«Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας ίσκιος»
[Στίχος από το ποίημα «Της Εφέσου», «Δυτικά της Λύπης» (Εκδόσεις Ίκαρος)]
Για το ψευδώνυμο «Ελύτης», του Νομπελίστα έλληνα ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, του γιατί να προτίμησε να μείνει στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων με αυτό, παρά με το πατρικό του.
Ο ίδιος, όμως, είχε φροντίσει να διαλύσει τη σύγχυση: «Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης, που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια – και ήταν όλοι τους άνθρωποι, που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος. Θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου, παράξενου και ριψοκίνδυνου... Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ‘τανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο, για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω ύστερα με ένα όνομα συνυφασμένο με ό,τι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή, το... πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». (Ψηφιοθήκη Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
Αυτό το πάθος για το παράξενο και το ριψοκίνδυνο, στη γλώσσα, στη σύνδεση νοημάτων, στην καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων σαν να ήταν ένα, τιμάται τον Δεκέμβριο του 1979 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο ποιητής του Αιγαίου το παραλαμβάνει από τα χέρια του βασιλιά Κάρολου Γουστάβου. Και αυτή η αποστροφή για την ύλη, τον άκρατο ωφελιμισμό θα τον οδηγήσει το επόμενο ακριβώς έτος στο να καταθέσει το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Το ίδιο πάθος είναι που του υπαγορεύει να αρνηθεί τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης – του πατρικού εργοστασίου σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας στη Λέσβο, μια καριέρα δικηγόρου, μία ζωή σύμβασης και πιστοποιημένων εγκύκλιων σπουδών, σύγχρονων τίτλων τιμής.
Το ίδιο πάθος είναι που του υπαγορεύει να αρνηθεί και μία βολική θέση στα μετόπισθεν και να προτιμήσει εκείνη της ζώνης πυρός του Αλβανικού Μετώπου.
Το 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί το «Άξιον Εστί» και ο Ελύτης, ως ποιητική αξία, επανακαθορίζει γράμματα και τέχνες, ταυτόχρονα.
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της επταετούς Χούντας δεν παίρνει ξεκάθαρα θέση εναντίον των Συνταγματαρχών θα «κυνηγά» τον Ελύτη για καιρό, θα αναμοχλεύεται από καιρούς εις καιρόν, θα χρησιμοποιείται κάθε φορά που η συζήτηση οδηγείται στη στάση του. Λέγεται, ωστόσο, ότι ο ποιητής είχε τοποθετηθεί μέσα από τους πιο δυνατούς συμβολισμούς που χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην ποίηση. «Ήλιος ο Ηλιάτορας», «Τα ρω του Έρωτα», «Το φωτόδεντρο», όλα τους αλληγορικά και με ρίμες.
Ο Ελύτης, που πεθαίνει σαν σήμερα στις 18 Μαρτίου του 1996 στο διαμέρισμα του στη Σκουφά, παρά τις έριδες και τις πίκρες που κάποτε ενέπνευσε σε ομότεχνους του, υπήρξε ένας από τους τελευταίους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, ένας από τους τελευταίους που κατάφερε να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό.
«Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας κι από την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλη που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος», είχε δηλώσει επ’ αυτού, αν και από το κίνημα του υπερρεαλισμού, ο ίδιος είχε διαφοροποιηθεί.
Το επίθετο «εθνικός», ως ποιητής, του αποδόθηκε από τους Δ.Ν.Μαρωνίτη και Γ. Π. Σαββίδη που μεταξύ άλλων είχαν μελετήσει σε βάθος τη γλώσσα, τα εκφραστικά μέσα και τη θεματική, συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Άγγελου Σικελιανού, του Κωστή Παλαμά, του Διονύσιου Σολωμού.
Στο σήμερα, με την Ευρώπη μουδιασμένη και απελπιστικά ανέτοιμη μπροστά στο κύμα προσφύγων που ζητά τη βοήθεια της, χωρίς να μπορεί να τη λάβει, είναι εντυπωσιακή η στάση του ποιητή απέναντι στη Δύση.
"Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της, αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα, καθώς δεν υπάρχει κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο". Αυτά - και όσα ακόμη διατυπώνει για τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο - από τον Ελύτη που είχε γεννηθεί το 1911.
Εργογραφία
Ποιήματα
«Προσανατολισμοί» (1940)
«Ηλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» (1943)
«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1946)
«Το Άξιον Εστί» (1959)
«Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό» (1960)
«Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971)
«Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» (1971)
«Ο Ήλιος ο ηλιάτορας» (1971)
«Το Μονόγραμμα» (1972)
«Τα Ρω του Έρωτα» (1973)
«Ο Φυλλομάντης» (1973)
«Τα Ετεροθαλή» (1974)
«Σηματολόγιον» (1977)
«Μαρία Νεφέλη» (1978)
«Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας» (1982)
«Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984)
«Ο Μικρός Ναυτίλος» (1988)
«Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» (1991)
«Η ποδηλάτισσα» (1991)
«Δυτικά της λύπης» (1995)
«Εκ του πλησίον» (1998)
Πεζά - δοκίμια
«Η Αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» (1942)
«Ο ζωγράφος Θεόφιλος» (1973)
«Ανοιχτά χαρτιά» (1974)
«Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (1976)
«Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1978)
«Ιδιωτική Οδός» (1989)
«Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά» (1990)
«Εν λευκώ» (1992)
«Ο κήπος με τις αυταπάτες» (1995)
Μεταφράσεις
«Δεύτερη γραφή» (1976)
«Σαπφώ» (1984)
«Η αποκάλυψη» (1985)