Όλα τα μεγάλα συλλαλητήρια στο κέντρο της Αθήνας έχουν έντονα τα γνωρίσματα μιας πολύπλοκης αλλά και πολύ καλά οργανωμένης κινηματογραφικής παραγωγής.
Την περασμένη Πέμπτη, ημέρα που ολοκληρωνόταν η ψήφιση του επίμαχου νόμου πλαισίου για τα Πανεπιστήμια με μια ογκώδη συγκέντρωση, κομπλέ με όλους τους γκεστ σταρ και όλες τις «παράλληλες δράσεις» της, ήμουν εκεί, στα γυρίσματα, από την αρχή ώς το τέλος. Παρατηρητής.
Είδα, και θαύμασα, την προετοιμασία όλων των συντελεστών της παραγωγής. Της τροχαίας, των ΜΑΤ, των διαδηλωτών, των μέσων ενημέρωσης, των καταστηματαρχών και λοιπών εργαζομένων στα λεγόμενα «εύφλεκτα σημεία» του έργου· των οδοκαθαριστών και αρκετών ακόμη, που παίζουν όμως πιο αόρατους ρόλους.
Η ουσία είναι πως εάν τους υποχρέωνες όλους αυτούς να συνεργαστούν μεταξύ τους, δεν θα τα κατάφερναν τόσο καλά. Η επιτυχία τους είναι, αναμφίβολα, αποτέλεσμα ενός αυθόρμητου και αρκετά άναρχου συντονισμού μεταξύ ομάδων ανθρώπων που δέχονται να παίξουν στο ίδιο έργο, για έναν και μόνο απλό λόγο – να γίνουν, έστω για λίγο, έστω και εικονικά, πρωταγωνιστές. Να προκαλέσουν την προσοχή του κόσμου. Που και αυτός, με τον τρόπο του, πρωταγωνιστεί… Είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα κλείνει η Τροχαία το κέντρο μιας πόλης που αδειάζει με απίστευτή ευκολία και ταχύτητα.
Η «μεγάλη σκηνή» είναι από νωρίς έτοιμη και ό,τι συμβαίνει γύρω και πέρα από αυτή –το ίδιο πάντα ασφυκτικό μποτιλιάρισμα αυτοκινήτων και ανθρώπων– ποσώς απασχολεί την παραγωγή. Οι άνδρες των ΜΑΤ από νωρίς στα «καίρια πόστα» τους. Αραχτοί μέσα στις κλούβες, μοιάζουν να χαλαρώνουν βαριεστημένα πριν από την έναρξη της παράστασης. Κανένα άγχος. Καμία υπερβολή στις pre-game κινήσεις τους. Απ’ όπου πέρασα και μπόρεσα να ρίξω κλεφτές ματιές μέσα στις κλούβες, είδα άπειρα ζευγάρια ποδιών απλωμένα πάνω στα καθίσματα και άκουσα δυο τρεις κουβέντες νορμάλ.
«Δεν μπορούμε απόψε, η κόρη μου έχει άσχημη γρίπη και θα μείνουμε σπίτι».
«Να δεις που θα κάνουμε Πάσχα στις παραλίες φέτος».
«Έχω δυο χρόνια να πάω σινεμά. Αφού είμαι χώμα όταν γυρνάω σπίτι».
Λίγο πιο κει τα τηλεοπτικά συνεργεία. Έτοιμα κι αυτά από νωρίς. Όσο πλησιάζει η ώρα που θα ανοίξει η αυλαία τόσο αυξάνεται η ένταση – κάτι που δεν συμβαίνει στις άλλες ομάδες παραγωγής. Οι ρεπόρτερ βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τους αρχισυντάκτες, οι οποίοι μάλλον είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να τους ανεβάσουν την αδρεναλίνη, ώστε όταν βγουν στον αέρα να είναι, να φαίνονται και να ακούγονται περίπου (ή μάλλον ακριβώς) όπως οι πολεμικοί συντάκτες όταν γύρω τους γίνεται χαλασμός.
Βλέπω μερικούς να κάνουν τα δοκιμαστικά τους και πραγματικά θαυμάζω την ευκολία με την οποία παίρνουν το ύφος του έντρομου παρατηρητή και αρχίζουν να περιγράφουν εικόνες που συνήθως βλέπουν μόνο από τα μόνιτορ μπροστά τους.
