ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ. Φωνές στριγκιές και εκνευριστικές, φωνές βαθιές σαν μέσα από παλιό ξύλο, φωνές γλυκές και καθησυχαστικές, φωνές τραχιές, ανησυχητικές σαν αρχαίος φόβος, φωνές με το ζόρι μειλίχιες, φαρμάκι σκέτο περιχυμένο με πετιμέζι.
Κάποιοι λένε ότι από τη φωνή καταλαβαίνουν τη διάθεση, άλλοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να «διαβάσουν» ακόμη και τον χαρακτήρα (Ακραίο; Θα μπορούσε, αλλά όχι ακριβώς: η φωνή, όπως όλα τα εκφραστικά μέσα, λίγο ή αρκετά «φλυαρεί» για το περιβάλλον και την όποια ανατροφή. Σε συνδυασμό με την καλή άρθρωση και τον στρωτό λόγο μπορεί να βοηθήσει στον σχηματισμό μίας εντύπωσης, αλλά ας μην το παραξηλώνουμε κιόλας).
Και μετά είναι λίγο και θέμα ιδιοσυγκρασίας, δεν είναι όλες οι φωνές για όλα τα αυτιά. Κάποιες δεν είναι για κανένα. Ας πούμε, ξέρεις ότι κάπου παίζει ελληνική τηλεόραση από τα ουρλιαχτά, τις ηχηρές άναρθρες, τη χάβρα. Είμαστε χαρούμενοι; Φωνάζουμε. Είμαστε λυπημένοι; Πάλι φωνάζουμε. Τσακωνόμαστε; Ουρλιάζουμε. Κάνουμε πλάκα; Ξεφωνίζουμε, μας ακούει η γειτονιά.
Ο παράγοντας «ένταση» μπορεί να καταργήσει τον παράγοντα «χροιά», μπορεί να το αντιληφθεί κανείς και από άλλες γλώσσες, χωρίς να διακατέχεται από την παραμικρή ρατσιστική διάθεση.
Στα μισά της δεύτερης καραντίνας, όπου η ζωή μας κρέμεται από τηλέφωνα, βιντεοκλήσεις και Zoom περισσότερο ακούμε και λιγότερο κοιτάμε. Η φωνή έχει μετατραπεί λίγο σε ένα εργαλείο ανίχνευσης της ψυχικής διάθεσης συγγενών και φίλων. Δεν κοιτάμε τόσο το χαμόγελο τους στην κάμερα, όσο παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις στη φωνή τους, τις παύσεις, τα «σπασίματα», τις προσποιητές χαρές.
Λόγου χάριν, ακούς μία τουρκική εκπομπή μαγειρικής, ακούς τον τραγουδιστό τρόπο που η παρουσιάστρια γλείφει σύμφωνα και φωνήεντα πάνω από το ανοιχτό μπουρέκι και θέλοντας και μη καταλαβαίνεις γιατί κάποιοι λένε ότι «τα τουρκικά είναι τα γαλλικά της Ανατολής».
Και μετά ακούς μία τυπική ομιλία του Ερντογάν, όλο αυτό το γάβγισμα που παραμορφώνει φθόγγους και λέξεις και σχεδόν ρισκάρεις την αποστροφή της γλώσσας.
Τα ίδια και με τα αγγλικά. Ακούς τον μακαρίτη Άλαν Ρίκμαν –την ωραιότερη χροιά φωνής στον κόσμο, σύμφωνα με τους ειδικούς– σε μία παλιά ανάγνωση του Ρακίνα, σε ένα από τα άπειρα podcast του και νομίζεις ότι ο κόσμος είναι ένας τόπος γεμάτος ευγένεια και ηρεμία. Και πέφτεις πάνω σε δήλωση του Τραμπ –όλος αυτός ο αχταρμάς αλαζονείας και δικαιωματισμού σε μια φωνή – και χρειάζεσαι κάτι για να πιαστείς, από τη ναυτία.
Είναι, φυσικά, και η προσποίηση στη φωνή –αν μπορείς να την αντιληφθείς– που μπορεί να σε τρελάνει. Δεν είμαστε δα και υψίφωνοι να μας παίρνει ο κόσμος μυρωδιά με την πρώτη και μαζί με τα μαρούλια, όπως στη Σκάλα του Μιλάνου, που μόλις αντιλαμβάνονταν «κλεψιά» γιούχαραν τον καλλιτέχνη: το 1953 η Ροζάνα Καρτέρι, αγαπημένη πριμαντόνα του ιταλικού κοινού, επιχείρησε να «κλέψει» ένα κόντρα ρε δίεση από την άρια Caro Nome στον Ριγκολέτο του Βέρντι. Το ρεζίλι ήταν απερίγραπτο και η Καρτέρι ουδέποτε επιχείρησε να ερμηνεύσει την Τζίλντα ξανά...
Στα μισά της δεύτερης καραντίνας, όπου η ζωή μας κρέμεται από τηλέφωνα, βιντεοκλήσεις και Zoom περισσότερο ακούμε και λιγότερο κοιτάμε. Η φωνή έχει μετατραπεί λίγο σε ένα εργαλείο ανίχνευσης της ψυχικής διάθεσης συγγενών και φίλων. Δεν κοιτάμε τόσο το χαμόγελο τους στην κάμερα, όσο παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις στη φωνή τους, τις παύσεις, τα «σπασίματα», τις προσποιητές χαρές.
Με τους λιγότερο κοντινούς, ανιχνεύουμε την προσποιητή κολακεία, την προσπάθεια απόσπασης κάποιας πληροφορίας, το σικέ ενδιαφέρον, να ξεπετάξουν τις τυπικότητες με κοφτές ανάσες, μέχρι να μπουν στο ψητό.
Κρεμόμαστε από τις ήρεμες, στρωτές και όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια φωνές, τώρα που όλοι ουρλιάζουμε: από τον εγκλεισμό, από τη στέρηση (της ανθρώπινης επαφής και όχι μόνο), από την ένταση της ειδησεογραφίας, από το τόσο commenting στα social media (σκέψου όλο αυτό να ήταν πραγματικές φωνές σε πραγματικό χρόνο!) από την κακοποίηση όλου αυτού του κακοποιητικού καινούριου στη ζωή μας που δεν παλεύεται με ψέματα.
Και είναι οι φωνές που μπορούν να μας καλμάρουν ή να μας αποτελειώσουν σε αυτή τη φάση, τώρα που χέρια και χάδια και αγκαλιές δεν κάνει να απλωθούν, με τις φωνές αντέχουμε. Αυτές που επιλέγουμε να ακούμε μέσα σε τόσο ασταμάτητο θόρυβο, κάθε είδους.