Στον κ. Χρυσοχοΐδη θα πρέπει κάποιος να θυμίσει ότι όπως είναι βλακεία να αναθέτεις τον πόλεμο στους στρατιωτικούς, άλλο τόσο βλακεία είναι να αναθέτεις την τήρηση της τάξης στην αστυνομία. Έπρεπε φυσικά τη φετινή επέτειο να αποφευχθούν οι ακρότητες και οι βανδαλισμοί που σημειώθηκαν ένα χρόνο πριν, μετά την δολοφονία Γρηγορόπουλου. Αλλά απ' αυτό το σημείο μέχρι τις εκατοντάδες προσαγωγές σε όλη την Ελλάδα υπάρχει μεγάλη διαφορά. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες ήταν περαστικοί ή πολίτες που ήθελαν να διαδηλώσουν ειρηνικά και αφέθηκαν ελεύθεροι αφού είχαν πέσει θύματα της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» του υπουργού. Τελικώς τι ακριβώς είναι ανεκτό στην σημερινή Ελλάδα; Επιτρέπεται η αναπνοή, ο περίπατος ή μόνο η παρακολούθηση της τηλεόρασης;
Γιατί αν κάποιος παρακολουθούσε δελτία ειδήσεων το ίδιο βράδυ θα μάθαινε μόνο την άλλη πλευρά των γεγονότων, δηλαδή τη δράση των ηλίθιων και των προβοκατόρων που περίμεναν πώς και πώς την 6η Δεκεμβρίου για να πάρουν τη ρεβάνς της 17ης Νοεμβρίου, όταν δεν μπόρεσαν να σπάσουν καταστήματα και να συγκρουστούν με την αστυνομία στο πλαίσιο των ετήσιων εκδηλώσεων επαναστατικής γυμναστικής.
Θα μάθαινε μόνο για τον τραυματισμό του πρύτανη της Αθήνας από τους τραμπούκους κουκουλοφόρους, που πριν από μερικούς μήνες ξυλοκόπησαν τον καθηγητή Γ. Πανούση και έκτοτε συνεχίζουν, με ραβδιά η με αυγά, την ιδεολογική τρομοκρατία στα Πανεπιστήμια ή στα βιβλιοπωλεία. Σε όποιον δηλαδή χώρο γίνεται η ελεύθερη διακίνηση ιδεών την οποία υποτίθεται ότι ήθελε να προστατεύσει το πανεπιστημιακό άσυλο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα καταργηθεί και νομοθετικά. Από τη σημερινή κυβέρνηση ή από την επόμενη, από την Ντόρα, τον Φούφουτο ή τον Σαμαρά που το έχει εξαγγείλει, έχει μικρή σημασία: την ευθύνη για την εξέλιξη έχουν όσοι το καταχρώνται τραμπουκίζοντας, πυροβολώντας εναντίον της κλούβας των ΜΑΤ τον περασμένο χειμώνα ή πετώντας εκρηκτικά από τις ταράτσες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως συνέβη την Κυριακή.
Με ευθύνη πρώτα απ' όλα της κυβέρνησης και των φιλικών ΜΜΕ, κανείς δεν είδε στις τηλεοπτικές οθόνες ότι στις διαδηλώσεις δεν πήραν μέρος μόνο κουκουλοφόροι και αστυνομικοί. Ότι η μεγάλη πλειοψηφία ήταν κανονικοί άνθρωποι που δεν ήθελαν να καταστρέψουν ή να δείρουν αλλά να τιμήσουν την μνήμη του Γρηγορόπουλου, ζητώντας παράλληλα την επίλυση των προβλημάτων που βασανίζουν τη νέα γενιά και τη σημερινή Ελλάδα.
Όμως στη χώρα έχει πλέον επικρατήσει η βεντέτα υπουργού Προστασίας του Πολίτη και παρανοημένων «αντιεξουσιαστών». Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ξεκίνησε αμέσως με την ανάληψη του υπουργείου στα Εξάρχεια, ο πρώτος πρόσφερε λόγο ύπαρξης στους δεύτερους. Ως αντάλλαγμα παίρνει τα συχνά συγχαρητήρια των σχολιαστών στα τηλεοπτικά παράθυρα, χτίζοντας σταδιακά ένα ηγετικό, αποφασιστικό προφίλ, στους αντίποδες των απερίγραπτων και ανίκανων προκατόχων του, που δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τις περιουσίες των απλών ανθρώπων.
Οι δεύτεροι έχουν βρει πλέον το νόημα που έλλειπε από τη ζωή τους, ασχολούμενοι από το πρωί μέχρι το βράδυ με την αστυνομική βία και προετοιμάζοντας τη νέα απάντησή τους στη νέα «προκλητική παρουσία» ή και την πραγματική βίαιη δράση της αστυνομίας.
Όλα αυτά συμβαίνουν στο γκρίζο περιβάλλον μιας βρόμικης, τριτοκοσμικής Αθήνας πλημμυρισμένης στα σκουπίδια που κατέβασαν οι νοικοκυραίοι γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τις σχετικές εκκλήσεις ενός ανυπόληπτου δήμαρχου. Μιας πολιτικής σκηνής που στα τηλεοπτικά παράθυρα ασχολείται, μετά τις ταραχές φυσικά, με το Μακεδονικό, το οποίο διαπομπεύει την Ελλάδα στο εξωτερικό για 20 χρόνια ενώ κανείς από τους κυβερνώντες δεν τολμάει να πει την αλήθεια στο λαό και να το κλείσει. Τι να περιμένει κανείς όμως από μια χώρα της οποίας τις εξελίξεις καθορίζει εδώ και ένα χρόνο ένα φανατισμένο, πολυδωρικό στρατιωτάκι του οποίου το χέρι όπλισε η ασυδοσία και η ατιμωρησία στην αστυνομία καθώς και ο ακροδεξιός φανατισμός; Τι μέλλον έχει μια χώρα της οποίας η τύχη εξαρτάται από τον κάθε Κορκονέα;
σχόλια