Πρόβες κάνουν στους χώρους των δικών τους προσυγκεντρώσεων και οι διαδηλωτές. Ξεδιπλώνονται τα πανό, δοκιμάζονται οι ντουντούκες, βάφονται και μερικά πρόσωπα – γιατί όχι; Θέαμα έχουμε. Κάποια στιγμή, με ένα αόρατο σήμα αρχίζει η παράσταση. Για δύο ώρες περίπου η πόλη θυμίζει Θερμοπύλες. Η κορύφωση των συγκρούσεων γίνεται πάντα στο prime time των δελτίων ειδήσεων. Τότε ακριβώς έγινε το χάπενινγκ με το «σπίτι του τσολιά» την περασμένη Πέμπτη. Πρωταγωνιστές κάθε τέτοιας επίμαχης σκηνής, που όμως πάντα φέρνει εισιτήρια στο ταμείο, οι λεγόμενοι «κακοί της υπόθεσης». Στο σινεμά τα πρόσωπά τους είναι άσχημα. Εδώ καλυμμένα. Στις πολυθρόνες τους οι νοικοκυραίοι βλέπουν το έργο «με κομμένη την ανάσα». Ο σχολιασμός των σκηνών από τους αναλυτές των παραθύρων τούς επιτρέπει να αισθανθούν ότι έχουν και αυτοί λόγο για τα τεκταινόμενα. Άλλωστε αυτοί, οι θεατές της εικονικής τηλεοπτικής-πολιτικής-κοινωνικής πραγματικότητας, είναι αυτοί που αύριο θα πρωταγωνιστήσουν σε μιαν άλλη, παρόμοια μεγάλη παραγωγή, με τίτλο «εκλογές».
Τα μάτια μου καίνε απ’ τα δακρυγόνα καθώς βγαίνω άρον άρον από το σταθμό του Μετρό στο σύνταγμα. Ο πορτιέρης στο «Μεγάλη Βρετάνια» μου φωνάζει «μην τα τρίψεις, ούτε με νερό να τα βρέξεις». Κατευθύνομαι σ’ ένα στούντιο στην Αμερικής για να στείλω ανταπόκριση στο BBC. Η Πανεπιστημίου γεμάτη πέτρες. Κοτρόνες. Τα ΜΑΤ κατεβαίνουν προς τα Προπύλαια, όπου έχουν υποχωρήσει οι φοιτητές.
Πολλοί από αυτούς πλήρωσαν τη νύφη για τα επεισόδια των κουκουλοφόρων. Έτσι γίνεται σε κάθε έργο. Πρέπει να πονέσουν και μερικοί «καλοί» για να έχει σασπένς. Μυρίζει μπαρούτι το τοπίο. Ερημωμένο είναι. Κλειστά τα μαγαζιά. Άφαντοι οι άνθρωποι. Μπαίνω στο στούντιο της Αμερικής σκεπτόμενος ότι όταν βγω, σε περίπου μισή ώρα, μπορεί να αντικρύσω κανα πτώμα. Τόσο άγρια είναι τα πράγματα. Τόσο τεταμένη η ατμόσφαιρα.
Κι όμως… Μισή ώρα μετά βγαίνω σε… μια άλλη χώρα! Σε κάποια μαγαζιά βλέπω πάλι φώτα. Κόσμος κάθεται έξω, στα τραπεζάκια στον πεζόδρομο της Βαλαωρίτου. Ούτε χαλίκι δεν υπάρχει πια στην Πανεπιστημίου και τα πρώτα αυτοκίνητα κάνουν πάλι την εμφάνισή τους. Τα μάτια καίνε ακόμη από τα δακρυγόνα αλλά βλέπω ότι τα λεωφορεία των ΜΑΤ έχουν φύγει, όπως και τα τηλεοπτικά βαν. Στα δελτία ειδήσεων η όμορφη κοπελιά μάς πληροφορεί ότι «και αύριο αίθριος θα ’ναι ο καιρός», και δείχνει Ιόνιο αντί για Αιγαίο. Οι νοικοκυραίοι την πέφτουν στο take away, συζητώντας ακόμα για «τους αλήτες που έκαψαν τον Άγνωστο Στρατιώτη».
Για την παιδεία δεν μιλάει πια κανείς…
σχόλια