Άνθρωποι και στις δύο όχθες του Ατλαντικού φαίνονται γοητευμένοι από την ωμή και ακατέργαστη γλώσσα. Ταυτίζουν την ειλικρίνεια με δυο-τρεις απλές φράσεις που υπόσχονται τη «θεραπεία των προβλημάτων». Έχουμε ένα ρεύμα ακραίας καχυποψίας για τις παραδοσιακές ελίτ της δεξιάς και της αριστεράς.
Ο θεωρητικός της δικτατορίας και φίλος του εθνικοσοσιαλισμού Καρλ Σμιτ χαρακτήριζε τους φιλελεύθερους «τάξη που (όλο) συζητάει». Το έλεγε με μια δόση περιφρόνησης, αφού γι' αυτόν οι ατέρμονες συζητήσεις αναβάλλουν πάντα τη στιγμή των αποφάσεων και της δράσης.
Ως ριζοσπάστης δεξιός, ο Σμιτ έβλεπε με καχυποψία τον αστικό κοινοβουλευτισμό, τα μεγάλα μαζικά κόμματα, τους συμβιβασμούς. Πίστευε πως όλα αυτά είναι παρακμή, αφού δεν αφήνουν να αναπτυχθεί ο αληθινός πολιτικός ανταγωνισμός.
Το λαϊκίστικο ύφος μοιράζει ολόκληρο τον κόσμο σε δύο εχθρικά ημισφαίρια: από τη μια κάποιοι τολμηροί και αυθεντικοί που λένε την αλήθεια και από την άλλη ένα σύμπαν υποκρισίας και απάτης. Πολλοί έχουν πιστέψει αυτό το επιθετικό, διχαστικό σχήμα. Θέλουν κυρίως να δουν την ήττα της παραδοσιακής πολιτικής τάξης. Είναι μια εξέγερση εναντίον των «προυχόντων» της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Θυμήθηκα τον Σμιτ ακούγοντας τη χοντρή κουβέντα του Ντόναλντ Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ όλων των Μουσουλμάνων. Βλέποντας, επίσης, τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία να επιβραβεύουν δυνάμεις που «λένε τα πράγματα με το όνομά τους». Μια Μαρίν Λεπέν ή μια Μαριόν Μαρεσάλ Λεπέν, μόνο είκοσι πέντε χρονών και με όλο το μέλλον μπροστά της, όπως ειπώθηκε.
Ο Τραμπ, ανεξάρτητα από την τελική τύχη της υποψηφιότητάς του, έχει αναδειχτεί στον αγαπημένο υποψήφιο των λευκών WASP εργατών. Το Εθνικό Μέτωπο από καιρό είναι το πρώτο εργατικό και λαϊκό κόμμα της Γαλλίας, ενώ προηγείται σαφέστατα στην προτίμηση των νεότερων ηλικιών. Οι τελευταίες έρευνες δείχνουν τη διείσδυσή του και στους πτυχιούχους του Δημοσίου, ένα από τα τελευταία οχυρά των σοσιαλιστών και της Αριστεράς.
Άνθρωποι και στις δύο όχθες του Ατλαντικού φαίνονται γοητευμένοι από την ωμή και ακατέργαστη γλώσσα. Ταυτίζουν την ειλικρίνεια με δυο-τρεις απλές φράσεις που υπόσχονται τη «θεραπεία των προβλημάτων». Έχουμε ένα ρεύμα ακραίας καχυποψίας για τις παραδοσιακές ελίτ της δεξιάς και της αριστεράς. Ο κόσμος αυτός αδιαφορεί για το αν κάτι είναι ακροδεξιό ή για τις επιπτώσεις όλων αυτών στη δημοκρατία και στους θεσμούς. Και το μεγάλο ερώτημα των χρόνων αυτών είναι ένα: γιατί οι προοδευτικοί δεν συγκινούν πια τον λαό; Για ποιους λόγους βρίσκονται σε άνοδο αυταρχικές και συντηρητικές αξίες;
Δεν θα αναφερθώ στα πολυσυζητημένα θέματα της ύφεσης, της ανεργίας ή του φόβου για το Ισλάμ και την άναρχη παγκοσμιοποίηση. Το κοινωνικό ζήτημα και η ανασφάλεια ταυτότητας έχουν το δικό τους μερίδιο στην εξήγηση των εξελίξεων στη Γαλλία και αλλού.
Ποια γλώσσα πρέπει να μιλήσει κάποιος για να απευθυνθεί στη θρυμματισμένη κοινωνία της δυσφορίας; Ο λυρισμός χωρίς αποτελεσματικότητα δεν πείθει πλέον. Ούτε όμως και η τεχνοκρατική γλώσσα που συγχέει το έθνος με επιχείρηση.
Μην ξεχνάμε, όμως, τον ρόλο της γλώσσας: αυτές τις απλές-κοφτές φράσεις που υπόσχονται ειλικρίνεια απέναντι σ' έναν ποταμό ψεμάτων του «συστήματος». Το λαϊκίστικο ύφος μοιράζει ολόκληρο τον κόσμο σε δύο εχθρικά ημισφαίρια: από τη μια κάποιοι τολμηροί και αυθεντικοί που λένε την αλήθεια και από την άλλη ένα σύμπαν υποκρισίας και απάτης. Πολλοί έχουν πιστέψει αυτό το επιθετικό, διχαστικό σχήμα. Θέλουν κυρίως να δουν την ήττα της παραδοσιακής πολιτικής τάξης. Είναι μια εξέγερση εναντίον των «προυχόντων» της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτή, όμως, η κυνική στάση επιταχύνει τον «απο-ευρωπαϊσμό» της Ευρώπης, την πολιτική της αποσύνθεση. Γιατί η δημοκρατία, παρά τους μύθους που καλλιεργούν οι δημαγωγοί της, χρειάζεται σύνθετους συλλογισμούς. Είναι ένα καθεστώς πολυπλοκότητας, όχι μια αρένα για τα θηρία του μεταμοντέρνου τσίρκου.
Ποια γλώσσα πρέπει να μιλήσει κάποιος για να απευθυνθεί στη θρυμματισμένη κοινωνία της δυσφορίας; Ο λυρισμός χωρίς αποτελεσματικότητα δεν πείθει πλέον. Ούτε όμως και η τεχνοκρατική γλώσσα που συγχέει το έθνος με επιχείρηση.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα: σε μια φάση αμηχανίας που δίνει ξανά την εντύπωση μιας ατέρμονης συζήτησης για τα αίτια της κρίσης και τις πολιτικές παθολογίες της.
Ο κίνδυνος προέρχεται πάλι από αυτούς που βαρέθηκαν τη συζήτηση και θέλουν να περάσουν στην «άμεση δράση». Σε αυτούς απευθύνεται η πολιτική της ωμότητας και του αντιδραστικού κυνισμού.
Χωρίς μια νέα γλώσσα που θα συνδυάζει την ευθύτητα με την αντίσταση στη μαγεία των απλουστεύσεων, ο κίνδυνος θα μεγαλώνει. Δεν είναι απαραίτητο να επιθυμήσουν ξανά οι άνθρωποι τη δικτατορία και τον αυταρχισμό: αρκεί να χάσουν κάθε ιδέα ή να κουραστούν οριστικά με τη δημοκρατία. Προς τα εκεί πλησιάζουμε και είναι αυτό που θα έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία.