιστα να τα πω χωρίς τις λέξεις εκείνες που κάνουν διάφορους, από τους οποίους κάπως εξαρτάται η ζωή μας, να εκμανούν. (Παύση). Χαίρομαι όταν τα λέγω αλλιώς. Και τελικά αυτό που προκύπτει -αυτό το λεξιλόγιο, και η φρασεολογία, και η μετάβαση, και οι συνειρμοί- μου αρέσει πολύ περισσότερο από το να είχα τη δυνατότητα να μιλώ απευθείας.
Αξίζει όμως για το όποιο έργο μας να φτάνουμε στο σημείο να απαρνιόμαστε την άλλη ζωή μας;
- Οπωσδήποτε δεν μπορούν να ματαιωθούν ή να ανασταλούν για χάρη της αφοσιώσεως στο έργο σου όλα όσα φέρνει η ζωή μπροστά σου. Η μεγάλη πειθαρχία στην οποία έχω υποβάλει τον εαυτό μου έχει κι αυτή τα όριά της. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τις πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις, που κάποτε υπερισχύουν κάθε άλλης αφοσίωσης.
Ολόκληρη η απάντησή του για το ζήτημα του έρωτα έχει ως εξής:
Είναι μερικοί από τους ανθρώπους που εκτιμούν το έργο σας, οι οποίοι ενοχλούνται κάπως όταν αναφέρεστε σε πράγματα που κατά τη γνώμη τους «δεν πρέπει να λέγονται»...
- Δεν καταλαβαίνω. Τι; Τι πράγματα, ποια;
Γύρω από το ερωτικό θέμα. Εχουν ενοχληθεί επειδή μιλάτε για κάτι που θεωρείται...
- Ταμπού!
Ναι.
- Νομίζω ότι κι αυτούς που λέτε το ερωτικό θέμα τους απασχολεί πάρα πολύ ή τους απασχόλησε, αν είναι γέροι, αλλά απλώς θα τους απασχόλησε ίσως κατ' άλλο τρόπο. Και επίσης δεν είχαν -ευτυχώς ίσως γι' αυτούς- τη μανία να εννοούν να τακτοποιήσουν τον εαυτό τους εγγράφως. Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί που δεν τους έχει απασχολήσει το ερωτικό θέμα -το ερωτικό, όχι το σεξουαλικό- και δεν τους έχει καθορίσει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο.
Τι υπήρξε για σας ο έρωτας, τι σας πρόσφερε, τι σας αφαίρεσε;
- Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει τελεσίδικα σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους.
Η φωνή του ακούγεται γαλήνια, μόνο κάπως κουρασμένη.
- Δεν φοβούμαι εγώ τους ανθρώπους. Καθόλου. Παρ' όλο που έχω πάθει πολλά. Και όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στους μεγάλους δρόμους ή σε συνάξεις, δεν νιώθω «συντριβή», όπως ακούω πολλούς να λένε. Αντίθετα νιώθω πάρα πολύ μεγάλη χαρά από τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονται γύρω μου. Ισως αυτό να είναι και ο κυριότερος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τις μεγαλουπόλεις, και φυσικά τις δύο μεγαλουπόλεις που έχει η χώρα μας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με πανικοβάλλει. Ενώ η μοναξιά μέσα στη μεγαλούπολη είναι το ιδανικό μου. Να είμαι κοντά, αλλά όχι μαζί, για να μπορώ να δουλέψω. Εάν δεν είχα αυτήν την ανάγκη της συγγραφικής δημιουργίας, ασφαλώς θα ζούσα, μετά τη δουλειά μου τη βιοποριστική, στα καφενεία, στους μεγάλους δρόμους, στα μεγάλα πάρκα, στα σινεμά. Για να βλέπω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Με παρηγορούν υποσυνείδητα. Oχι μόνο με τον έρωτα που μπορούν να μου παράσχουν, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του θανάτου τους, της φθοράς τους.
Το ερωτικό δέσιμο με έναν άνθρωπο, που άλλοι το έχουν ξεγράψει ως αδύνατο, άλλοι το ζουν, ή νομίζουν ότι το ζουν, και άλλοι το περιμένουν, εσείς πώς το αντιμετωπίζετε;
- Η ερωτική μου ανάγκη είναι απόλυτα δεμένη με την ανάγκη της αφοσίωσης σε ένα πρόσωπο. Oχι της αφοσίωσης... της λατρείας, της εξουθένωσης μπροστά σ' ένα πρόσωπο. Αλλά αυτό πρακτικά είναι αδύνατο. Είναι αδύνατο... Και όχι μονάχα γιατί δεν βρίσκει ανταπόδοση, αλλά γιατί δεν βρίσκει καν αντικείμενο. Με την έννοια της αποδοχής αυτών των αισθημάτων, και όχι της μεταπτώσεώς τους σε διαφορετική πρακτική.
Και πώς αναπληρώνεται το κενό που αφήνει αυτή η έλλειψη;
- Αναπληρώνεται από την έντονη φιλικότητα που διαπιστώνω αργότερα στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, αφού γλίτωσαν από τις διαθέσεις μου για συντριβή μπροστά τους, και τακτοποίησαν τη ζωή τους όπως ήθελαν, μετά βλέπω ότι δεν ήταν τόσο αδιάφορα όσο είχαν δείξει.
Μια άλλη επίκριση εναντίον σας είναι ότι δεν παίρνετε «πιο ανοιχτά» θέση για διάφορα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα.
- Νομίζω ότι όλες οι πλευρές του βίου μου και των πραγμάτων που με τυραννούν πνευματικά βρίσκονται μέσα στο έργο μου. Απλούστατα, δεν γράφω μονοκόμματα πράγματα. Και είναι κι αυτοί που λένε αυτά τα πράγματα μειωμένης παρατηρητικότητας κι αντιλήψεως και δεν μπορούν να δουν τα διάφορα επίπεδα και στοιχεία από τα οποία σύγκειται η δουλειά μου. Είναι όλη μου η ζωή και όλες μου οι ανάγκες -δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις γελοίες αυτές εκφράσεις «κοσμοθεωρία» κ.λ.π.- μέσα στη δουλειά μου. Εγώ δεν έχω καταφέρει να αποκτήσω κομματική ένταξη. Ανήκω βέβαια στο γενικότερο αυτό χώρο που θα μπορούσε να ονομαστεί «της Αριστεράς», αλλά όμως κομματική ένταξη δεν μπορώ να αποκτήσω, γιατί δεν μου κάνει κανένα απ' αυτά.
(Αναδημοσίευση από Anemourion. Η συνέντευξη αναρτήθηκε από τον Γιώργο Αργυρίου).
Νίκος Μαμαγκάκης, Κέντρο Διερχομένων (1982).
σχόλια