Ξαπλωμένος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι, έξω να περνούν γρήγορα τοπία, ουρανός και θάλασσα, σύννεφα και στεριά, κάπου στον Κορινθιακό. Το στερεοφωνικό να παίζει «Damn your eyes» κι εγώ να ρεμβάζω νωχελικά και να σκέφτομαι χωρίς να σκέφτομαι. Όπως περνάνε γρήγορα οι εικόνες απ' έξω, περνάνε γρήγορα οι εικόνες και από μέσα, μαζί και η ζωή μου.
Σκέφτομαι τον Cobe Bryant, αυτόν τον μοναδικό μπασκετμπολίστα που δεν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτό που βλέπω, ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του, ούτε η δεκατριάχρονη κόρη του που ήταν στο ελικόπτερο. Σκέφτομαι το σκυλάκι που πήραν οι κόρες μου δώρο στη μαμά μου, που δεν προλάβαμε καν να βαφτίσουμε, που κι αυτό δεν θα μπορέσει να ξαναδεί αυτήν τη μαγεία. Σε μια εβδομάδα προλάβαμε να το αγαπήσουμε, το αγκαλιάσαμε, δεθήκαμε μαζί του και τώρα ξαφνικά ήρθε ο αποχωρισμός. Αυτός που σου σκίζει την καρδιά και μαζί όλο σου το είναι. Ακόμα δεν το έχω πει στα κορίτσια και δεν ξέρω και πώς να το κάνω. Η μάνα μου δεν θέλει να ξανακούσει για άλλο σκυλάκι. Μια ακόμα ψυχή έφυγε και οι δικές μας δεν θα είναι ποτέ οι ίδιες.
Πριν από λίγο είδα τη Λένα και τη Σοφία, δυο αγαπημένες φίλες που είχα καιρό να δω. Με την καθεμία κουβεντιάσαμε και κάτι άλλο. Ενωθήκαμε, νιώσαμε, σκεφτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, ζήσαμε στιγμές. Καμία από αυτές δεν θα ξανάρθει ακριβώς η ίδια. Ποτέ το σύμπαν δεν σου ξαναφέρνει την ίδια στιγμή. Καθεμία είναι μοναδική. Καθεμία είναι ιερή.
Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Κανείς δεν μου έχει υποσχεθεί ότι θα ζω, σαν το σκυλάκι ή σαν τον Cobe. Δεν ξέρω ποιος θα είναι αύριο στο τιμόνι και, να σου πω και την αλήθεια, δεν με νοιάζει κιόλας.
Στο τιμόνι ο Γιάννης, ένας επίμονος νέος φίλος που μου ζήτησε να κατέβω στον Πύργο για να μιλήσω, και δίπλα η φίλη του, η Άσπα. Ο Γιάννης ήθελε τόσο πολύ να μιλήσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του, που ήρθε στην Αθήνα να με πάρει με το αμάξι του και αύριο θα με φέρει πίσω. Το ήθελε τόσο πολύ που ούτε μπορούσα ούτε ήθελα να του αρνηθώ. Στα μπροστινά καθίσματα, λοιπόν, δυο άνθρωποι που χθες δεν ήξερα καν.
Έχω κλείσει τα μάτια μου και απολαμβάνω τη διαδρομή. Τα ανοίγω το επόμενο δευτερόλεπτο και βλέπω νέα τοπία να φεύγουν από δίπλα μου μαζί με τη ζωή μου. Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Κανείς δεν μου έχει υποσχεθεί ότι θα ζω, σαν το σκυλάκι ή σαν τον Cobe. Δεν ξέρω ποιος θα είναι αύριο στο τιμόνι και, να σου πω και την αλήθεια, δεν με νοιάζει κιόλας.
Θέλω μόνο να το ζήσω.
Αυτό το τόσο μεγάλο αλλά και το τόσο μικρό.
Αυτό το τίποτα αλλά συνάμα και το παν.
Ανοίγω το laptop και σου γράφω.
Κλαίω για το αδικοχαμένο σκυλάκι και αναλογίζομαι πώς θα το πω στα κορίτσια.
Δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω.
Δεν έχω ιδέα τι να κάνω με τη ζωή μου.
Θέλω μόνο να τη ζήσω.
Το τραγούδι έχει αλλάξει.
Γαλάνη τώρα.
«Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια, ώσπου το φως να γίνει σκοτεινιά, ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί, ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί, θα σ' αγαπώ».
«Όλα καλά εκεί πίσω;» ξαφνικά ο Γιάννης διακόπτει τις σκέψεις μου.
«Ναι, φίλε. Όλα καλά».
«Σε μια ώρα φτάνουμε Πύργο».