O ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΣ ΤΖΟΡΤΖ ΦΛΟΙΝΤ έγινε σύμβολο των επίμονων πληγών της αμερικανικής ζωής. H συγκεκριμένη δολοφονική πράξη δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από μια σειρά άλλων φανερών και συγκαλυμμένων εγκλημάτων με αδιάψευστη ρατσιστική χροιά. Μπορεί ο ρατσισμός αυτός να μην είναι μόνο φυλετικός, αλλά συχνά φυλετικός/ταξικός, δεν παύει όμως να είναι ένα παραμορφωτικό είδωλο της αμερικανικής ζωής. Υπάρχουν διαθλάσεις του ρατσισμού σε όλες τις κοινωνίες, και στη δική μας –με πολύ διαφορετικές μορφές και υποκείμενα‒, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες ακουμπάει σε βαθιά ιστορικά τραύματα και φυλετικά πάθη.
Γι' αυτό μοιάζει αδέξια η προσπάθεια να μεταφερθεί αυτό που συμβαίνει εκεί στα δικά μας πολιτικά παιχνίδια ή σε μια γενικόλογη άποψη για τις κοινωνικές αδικίες στον κόσμο. Υπάρχει ένα υποτροπιάζον αμερικανικό δεινό. Δεν είναι προφανώς μόνον ο Τραμπ το κακό αλλά και δομικά ζητήματα που εκτείνονται στο μεγάλο φόντο της Ιστορίας και σε άπειρα επιμέρους υποκεφάλαια. Τώρα, όμως, αναδύεται αμετάθετο ένα θέμα ηγεσίας και πολιτικής διεύθυνσης του αμερικανικού κράτους.
Με άλλα λόγια, παρότι επεισόδια ρατσιστικής βίας και μια κουλτούρα των αστυνομικών καταχρήσεων συνοδεύουν πλείστες προεδρικές θητείες (και του Μπαράκ Ομπάμα), δεν μπορεί να αγνοεί κανείς την ποιοτική διαφορά: πολλοί από τους υπέρμαχους της λευκής υπεροχής και τους ανθρώπους που συμπαραστέκονται στον δολοφόνο του Φλόιντ αισθάνονται πως έχουν κάποιον «δικό» τους ή έναν κοντινό τους στην καρδιά της εξουσίας. Ο Τραμπ σκηνοθετεί την persona του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ακροδεξιά κατασκευάζει την αφήγησή της: σαν μια υπό διωγμό και αντικομφορμιστική ταυτότητα, μια ταυτότητα που την απειλούν τα βαθιά κατεστημένα γιατί φοβούνται την «τραχιά» και απλή αλήθεια της.
Από διάφορες στιγμές της Ιστορίας ξέρουμε ότι το «κόμμα των ταραχών» ενισχύει τον πειρασμό πολλών πολιτών για ένα πιο πρωτόγονο και κάθετο «κόμμα της τάξης». Η αμερικανική κοινωνία έχει μια κουλτούρα ένοπλων σωμάτων και φυσικής βιαιότητας. Αυτός ο ένοπλος λαός είναι συντριπτικά πιο κοντά στον αστυνομικό που ποδοπάτησε τον Φλόιντ παρά στο θύμα.
Έχουμε έτσι συμμαχία ενός συγκεκριμένου προσώπου με συλλογικές δυνάμεις και μαζικές επιθυμίες: ο Τραμπ συνομιλεί με παραστάσεις και συναισθήματα ενός σημαντικού μέρους της αμερικανικής κοινωνίας, ενώ από τη δημοκρατική πλευρά οι ταυτίσεις ήταν, μέχρι πρόσφατα, πιο κατακερματισμένες και αδύναμες.
Και τώρα; Θα θεωρηθεί, επιτέλους, επικίνδυνος φορέας εθνικού διχασμού; Θα τσαλακωθεί ως αλλοπρόσαλλα αδύναμος και αναποτελεσματικά κραυγαλέος; Ο τρόπος που ωθεί τα πράγματα με απίστευτη ελαφρότητα προς την αυταρχική εκτροπή μαρτυρά ένα μείγμα πείσματος, φόβου και χυδαιότητας. Παρ' όλα αυτά, ο «τραμπισμός» απευθύνεται σε αρκετά διαδεδομένες ερμηνείες για τα γεγονότα, για την Αμερική και για τους εχθρούς της.
Το προηγούμενο διάστημα είχε προλάβει να στεγάσει πολλούς που αγανάκτησαν με τα lockdowns, ανεμίζοντας τα λάβαρα του αγώνα εναντίον των «δικτατόρων» ενός υγειονομικού «κομμουνισμού». Τώρα θα προσπαθήσει να συσπειρώσει εκείνους που βλέπουν τις ταραχές μετά τη δολοφονία ως ένα είδος φιλελεύθερης (liberal) και antifa συνωμοσίας. Η φωτογραφία με τη Βίβλο και η ρητορική για την προστασία των φιλήσυχων φτωχών πολιτών εντάσσονται στο ίδιο ιδεολογικό πλάνο.
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ πυροδότησε μια μαζική αντίδραση εναντίον μιας ολόκληρης κουλτούρας ατιμώρητης βίας, ρατσισμού και αδικοπραγίας. Όμως η ανεξέλεγκτη δυναμική σώμα με σώμα αντιπαραθέσεων που συνοδεύονται από λεηλασίες καταστημάτων και ένοπλα επεισόδια με νεκρούς δείχνει ότι η σωστή ηθικά αφετηρία μπορεί να μην αρκεί.
Το ζητούμενο είναι να απαλλαγεί μια χώρα από την ατμόσφαιρα παρακμής και πολιτικής καταστροφής που έχει οξυνθεί κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης προεδρικής θητείας. Ένας ηγέτης που σπεύδει στο καταφύγιο του Λευκού Οίκου, αφού πρώτα έχει απειλήσει το πλήθος με άγρια σκυλιά σαν ιδιοκτήτης φυτειών στην παλιά Βιρτζίνια, μοιάζει να παίζει σε κάποια μαύρη κωμωδία. Αυτή η μαύρη κωμωδία πρέπει να τερματιστεί πολιτικά και, πράγμα απείρως δυσκολότερο, να περιοριστεί το θλιβερό πολιτισμικό της αποτύπωμα.
Μήπως οι άγριες απαλλοτριώσεις και οι σκηνές αντεκδίκησης απομακρύνουν το ενδεχόμενο της πολιτικής ήττας του Τραμπ; Από διάφορες στιγμές της Ιστορίας ξέρουμε ότι το «κόμμα των ταραχών» ενισχύει τον πειρασμό πολλών πολιτών για ένα πιο πρωτόγονο και κάθετο «κόμμα της τάξης». Η αμερικανική κοινωνία έχει μια κουλτούρα ένοπλων σωμάτων και φυσικής βιαιότητας. Αυτός ο ένοπλος λαός είναι συντριπτικά πιο κοντά στον αστυνομικό που ποδοπάτησε τον Φλόιντ παρά στο θύμα. Τις περισσότερες φορές είναι πιο κοντά στον ρατσισμό απ' όσο στον αντιρατσισμό. Γι' αυτό και το να παίζει κανείς στο έδαφος της βίαιης αντιπαράθεσης, πέραν των άλλων λόγων ηθικής τάξης, μοιάζει με αυτοϋπονόμευση του σκοπού: η ίδια η δομή της αμερικανικής βίας έχει ρίζες και αντλεί πόρους κατά βάση από τα υπόγεια της άκρας δεξιάς και των δικών της οραμάτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και μια άλλη γενεαλογία της ανυπακοής στην αμερικανική κουλτούρα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως δεν βρισκόμαστε στο '68 και ο Τραμπ δεν είναι ούτε Τζόνσον, ούτε καν Νίξον.
Φαίνεται, πάντως, μια ελπίδα να διαψευστεί το πένθιμο εκκρεμές ανάμεσα σε αναρχία και δεσποτισμό, σε χάος των ταραχών και αντιδραστική παλινόρθωση. Αυτή η ελπίδα έχει, μάλιστα, παράδοξη πηγή προέλευσης. Κάτι συντελείται από καιρό και τώρα αποκτά περισσότερο βάθος και μεγαλύτερη ένταση: ο Τραμπ λογαριάζεται πια από περισσότερους ως απειλή για τις ισορροπίες και την αυτοσυντήρηση του ίδιου του συστήματος διακυβέρνησης. Όταν «χοντραίνουν» τα πράγματα, η προβοκατόρικη θεατρικότητα και τα τουίτ χάνουν τη δυναμική τους. Συντηρητικοί που έχουν χάσει την υπομονή τους μπορεί να γίνουν πια μεγαλύτερη ανατρεπτική δύναμη από αυτή την «ακροαριστερά» την οποία ξορκίζει ο αμερικανός Πρόεδρος προτού πάει για την προσευχή του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια