ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ στις πρώτες μου «τραγουδιστικές» αναμνήσεις εκείνο το σουξέ του Γιώργου Κοινούση που λεγόταν «Αμερική» και έμοιαζε τόσο παράταιρο και «χουντικό» στο δέος που εξέφραζε ο ερμηνευτής (δικοί του στίχοι και μουσική) για τον μυθικό τόπο που είχε προσφάτως τότε επισκεφτεί: «Η ζωή παράξενη δίχως φραγμούς και όρια / κι ό,τι βλέπεις γύρω σου λες και είναι όνειρα / μες στους δρόμους περπατούν άσπροι μαύροι κίτρινοι / χίπηδες και κύριοι, ατσίδες και ηλίθιοι». Το πιο φοβερό όμως ήταν, όπως ανακάλυψα εκ των υστέρων, ότι στους στίχους του τραγουδιού, ιδιοφυώς σχεδόν, η Αμερική εμφανίζεται συγχρόνως ως μαγική και τραγική: «Αμερική, Αμερική, καλά μου λέγαν μερικοί, πως είσαι χώρα, χώρα τραγική / μαγική».
Τι άλλο να πούμε γι' αυτήν τη χώρα που, παρά τα μύρια στραβά της (και τα μύρια βδελυρά εξωμήτρια που έχει σπείρει ανά τον πλανήτη), εξακολουθεί (δικαίως) να αποτελεί ένα τεράστιο πολιτισμικό υπόδειγμα που καθοδηγεί τις αντιλήψεις αλλά και τις συμπεριφορές μας μέσα από τα κείμενα, τις τέχνες, τις μουσικές, τις ταινίες, τις σειρές και τόσα άλλα πράγματα που προέρχονται από κει και δίνουν χαρά, συγκίνηση και νόημα στην επιμόρφωση και στην ψυχαγωγία μας, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου!
Κατάθλιψη σε πιάνει αυτές τις μέρες (ή μάλλον αυτές τις μέρες πιο πολύ από άλλες), διαπιστώνοντας πόσο βαθιά ριζωμένος και ενδημικός παραμένει ο ρατσισμός στη χώρα (για να μην ξεκινήσουμε με την κοινωνική ανισότητα), παρ' όλες τις παραστάσεις μυθοπλασίας που τόσα χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο. Όχι ότι δεν ισχύει και αλλού φυσικά – στη δική μας χώρα, φέρ' ειπείν, απλώς μέχρι σχετικά πρόσφατα δεν έβγαζε μάτι, επειδή ήμασταν κυρίως εμείς κι εμείς, στη μίρλα μας και στην εσωστρέφειά μας, και δεν υπήρχε τρόπος να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά, όπως τα τελευταία χρόνια.
O Τραμπ, με τα ρατσιστικά ένσημα πολλών δεκαετιών στον ώμο του, εξελέγη με την ψήφο δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών, οι οποίοι είτε υιοθέτησαν τη μισαλλοδοξία του είτε ήταν πρόθυμοι να την ανεχτούν. Αυτή η εκλογική βάση δεν έχει συσταλεί και παραμένει ακέραιη.
Ένα από τα πιο καίρια άρθρα των ημερών για την τρέχουσα απελπιστική κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες γράφτηκε ως επείγον editorial από τον διευθυντή του «New Yorker», Ντέιβιντ Ρέμνικ, και έχει τίτλο «An Αmerican Uprising» («Μια αμερικανική εξέγερση»). Μεταξύ άλλων, σημειώνονται και τα εξής:
«Τώρα, λοιπόν, έχουμε έναν Πρόεδρο ο οποίος εμφανίζεται ευτυχής, καθώς εξαπολύει φορτισμένες, ρατσιστικές απειλές, γράφοντας στο Twitter: "Όταν αρχίσει το πλιάτσικο, αρχίζουν και οι πυροβολισμοί". Και παρότι δεν μπορεί η απάντηση σε κάθε πολιτικό ερώτημα να είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, το γεγονός είναι ότι ο ηγέτης της χώρας είναι ένας δημαγωγός με αυταρχικά ένστικτα και συνειδητά διχαστική ρητορική. Εξίσου εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι ο Τραμπ, με τα ρατσιστικά ένσημα πολλών δεκαετιών στον ώμο του, εξελέγη με την ψήφο δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών, οι οποίοι είτε υιοθέτησαν τη μισαλλοδοξία του είτε ήταν πρόθυμοι να την ανεχτούν. Αυτή η εκλογική βάση δεν έχει συσταλεί και παραμένει ακέραιη. Καθόλου βέβαιη δεν είναι η ήττα του Τραμπ τον Νοέμβριο...»
«Εκτός από οργή, επικρατεί και ένα είδος πνευματικής κόπωσης. "Μια μάτια στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα είναι αρκετή για να δακρύσουν οι προφήτες και οι άγγελοι" έγραφε ο Τζέιμς Μπόλντουιν το 1978 και το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για τούτη εδώ τη στιγμή...».
Προς το τέλος του κειμένου του, ο Ρέμνικ επικαλείται τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (σχεδόν αναπόφευκτη η επίκληση του λόγου του αυτές τις μέρες), ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1967, λιγότερο από επτά μήνες πριν από τη δολοφονία του, είχε εκφωνήσει ομιλία στην Ουάσινγκτον, κατά την οποία απευθυνόταν σε μια κοινωνία «δηλητηριασμένη μέχρι τα βάθη της ψυχής της» από τον ρατσισμό:
«Οι εξεγερμένοι, έλεγε ο Κινγκ, "δεν έχουν στόχο την κατάληψη εδαφών ή τον έλεγχο των θεσμών. Κυρίως τους απασχολεί να σοκάρουν τη λευκή κοινότητα". Ακόμα και το πλιάτσικο, επέμενε, αποτελεί πράξη κάθαρσης, έναν τρόπο για να "σοκαριστεί" η λευκή κοινότητα μέσω της "προσβολής των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας". Ακολούθως μνημόνευσε μια ρήση του Βικτόρ Ουγκό, για να εμβαθύνει τη θέση του: "Αν μια ψυχή αφεθεί στο σκοτάδι, θα συμβούν αμαρτήματα. Ο ένοχος όμως δεν είναι αυτός που διαπράττει το αμάρτημα αλλά αυτός που προκαλεί το σκοτάδι"».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια