ΕΜΕΙΣ ΟΙ BOOMERS, έστω όσοι γεννηθήκαμε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, στα απώτατα όρια αυτής της γενιάς, είμαστε μάλλον ακατάλληλοι να μιλάμε για κάποια θέματα. Πόσο μάλλον άνδρες, λευκοί και κρατώντας από την ελληνική μεσοαστική πανίδα. Πώς να μιλήσουμε για τα αγάλματα στη Μινεσότα, για τις πληγές της Βιρτζίνια; Για τις προτομές ή τους ανδριάντες άλλων συστημάτων και πρώην αποικιακών αυτοκρατοριών; Πώς να μπούμε στη θέση των μακρινών άλλων, ιδίως αυτών που δεν είχαν και πολλές δυνατότητες για πολιτισμική μεταμφίεση και κοινωνική αναγνώριση;
Το ακούμε αυτόν τον καιρό το επιχείρημα με παραλλαγές. Μοιάζει εύλογο. Μια πιο απλή εκδοχή του λέει ότι όποιος έχει υπάρξει «προνομιούχος» ή, έστω, περισσότερο τυχερός από άλλους δεν δικαιούται να κρίνει άγριες καταστάσεις. Πρέπει να σέβεται, να σιωπά ή, τουλάχιστον, να προσπαθεί να καταλάβει.
Φαντάζομαι όμως κάποιον που προβάλλει ένα αντίστοιχο επιχείρημα στη δική μας ιστορική πραγματικότητα και τότε αντιλαμβάνομαι πως προκύπτει κάτι επίφοβο. Σκέφτομαι, ας πούμε, όσους από τη γενιά μου έτυχε να είμαστε γιοι και κόρες ανθρώπων που υπέφεραν πολλά στις μετεμφυλιακές δεκαετίες και μέχρι το 1974. Να είχαμε, λοιπόν, κι εμείς μια ηθική απαίτηση να μη μιλούν για τις εμπειρίες αυτές παρά μόνο οι αποδεδειγμένα δικοί μας ή όσοι μπορούν να ταυτιστούν πλήρως με την αριστερή μνήμη και βίωση της Ιστορίας.
Γενικεύοντας αυθαίρετα, αναλογίζομαι εδώ όσους υπέφεραν από διάφορες εμπειρίες τις οποίες μοίρασε αφειδώλευτα ο 20ός αιώνας: σε εθνοκαθάρσεις, σε ταπεινώσεις, σε αποστερήσεις. Να απαιτούσαν κι αυτοί κάτι αντίστοιχο: μια αρμοδιότητα επικυρωμένη από τη γενεαλογική τους σχέση με τα θύματα ή τον κόσμο των θυμάτων. Θεωρώντας, με άλλα λόγια, πως κάθε άλλος λόγος και σκέψη, κάθε «τρίτη» φωνή ή αντίρρηση πρέπει να προέρχεται, μοιραία, από τους θύτες τους. Διότι σήμερα, σε κάποια μέρη του κόσμου (και όχι στην Ελλάδα, να το τονίσουμε αυτό), αν δεν συναινείς με ερμηνείες ή διεκδικήσεις που εκπέμπονται στο όνομα θυμάτων, σε στοιβάζουν, κατά βάθος, με εκείνους που προκάλεσαν ή ανέχτηκαν τα δεινά των θυμάτων.
Οι βιογραφίες με την πιο σκληρή απομυθοποίηση και η αρνητική δημοσιότητα σαρώνουν πρόσωπα, ήρωες, θεσμικές φιγούρες κάθε εποχής και εθνικότητας. Όλες οι επίσημες και φρακοφορεμένες μορφές έχουν δεχτεί περίγελο, αιχμηρά σχόλια, λεπτομερή εξέταση κηλίδων.
Παράπλευρη απώλεια όλης της πρόσφατης συζήτησης για τα αγάλματα και την αποκαθήλωσή τους είναι ακριβώς αυτό: η απώλεια της αίσθησης της Ιστορίας. Η μετατροπή της σε σεκάνς δικαστικών συνεδριών όπου η λίστα των υπόπτων διευρύνεται καθημερινά. Προβάλλει, με άλλα λόγια, μια σαφής πρόθεση να διαβαστούν όχι μόνο η Ιστορία και η πολιτική αλλά και το σύνολο του νεωτερικού πολιτισμού και των έργων του υπό το πρίσμα της σχέσης θύτη και θύματος, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, βασανιστή και βασανιζόμενου. Όχι και με αυτό το κριτήριο, αλλά σχεδόν αποκλειστικά από μια τέτοια οπτική γωνία. Με τρόπο που νομίζω πως υπολείπεται κατά πολύ των κλασικών μαρξιστικών (υπό συζήτηση προφανώς, αλλά, πάντως, ιστορικά ευαίσθητων και προσεκτικών) αναλύσεων της εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
Και ενώ μέχρι πρόσφατα είχαμε σε μεγάλο βαθμό συμφωνήσει ότι υπάρχουν κάποια απόλυτα πολιτικά δεινά, όπως ο φασισμός και ναζισμός, τώρα η έννοια του Κακού τείνει να συμπεριλάβει όλο και περισσότερα γεγονότα και μορφές από τις κεντρικές παραδόσεις των δυτικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Δεν μας φτάνει η καταδίκη συστημάτων που η απανθρωπιά και η βία βρισκόταν στον πυρήνα των ιδεών τους. Τώρα η προσοχή στρέφεται σε κάθε ιστορική προσωπικότητα –είτε από την πολιτική είτε από άλλες θέσεις– που έφερνε τις ιδέες και τα πέπλα προκαταλήψεων και κακοπιστίας του καιρού της.
ΜΕΧΡΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ ότι ο μοντέρνος κόσμος αναπτύχθηκε ως κινούμενη αντίφαση με στιγμές φρίκης και στιγμές μεγαλείου, με εμπειρίες χειραφέτησης και επεισόδια βαρβαρότητας. Φέρνω ένα παράδειγμα από τα δικά μου: αυτές τις μέρες διαβάζω πάλι τον Γάλλο στοχαστή Αλέξις ντε Τοκβίλ και κάποιες ωραίες σελίδες από την αλληλογραφία του, όπου «κατατροπώνει» τον συνομιλητή του, που δεν είναι άλλος από έναν από τους θεμελιωτές του φυλετικού ρατσισμού, τον περιβόητο Αρτίρ ντε Γκομπινό.
Ο Γκομπινό ξεκίνησε ως φιλόδοξος νεαρός προστατευόμενος του Τοκβίλ, αλλά η αλληλογραφία τους είναι η ιστορία μιας καθολικής ασυμφωνίας που καταλήγει στην παράκληση του Τοκβίλ να μη συζητούν καθόλου «τις πολιτικές τους θεωρίες». Ο Τοκβίλ αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ίση αξιοπρέπεια και σε μια «καθολική ανθρωπότητα», επικρίνοντας τον Γκομπινό που μιλούσε σαν προδρομική ακροδεξιά φωνή για την αγιάτρευτη παρακμή εκφυλισμένων πληθυσμών και νοσταλγούσε τις σκληρές ιεραρχίες του Μεσαίωνα. Και όμως, ο ίδιος ο Τοκβίλ έπαιξε ρόλο και υπερασπίστηκε τη γαλλική αποικιακή εδραίωση στην Αλγερία. Εκεί που έγραφε αξιοθαύμαστα για την αξιοπρέπεια όλων των προσώπων, η άλλη του πλευρά δεν διαχωρίζεται από το όραμα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας στους ιθαγενείς (indigènes) και από τις βλέψεις για γαλλική κυριαρχία στη Βόρειο Αφρική.
Ε, αυτή η αντίφαση ή, μάλλον, παρόμοιες διπλές όψεις είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Ένας προσωπικός και ένας ηθικός και πολιτικός κανόνας που εξηγεί γιατί κάποιες σελίδες που διαβάζουμε μας κάνουν να ντρεπόμαστε και να θυμώνουμε, δίπλα σε πολλές άλλες σελίδες που μας συγκινούν και μας εκφράζουν ακόμα και σήμερα. Είχαμε, λοιπόν, συνείδηση μέχρι προσφάτως ότι ως σύγχρονοι άνθρωποι διαμορφωθήκαμε λίγο-πολύ από άνισες, συχνά ηθικά αμφίβολες και ενίοτε αποτρόπαιες αποφάσεις, όπου ακόμα και τα πιο προωθημένα συντάγματα και οι πιο γενναιόδωρες ως προς την ισότητα νομοθεσίες είχαν στο πλάι ή «από κάτω» κόσμους δυστυχίας και πραγματικής εξαθλίωσης.
Τώρα, όμως, φαίνεται πως κάποιοι ζητούν έναν δραστικό διαχωρισμό «του καλού από το κακό». Συγκεκριμένες ομάδες και άτομα, ακαδημαϊκοί διανοούμενοι και κάποια δυναμικά κινήματα που «κατασκευάζουν» ένα πρόγραμμα μάχης έχουν αποφασίσει ότι η αμφιβολία είναι απλώς υποκρισία και ότι μόνο η λογική της απόρριψης και του στίγματος παράγει πολιτικό και ηθικό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με αυτήν τη νέα ριζοσπαστική ηθική, ο στρατηγός Ντε Γκολ δεν υπήρξε ο αντίπαλος του στρατάρχη Πετέν και του καθεστώτος του Βισί αλλά το ίδιο, πάνω-κάτω, ρατσιστικό παράγωγο της γαλλικής αποικιακής δομής. Και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεν υπήρξε εχθρός του Χίτλερ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ένα ακόμα προβεβλημένο κάθαρμα στη μεγάλη πινακοθήκη των παλιανθρώπων που γεννήθηκαν σε αυτήν τη γη. Ο δε Πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον δεν είναι αυτός που συνέβαλε στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, προώθησε αντιμονοπωλιακές νομοθεσίες ή υπερασπίστηκε τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, αλλά ο ρατσιστής από τη Βιρτζίνια, του οποίου το όνομα είναι ακατάλληλο για τη Σχολή Δημόσιων και Διεθνών Σχέσεων του Πρίνστον. Δεν είναι ένας σημαντικός και αμφιλεγόμενος πολιτικός που βαρύνεται με μεγάλα λάθη –όπως η επιμονή του να βλέπει ως «προδότη» τον αντιπολεμικό λόγο και τις παρεμβάσεις του παλαίμαχου σοσιαλιστή ηγέτη Γιουτζίν Ντεμπς–, αλλά κάποιος που απλώς πρέπει να αποδοκιμαστεί. Γιατί η αποκήρυξη και όχι η ακριβοδίκαιη κριτική αποτίμηση είναι η ουσία όσων βλέπουμε στο όνομα της αποκατάστασης του δικαίου. Κανένας δεν βγαίνει σώος μετά την αποκαθήλωση – εννοώ ότι όλες οι στιγμές, οι σκέψεις ή τα έργα κάποιου πέφτουν μοιραία μέσα στα σκοτάδια της ενοχής του.
Τα αγάλματα, τα ονόματα, οι συμβολικές αναπαραστάσεις, λογοδοτούν αισθητικά και πολιτικά στα βλέμματά μας και υπόκεινται προφανώς στην κρίση κάθε γενιάς. Όμως δεν επουλώνουμε πληγές ψάχνοντας επισταμένως ανομήματα στις λέξεις και στις πράξεις νεκρών ή ακόμα και ηρώων της μυθοπλασίας, σε παραμύθια ή δημοφιλή έργα.
ΙΣΩΣ, όμως, όλα αυτά να είχαν νόημα αν ίσχυε κάτι: αν, για παράδειγμα, επικρατούσε πάντα μια αφελής αποθέωση των προσωπικοτήτων και του παρελθόντος και αν εδώ και δεκαετίες δεν συναντούσαμε –στη Δύση τουλάχιστον– μια πολύπλευρη έρευνα με διαφορετικές εκτιμήσεις και πολιτικά συμπεράσματα. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα είχε κάποια λυτρωτική σημασία να υπερτονιστεί το σκοτεινό αποτύπωμα ενός Ουίλσον ή οι κακές πλευρές ενός Ντε Γκολ.
Εδώ και δεκαετίες, όμως –για να μην πάμε πίσω στα '60s–, το πλαίσιο έχει αλλάξει, καινούργιες ερμηνείες είναι διαθέσιμες, ενώ οι μυστικές ή «σκοτεινές» πλευρές δεν αποσιωπούνται. Το αντίθετο μάλιστα. Οι βιογραφίες με την πιο σκληρή απομυθοποίηση και η αρνητική δημοσιότητα σαρώνουν πρόσωπα, ήρωες, θεσμικές φιγούρες κάθε εποχής και εθνικότητας. Όλες οι επίσημες και φρακοφορεμένες μορφές έχουν δεχτεί περίγελο, αιχμηρά σχόλια, λεπτομερή εξέταση κηλίδων. Προφανώς όχι σε ορισμένα πανηγυρικά και τελετουργικά κείμενα για κρατική χρήση ή στα σχολεία – όμως ας παραδεχτούμε πως η σφαίρα των θεσμών δεν μπορεί να ακολουθεί τυφλά τα βέβηλα νεύματα που συνηθίζονται σε άλλες περιοχές της κοινωνίας. Τι δεν έχει βγει στο φως για να θάψει τον Φρόιντ, το ένα ή το άλλο πολιτικό πρόσωπο, τους μοντερνιστές καλλιτέχνες και πάει λέγοντας!
