ΤΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ που συμβαίνουν στην Αμερική τις τελευταίες μέρες δεν είναι καινοφανή. Ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, η αδικαιολόγητη βία, έρχονται και επανέρχονται συχνά στη χώρα όπου ταυτόχρονα πρυτανεύει η ελευθερία ως απόλυτη αξία, ίσως περισσότερο από κάθε αλλού. Οι ΗΠΑ, τουλάχιστον μετά το τέλος της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα και την περιπετειώδη άνοδο στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ, φαντάζει περισσότερο από ποτέ μια διχασμένη χώρα, ένα διασπασμένο έθνος.
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία, έρχεται σαν ένα πικρό κεράσι σε μια ήδη πολύ δύσπεπτη τούρτα. Πάνω από 100.000 νεκροί στην παγκόσμια υπερδύναμη του κόσμου δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα ποσότητα εν καιρώ ειρήνης, με όποιον τρόπο και αν η επικοινωνιακή στρατηγική του Λευκού Οίκου επιχειρεί να καλύψει το μέγεθος της αποτυχίας, να αποσύρει τις ευθύνες από τον Πρόεδρο και τους δαιδαλώδεις χειρισμούς του, να θάψει κάτω από το χαλί το τραύμα που δημιουργούν οι μαζικοί τάφοι εν έτει 2020.
Όσοι πιστεύουν ότι τα «πάντα είναι οικονομία», ίσως τώρα πρέπει κάπως να το καλοσκεφτούν. Γιατί η οικονομία δεν είναι μια αυτόματη μηχανή που δουλεύει πέρα από τις άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Η πίεση που αισθάνεται η αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση Τραμπ φαντάζει πρώτη φορά κρίσιμη. Διότι, μέχρι τώρα, η καλή πορεία της οικονομίας, η αντιπαγκοσμιοποιητική στρατηγική του και, βέβαια, η δεξιοτεχνική πολιτική του απέναντι στην αμερικανική κοσμοπολίτικη ελίτ είχαν φέρει τον άνθρωπο-προσωποποίηση της μη πολιτικής ορθότητας σε θέση απόλυτης ισχύος.
Ο Τζόκερ είχε καταφέρει να επιβάλει πλήρως τους επικοινωνιακούς και άλλους όρους στη Γκόθαμ Σίτι στην αμερικανική πολιτική σκακιέρα, χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, με τους υπερφιλελεύθερους δημοκρατικούς να τον διευκολύνουν στο έργο του να επαναφέρει δριμύτερο το θεαματικό δόγμα μιας γκροτέσκας Αμερικής.
Η αμερικανική μεσαία τάξη, η τάξη που νιώθει, όπως όλες οι άλλες στη Δύση, να είναι σε απροσδόκητη κάθοδο, νιώθει ότι η ασφάλεια που της έδωσε εικονικά ο εξπρεσιονιστικός Πρόεδρος αμφισβητείται πολλαπλώς. Ο ίδιος φαίνεται ακόμη πιο αποσταθεροποιημένος απ' ό,τι στο παρελθόν.
Σήμερα, όμως, τίποτα δεν φαίνεται να λειτουργεί προς όφελός του. Η πανδημία πλήττει το λαϊκιστικό προφίλ του, ακόμη και αν τα περισσότερα θύματα προέρχονται από Πολιτείες που στηρίζουν τους Δημοκρατικούς. Η αμερικανική μεσαία τάξη, η τάξη που νιώθει, όπως όλες οι άλλες στη Δύση, να είναι σε απροσδόκητη κάθοδο, νιώθει ότι η ασφάλεια που της έδωσε εικονικά ο εξπρεσιονιστικός Πρόεδρος αμφισβητείται πολλαπλώς.
Ο ίδιος φαίνεται ακόμη πιο αποσταθεροποιημένος απ' ό,τι στο παρελθόν. Αναλαμβάνει να πρωταγωνιστήσει στην ενημέρωση για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, νομίζοντας ότι αυτό θα είναι άλλο ένα reality, στο οποίο βολονταριστικά θα κατατροπώσει τον ιό. Η αντιπαραβολή του Σωτήρη Τσιόδρα να εξηγεί με τον νηφάλιο και συνάμα επιφυλακτικό επιστημονικό λόγο την πανδημία και του Ντόναλντ Τραμπ να φλερτάρει με την πόση χλωρίνης ή να διαφημίζει ότι παίρνει υδροξυχλωροκίνη είναι τουλάχιστον διαφωτιστική ως προς το γιατί στην Ελλάδα δεν θρηνήσαμε τα θύματα που θρηνούν στις ΗΠΑ.
Το ρατσιστικό έγκλημα εναντίον του Τζορτζ Φλόιντ συσχετίζεται πλήρως με τη μισαλλόδοξη ρητορική Τραμπ εναντίον οτιδήποτε «ξένου», παρότι η βιαιότητα απέναντι στους Αφροαμερικανούς αλλά και γενικότερα η εγκληματικότητα στις ΗΠΑ ξεπερνούν ως πρόβλημα τη δική του διακυβέρνηση. Ο Τζόκερ σήμερα νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από το πόδια του. Ακριβέστερα, νιώθει το Twitter να φεύγει μέσα από τα χέρια του.
Όσον αφορά την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης από την οποία ο Τραμπ εξαπέλυσε κατά κύριο λόγο το επικοινωνιακό αντάρτικο απέναντι σε όλα τα συστημικά μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, εκεί όπου φαίνεται ότι έγινε η μεγαλύτερη διάχυση ψευδών ειδήσεων από τις σκοτεινές ρωσικές μυστικές υπηρεσίες προς όφελός του προεκλογικά, τα πράγματα αλλάζουν. Το Twitter στρέφεται εναντίον του και καταδεικνύει τις αναρτήσεις του είτε αναξιόπιστες είτε ως γενεσιουργό παράγοντα της ρητορικής του μίσους, ειδικά μετά τη δολοφονία του Φλόιντ (αφού απειλεί να ανταποδώσει τη βία των διαδηλωτών ως άλλος Τσαρλς Μπρόνσον).
Ο πόλεμος μεταξύ Τραμπ και Twitter έχει μεγάλο ενδιαφέρον κι αυτό γιατί πιθανότατα να έχουμε περάσει σε μια νέα, πολύ ενδιαφέρουσα φάση στην πολιτική επικοινωνία εξαιτίας της πανδημίας. Ο Brian McNair ορθά έχει επισημάνει ότι η διεθνής δημόσια σφαίρα άλλαξε δραματικά από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ύστερα. Από τον έλεγχο της επικοινωνίας σε εθνικό πλαίσιο, από τις προσπάθειες «πλύσης εγκεφάλου» από κεντρικούς διαύλους επικοινωνίας, περάσαμε στο «επικοινωνιακό χάος» της παγκοσμιοποίησης και των νέων τεχνολογιών.
Σε αυτό το χάος, η έννοια της κυρίαρχης ιδεολογίας και των στερεοτύπων των κοινωνικοπολιτικών ελίτ που με διάφορους τρόπους υποστήριζε ο λόγος των ισχυρών ΜΜΕ κατά την ψυχροπολεμική περίοδο υποχωρεί όλο και περισσότερο υπέρ μιας άλλης συνθήκης, στην οποία επικρατεί η δυσαρέσκεια απέναντι σε αυτές τις ελίτ. Αυτό που χαρακτήρισε αυτήν τη νέα συνθήκη ήταν περισσότερο η ιδεολογική πόλωση παρά η ιδεολογική ηγεμονία, περισσότερο μηχανισμοί επικοινωνίας που διαμορφώνουν σκληρές διαφωνίες παρά αποδεκτές συμφωνίες. Το Twitter και όλα τα social media υπήρξαν το ιδανικό έδαφος ανάπτυξης αυτής της συνθήκης, που πολλές φορές ευνοεί τη διάδοση και διάχυση ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας και χρίζει εν μια νυκτί κατάλληλες για ηγεσία προσωπικότητες όπως ο Τραμπ.
Η πανδημία, όμως, φαίνεται να αλλάζει τα πράγματα. Η αναζήτηση εύκολων εχθρών, εχθρών που βρίσκονται μακριά και όχι εντός μας (π.χ. Κίνα), φαίνεται να αυτοϋπονομεύεται εξ ορισμού, όταν οι φορείς του προβλήματος είναι δικοί μας άνθρωποι, φίλοι και συγγενείς. Το γεγονός ότι το Twitter στρέφεται ανοιχτά εναντίον του Τραμπ ίσως να σηματοδοτεί μια νέα φάση της παγκοσμιοποιημένης δημόσιας σφαίρας, στην οποία η προσπάθεια απόκτησης αξιόπιστων πληροφοριών και ανάκτησης υπεύθυνων ηγεσιών επανέρχεται, όπως και η αναζήτηση μιας ελάχιστης συναίνεσης. Ο νέος επικοινωνιακός «πόλεμος» φαίνεται πως μόλις ξεκίνησε. May the Force be with Americans!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια