Είχα ετοιμάσει μια από τις συνηθισμένες πολιτικές μου φλυαρίες, αλλά την Τρίτη το πρωί έφυγε από τη ζωή μια σπάνια γυναίκα, απ' αυτές που δύσκολα γεννάει μια χώρα. Η ζωή της Έλλης Παπά είναι από μόνη της μια κινηματογραφική ταινία : αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης, σύντροφος του στέλεχους της αριστεράς Νίκου Μπελογιάννη, καταδικάστηκε μαζί του σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας στην πιο πολύκροτη δίκη του εμφυλίου πολέμου.
Το 1952 ο σύντροφός της, παρά την παγκόσμια κατακραυγή που είχε οδηγήσει τον Πικάσο να ζωγραφίσει το περίφημο σκίτσο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο, οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ η ίδια γλίτωσε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή. Ίσως ο Μπελογιάννης και οι 3 σύντροφοί του που εκτελέστηκαν την ίδια μέρα θα είχαν γλυτώσει από τον θάνατο, αν το κόμμα τους έβαζε τη ζωή των στελεχών του πάνω από την δημιουργία βολικών μαρτύρων. Ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, τον οποίο η κυρία Παπαρήγα σταδιακά αναδεικνύει σε ήρωα, έβγαλε χαφιέ τον Νίκο Πλουμπίδη, τον άνθρωπο που προσφέρθηκε να θυσιαστεί για να σώσει τη ζωή του Μπελογιάννη και λίγο καιρό μετά καθαίρεσε την Έλλη Παπά παρ' ότι ήταν μελλοθάνατη.
Ήδη πνεύμα ανήσυχο και ανεξάρτητο, η Έλλη πήρε τις αποστάσεις της από την ηγεσία και αργότερα από το κόμμα που δεν κάνει ποτέ λάθος. Παρέμεινε πάντα πιστή στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αριστεράς, έγραψε δεκάδες βιβλία και άρθρα μέχρι που αρρώστησε βαριά ενάμιση χρόνο πριν. Πέρα από την προσωπική μας επαφή, τα τελευταία χρόνια πριν αρρωστήσει ανταλλάσσαμε συχνά e-mail και μου έστελνε να διαβάσω άρθρα που είχε ψαρέψει στο ίντερνετ, στο οποίο σέρφαρε ακούραστα παρότι πλησίαζε τα 90. Γίναμε φίλοι μετά από μια σειρά εκ βαθέων συνομιλίες που καταγράφηκαν στο βιβλίο μου Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφει τη γέννηση του γιου της Νίκου, το καλοκαίρι του '51 (η αδελφή της, στην οποία αναφέρεται, είναι μια από τις καλύτερες Ελληνίδες συγραφείς, η Διδώ Σωτηρίου):
«Στα τέλη Ιουλίου, όταν πλέον ήταν να γεννήσω, με μετέφεραν στη φυλακή Αβέρωφ. Γέννησα στο μαιευτήριο της Έλενας. Οι χωροφύλακες μπαίνανε ακόμη και μέσα στο θάλαμο των τοκετών. Δεν ήτανε και το καλύτερο. Αλλά το χειρότερο ήτανε ότι φέρανε ένα φορείο και το ακουμπήσανε πλάι μου ξεσκέπαστο. Και ήτανε επάνω μια πόρνη, με σύφιλη, που είχε γεννήσει ένα τερατάκι. Ήταν ένα παιδί χωρίς κρανίο, με μια γούβα πίσω στο κεφάλι, ένα αλλόκοτο πράμα, και με τον ομφάλιο λώρο ακόμα δεμένο. Το ακουμπήσανε εκεί, το κοίταξα εγώ και έπαθα αδράνεια. Το είχα βάλει πείσμα όμως να γεννήσω φυσιολογικά. Και γέννησα φυσιολογικά. Ο γιατρός έλεγε μετά ότι αυτή η γυναίκα γέννησε γιατί ήθελε να γεννήσει. Δεν ήθελα να βάλει ούτε εμβρυουλκό. Σκεφτόμουνα παιδιά που βγήκανε από τον εμβρυουλκό με το κεφάλι παραμορφωμένο. Το παιδί βγήκε καλά.
Θελήσανε να με ράψουνε, όμως εγώ φοβόμουνα τη νάρκωση. Όταν είσαι ναρκωμένος, μπορείς να πεις πράγματα. Δεν ήθελα. Ούτε η δίκη μας είχε γίνει ούτε τίποτα. Και είχα πάντα στο μυαλό μου μη τυχόν και πω κάτι που δεν έπρεπε να πω. Και είπα: "Δεν θέλω νάρκωση". Και πραγματικά ήταν ασήμαντο, σιγά το πράμα, να σε ράψουνε λιγάκι. Είχανε βάλει τα πρώτα ράμματα όταν μπήκε μέσα ένας γιατρός που τον είχε βρει η αδελφή μου η Διδώ, όπως έμαθα αργότερα, και του είχε δώσει κάτι λίρες για να έρθει να με φροντίσει. "Πώς τη ράβετε έτσι την κοπέλα; Χωρίς νάρκωση!" είπε ο γιατρός. "Μα εκείνη δεν θέλει". Και μου βάζουν τη μάσκα αλλά εγώ, είτε με νάρκωση είτε χωρίς, είχα αποφασίσει ότι τίποτε δεν έβγαινε από μέσα μου. Τίποτε. Σε μια στιγμή με ρώτησαν αυτοί: "Τι θέλεις να γίνει ο γιος σου όταν μεγαλώσει;". Και εγώ είπα το εξής: "Πρώτα απ' όλα, θέλω να γίνει καλός κουκουές". Οπότε αυτοί ξέσπασαν στα γέλια. "Ώστε αυτό θέλεις να γίνει ο γιος σου". "Τι να κάνουμε", απάντησα, "κατά μάνα κατά κύρη". Μετά τη γέννα με βάλανε στο διάδρομο. Λεχώνα σε έναν τεράστιο διάδρομο όλο παράθυρα και όλο ρεύματα, με ένα πάνινο παραβάν, από αυτά τα νοσοκομειακά. Και έξω από το παραβάν δύο χωροφύλακες νύχτα-μέρα».
σχόλια