Εσύ γέμισες τις μπαταρίες σου;

Εσύ γέμισες τις μπαταρίες σου; Facebook Twitter
Ακόμα και όσοι περνάνε τέλεια και μαγικά και υπερβατικά (όλοι το έχουμε πάθει), μετά γυρίζουν πίσω και θέλουν να πεθάνουν. Το comeback είναι πάντα αγρίως επώδυνο μετά το υπερδιεγερτικό high. Φωτο: Alexandros Michailidis / SOOC
0

Μπορεί να είμαι εγώ ή η ηλικία μου, άκουσα να το λένε κι άλλοι πάντως φέτος στις «διακοπές», ότι δηλαδή κάθε χρόνο μοιάζει πιο δύσκολο να διακόψει κανείς από τη μόνιμη και ψυχαναγκαστική –ως δεύτερο δέρμα– σχέση του με τα βιοποριστικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά άγχη, τα οποία έχουν κάνει μετάσταση και δεν καταλαβαίνουν τίποτα από ήλιο, θάλασσα, γεωγραφία και αλλαγή σκηνικού. Λίγες μέρες «μακριά» δεν κάνουν και πολλά πράγματα ή μάλλον κάνουν όλο και λιγότερα, σαν να έχει γίνει τόσο προβλέψιμη η θερινή διαδικασία «αποφόρτισης», που με κάθε νέα δόση χάνεται και κάτι από το παλιό εφέ.


Τι θα πει λίγες; Άλλοι δεν πήγαν καθόλου. Ναι, και κάποιοι άλλοι δεν έχουν να φάνε, ξέρω. Λυπάμαι, σπανίως βρίσκω παρηγοριά στην ευρύτερη οπτική. Κάτω από έναν μήνα σερί λίγες είναι, η ιδανική μεσογειακή τοποθεσία άλλωστε είναι το μόνο αξιόπιστο προνόμιο που προσφέρει αυτός ο τόπος, κι αυτό όμως πλέον μοιάζει να απευθύνεται αποκλειστικά στους προνομιούχους και στους διασωθέντες (προς το παρόν τουλάχιστον, κάθε χρόνο είναι εμφανείς οι νέες απώλειες).


Αν συγκρατούσα, πάντως, μια εικόνα από το νησί με κάποιο σημειολογικό βάρος (ελαφρύ πάντως, αρκετά βάρη έχουν μαζευτεί), θα ήταν μιας νεαρής Ελληνίδας –φοιτήτριας ενδεχομένως, εδώ ή έξω– που το βράδυ, με τον αέρα να λυσσομανά, έμοιαζε με μοντέλο φωτογράφισης πρεστίζ περιοδικού μόδας με θέμα το ιδανικό λουκ ελεύθερων κατασκηνωτών κατά τις νυχτερινές εξορμήσεις τους στη Χώρα (freak chic). Θα χρειαζόμουν fashion editor για να περιγράψω ακριβώς τον σκονισμένο, αλλά υπέρκομψο συνδυασμό σταχτόχρωμων ρούχων, αξεσουάρ και διάφορων layers, αρκεί πάντως η παρατήρηση ότι η εμφάνισή της, παρά τις κακουχίες, πήγαινε σε άλλο επίπεδο στυλ τον όρο «επιμελώς ατημέλητη».

Όταν είμαστε διακοπές, ανησυχούμε λιγότερο υποτίθεται, γκουγκλάρουμε λιγότερο υποτίθεται, και περιμένουμε να γεμίσουν οι μπαταρίες μας μαζί μ' αυτήν του κινητού που έχουμε αφήσει να φορτίζει στο πολύπριζο της ταβέρνας.


Απολύτως κατανοητό το καλοκαιρινό φρικοτρίπ, ακόμα κι αν είσαι φλώρος. Ειδικά μάλιστα αν είσαι φλώρος. Είναι ωραίο και χαλαρωτικό να φτάσεις να γίνεις σαύρα, αλοιφή, καμουφλαρισμένος μέσα στο σκηνικό. Ακόμα κι αν ελλοχεύει ο κίνδυνος ο «χαλαρός», ελλειπτικός λόγος σου να αφήνει ίχνη νοητικής υστέρησης, καθώς συζητάς με μισές προτάσεις κυρίως για τον καιρό, για την παραλία που μετακινείται ανάλογα με τους ανέμους, για την πλάκα χθες το βράδυ με τον τύπο που έλιωσε και δεν ήξερε πού βρισκόταν και πήγε να τσακιστεί κ.λπ.


Αυτό όμως απαιτεί χρόνο. Και χρόνος στο νησί –αν δεν παραθερίζεις σε εντελώς απομονωμένα σημεία του ορίζοντα ως ναυαγός– σημαίνει έναν κάποιο συγχρωτισμό με το ντόπιο στοιχείο και τότε είναι που συγκρούονται καμιά φορά έντονες επιθυμίες εντελώς διαφορετικής υφής, προκαλώντας έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Οι ντόπιοι επιθυμούν να αντλήσουν όσο πιο πολύ χρήμα (δεν το γράφω υποτιμητικά, η σεζόν είναι σύντομη και φευγαλέα αν δεν έχεις επιχείρηση σε υπερτροφικά μεγαθήρια τύπου Σαντορίνης) και οι επισκέπτες –Έλληνες και ξένοι– ό,τι αρπάξουν από διέγερση, χαλάρωση, ήλιο, θάλασσα, σεξ, φαγητό, διασκέδαση. Είναι μεγάλες οι προσδοκίες των διακοπών, τόσο εκ μέρους των τουριστών όσο και εκ μέρους της «βαριάς βιομηχανίας μας», όπως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε με ρεαλιστικό ύφος εδώ και χρόνια τον τουρισμό γενικά, και ειδικά τις υπηρεσίες διαμονής και εστίασης.

Αξίζει να γίνεται τέτοια συναισθηματική (για να μη μιλήσουμε για οικονομική) επένδυση σε κάτι τόσο λίγο και υπερτιμημένο; Ακόμα και όσοι περνάνε τέλεια και μαγικά και υπερβατικά (όλοι το έχουμε πάθει), μετά γυρίζουν πίσω και θέλουν να πεθάνουν. Το comeback είναι πάντα αγρίως επώδυνο μετά το υπερδιεγερτικό high.


Το μόνο βιβλίο που κατάφερα πραγματικά να διαβάσω φέτος κοντά στη θάλασσα ήταν τα απομνημονεύματα του Γκορ Βιντάλ με τον φαντεζί τίτλο «Palimpsest» («Παλίμψηστο»). Σε κάποιο σημείο αναφέρεται σε ένα «διανοητικό» (και ψιλονοσηρό) παιχνίδι που είχαν σκαρώσει λόγω πλήξης με τον Κρίστοφερ Ίσεργουντ ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του '50: «Ο Ίσεργουντ κι εγώ παίζαμε καμιά φορά με την εξής ιδέα: πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να δούμε ολόκληρο το μέλλον κάποιου που μόλις γνωρίσαμε, σαν να πηδούσαμε στο τέλος ενός βιβλίου για να δούμε τι απέγινε ο κεντρικός χαρακτήρας, όπως έκανε ο Μονταίν[ιος], πάντα ανυπόμονος να διαβάσει πώς πέθανε ο πρωταγωνιστής προτού δει πώς έζησε. Κατόπιν, λοιπόν, γνωρίζοντας το τέλος, μπορεί κανείς να συστηθεί στο νέο πρόσωπο κάπως έτσι: "Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο για σπατάλη. Όταν φτάσω στα εξήντα πέντε, εσύ θα έχεις πεθάνει προ πολλού κι εγώ θα έχω ξεχάσει εντελώς το όνομά σου"»...


Εξήντα πέντε; Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί είναι ακόμα στα τελευταία -άντα (πρώιμα, μέσα και ύστερα), αλλά ήδη κυκλοφορούν ανήσυχοι, βεβαρημένοι καθώς αισθάνονται με μικροάνοιες, απώλειες μνήμης και αναγκαστικό σβήσιμο προσώπων και καταστάσεων για να μην υπερφορτιστεί ο σκληρός δίσκος που βρίσκεται στα όρια χωρητικότητας προ πολλού. Τουλάχιστον, όταν είμαστε διακοπές, ανησυχούμε λιγότερο υποτίθεται, γκουγκλάρουμε λιγότερο υποτίθεται, και περιμένουμε να γεμίσουν οι μπαταρίες μας μαζί μ' αυτήν του κινητού που έχουμε αφήσει να φορτίζει στο πολύπριζο της ταβέρνας.

Στήλες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