Η συμβολική εξουσία των ονομάτων και των ρόλων συνεχίζεται στη μυθοπλασία και σε ορισμένες εκδοχές της λαϊκής κουλτούρας με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που θέλουμε πάντα να βλέπουμε αστυνομικές ή κατασκοπευτικές σειρές, διατηρώντας τη σχετική σύμβαση του είδους: απολαμβάνουμε, ας πούμε, το «Homeland» ή το «Fauda», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσχωρούμε στη λατρεία της CIA ή ότι μας σαγηνεύουν τα έργα της Μοσάντ.
Διαβάζοντας, από την άλλη, ένα μυθιστόρημα του 1850 ξέρουμε ότι ο κόσμος του δεν είναι ο δικός μας και οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του δεν μπορεί να είναι πια οι ίδιες με αυτές που εμείς σκεφτόμαστε και ονοματίζουμε τους άλλους. Το ότι ο Φλομπέρ μπορούσε άνετα να αποκαλεί κατακάθια τους εξεγερμένους της Κομμούνας του Παρισιού δεν σημαίνει ότι ο αναγνώστης του θα παρασυρθεί να σκεφτεί πως η μαζική και ακραία αιματηρή καταστολή είναι θεμιτό και φυσικό πράγμα. Για τον Φλομπέρ, ή τον Θεόφιλο Γκοτιέ, ας πούμε, η άγρια αστυνομική καταστολή των ανθρώπων της Κομμούνας του 1871 ήταν απαραίτητη και μάλιστα την ευχόταν περισσότερο ανελέητη – και όμως, αυτό ή άλλες, ενδεχομένως ρατσιστικές/οριενταλιστικές σελίδες του δεν θα νομιμοποιούσαν λ.χ. την αφαίρεση του συγγραφέα από τα σχολικά συγκροτήματα που φέρουν το όνομά του. Αρκεί να μην αποσιωπούσαμε αυτές τις διαστάσεις. Πόσο όμως πρέπει να τις κάνουμε «κέντρο» των προσώπων και της παρουσίας τους;
Κυκλοφορεί ωστόσο και μια ιδέα που νομίζω πως απέχει πολύ από το «αυτονόητο». Λέγεται ότι κάθε άγαλμα ή προτομή η οποία έχει τοποθετηθεί σε δημόσιους ή εκπαιδευτικούς χώρους σημαίνει επιβράβευση και αναγνώρισή του ως θετικού υποδείγματος. Διατηρώντας, έτσι, ένα όνομα πλατείας ή έναν ανδριάντα, το κράτος ή άλλοι θεσμοί εγκωμιάζουν στην ουσία το πρόσωπο αυτό και τον ρόλο του στην Ιστορία.
Κάτι τέτοιο ισχύει, φυσικά, είναι όμως μισή αλήθεια. Ισχύει σίγουρα για καθεστώτα που διαθέτουν επίσημο δόγμα και όπου όλες οι προτομές και τα μνημεία τους καλούνται να μεταδώσουν αυτή την εγκεκριμένη αλήθεια. Αλλά το ότι στη Γαλλία συναντά κανείς μεγαλοπρεπή αγάλματα του Λουδοβίκου ΙΔ' ή του Ναπολέοντα δεν μπορεί να σημαίνει, φυσικά, πως το γαλλικό κράτος προβάλλει τις συγκεκριμένες προσωπικότητες ως δημόσια και πολιτικά πρότυπα. Απλώς μια πολιτική και επιστημονική εμπειρία αιώνων έχει συμφωνήσει στην ιδέα ότι τέτοια πρόσωπα δεν είναι κατ' ανάγκην θετικοί ήρωες και συγχρόνως διατηρούν μια εθνική και ιστορική αξία.
Για να συνεχίσω στο παράδειγμα, ο Βασιλιάς Ήλιος, όπως είναι γνωστός ο Λουδοβίκος ΙΔ', έχει ένα πολύ σημαντικό διοικητικό και πολιτικό έργο, την ίδια στιγμή που ακολούθησε μια φανατική, «γαλλικανική» πολιτική δίωξης των προτεσταντών Ουγενότων, που σκόρπισαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και του Νέου Κόσμου. Και, φυσικά, η βασιλεία του χρεώνεται ήδη μορφές αποικιακής επέκτασης στην Αμερική (Λουιζιάνα) ή στην Αϊτή, για να μην πούμε για αλλεπάλληλες φονικές του εκστρατείες. Για τον Ναπολέοντα περισσεύει κάθε συζήτηση για τις ζοφερές πλευρές της εσωτερικής και της διεθνούς του πολιτικής.
ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ και από τη δική μας χώρα θα μαρτυρούσαν κάτι ανάλογο: πως κάθε προτομή δεν ισοδυναμεί με πολιτικό και ηθικό τίτλο τιμής. Αν ψάξουμε τα βιογραφικά, τα όσα έπραξαν ή είπαν όλοι αυτοί που τα ονόματά τους ή τα αγάλματά τους εμφανίζονται σε οδούς και πλατείες, θα έπρεπε ίσως να προχωρήσουμε στην πιο συστηματική, μαζική μετονομασία. Το πρόβλημα εδώ βρίσκεται περισσότερο στην άκριτη σπορά προτομών και μνημείων, σε μια ορισμένη αθεράπευτη ελληνική επιδειξιομανία Ιστορίας, αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.
Και φυσικά έχουν δίκιο όσοι λένε πως η πολιτική και πνευματική ιστορία είναι γεμάτη από μετονομασίες και αφαιρέσεις μεταλλίων και τίτλων. Η «παράδοση» δεν είναι ένα στεγνό κειμήλιο που μεταφέρεται αυτούσιο ή με το άγχος μη σπάσουν πλευρές του και ξεγυμνωθεί το όποιο εθνικό αφήγημα. Η παράδοση είναι μια μεταβίβαση που καθ' οδόν αλλάζει τους όρους της, ενδυναμώνει το ένα στοιχείο ή αφαιρεί άλλες του όψεις.
Σήμερα, όμως, δεν μιλάμε για την ανανέωση ή τον μετασχηματισμό παραδόσεων και ερμηνειών. Αυτό που πάει να παιχτεί σε ορισμένα μέρη του κόσμου –και όχι μόνο στις ΗΠΑ– είναι ένα πρόγραμμα εξάλειψης του διφορούμενου και του ακάθαρτου στο όνομα μιας δικαιοσύνης δίχως αποχρώσεις. Πίσω από τη μια ή την άλλη υπερβολική απαίτηση ενός μικρού πλήθους βλέπει κανείς να αναδύεται η αντίληψη ότι όλο σχεδόν το παρελθόν της Δύσης, καθώς και η ιστορική της εξέλιξη, είναι μια παραλλαγή του ναζισμού.
Αυτό πιστεύω πως είναι στη σκέψη όσων καταστρώνουν σχέδια παρέμβασης σε ταινίες, αφηγήσεις, ακαδημαϊκά προγράμματα: όχι βέβαια να μας ξαναθυμίσουν πως ο Τζον Γουέιν δεν ήταν κανένα θετικό πρότυπο, αλλά πως όλα σχεδόν τα πρόσωπα της νεωτερικής Δύσης είναι κάτι ανάμεσα σε Τζον Γουέιν, φυλετικές θεωρίες και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει πια σχέση με την εμβάθυνση ή τη θεσμική εμπέδωση της αντιρατσιστικής συνείδησης ούτε με την ανάδειξη των παραμελημένων ιστοριών.
Γι' αυτό η συζήτηση δεν πρέπει να επικεντρωθεί στο ψεύτικο δίπολο του σεβασμού για τις μορφές και της ριζοσπαστικής και βέβηλης «απορίας» για το παρελθόν. Τα αγάλματα, τα ονόματα, οι συμβολικές αναπαραστάσεις λογοδοτούν αισθητικά και πολιτικά στα βλέμματά μας και υπόκεινται προφανώς στην κρίση κάθε γενιάς. Όμως δεν επουλώνουμε πληγές ψάχνοντας επισταμένως ανομήματα στις λέξεις και στις πράξεις νεκρών ή ακόμα και ηρώων της μυθοπλασίας, σε παραμύθια ή δημοφιλή έργα.
Όσο ένα κίνημα, μια ευαισθησία ή ένας λόγος γλιστράει στον ρόλο του δημόσιου κατήγορου που ψάχνει τεκμήρια ενοχής, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από το στοίχημα για τη μείωση των πραγματικών ανισοτήτων και την αποτροπή των ταπεινώσεων του παρόντος. Κυνηγώντας τον Γούντροου Ουίλσον ή τον Ντε Γκολ σαν να πρόκειται για τον Πιτ Μπότα του απαρτχάιντ ή τον Πετέν, αναψηλαφώντας ένα σωρό βίους και πολιτείες ως πειστήρια μιας φανταστικής Νυρεμβέργης, η ακρότητα που πάει να διαμορφωθεί και να κάνει ακτιβισμό καταστρέφει την αξιοπιστία και την ηθική των αρχικών της προθέσεων. Και είναι κρίμα, γιατί στην Αμερική Πρόεδρος είναι ο Τραμπ και σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου κυριαρχούν άνθρωποι που χρειάζονται επειγόντως αποκαθήλωση. Εν ζωή όμως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.