YΠΑΡΧΕΙ ο συνηθισμένος τρόπος να βλέπουμε ανθρώπους με παραβατικό ή εγκληματικό παρελθόν: καθορισμένους μια για πάντα από εκείνες τις συγκεκριμένες επιλογές, αποφάσεις και σκέψεις τους. Με άλλα λόγια, κρίνουμε το εκάστοτε παρόν τους ως απόρροια κάποιων πράξεων που σαν να σφράγισαν για πάντα την προσωπικότητά τους.
Μπορεί ευτυχώς όμως να υπάρξει και ένα άλλο βλέμμα: αυτό που ακόμα και αν απεχθάνεται τις εγκληματικές πράξεις και τις αντικοινωνικές επιλογές θέλει να αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα της εξέλιξης και της διαφοροποίησης των ανθρώπων μέσα στο χρόνο. Μια φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να δικαιώνει μόνο την καχυποψία και την προσδοκία για το χειρότερο. Αποπνέει μιζέρια όταν η πρώτη της σκέψη είναι η προεξόφληση της απάτης και του κακού. Δεν είναι προφανώς ανάγκη να είμαστε αφελείς. Ας είμαστε όμως περισσότερο ανοιχτοί στο γεγονός πως ενίοτε οι άνθρωποι αλλάζουν, επαναπροσδιορίζουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τον κόσμο και ίσως έτσι αποκτούν και μια εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Η υπόθεση του Βασίλη Δημάκη έδειξε ότι σε σχέση με αυτά τα λεπτά ζητήματα δεν υπάρχει το χοντροκομμένο σύνορο ανάμεσα σε "φίλους των εγκληματιών" και "φίλους του νόμου". Έδειξε ότι οι αντιθέσεις στη δημόσια σφαίρα είναι πιο περίπλοκες και τέμνουν οριζόντια τους χώρους.
Αν πιστέψουμε όμως ότι κάποιος έπαψε να έχει ιστορία -δηλαδή να εξελίσσεται - από τη στιγμή που εγκλημάτησε είναι σαν να παραιτούμαστε από μια στοιχειώδη αρχή του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτισμού. Σαν να δικαιώνουμε τον στοχαστή της ζοφερής αντεπανάστασης Ζοζέφ Ντε Μεστρ που θεωρούσε πως το θεμέλιο του κράτους και της ηθικής τάξης είναι ο δήμιος.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση αυτή η παραδοχή. Γιατί παραμονεύει η απογοήτευση, η διάψευση, ο κίνδυνος να εκτεθείς αφού οι ανθρώπινες επιλογές διατηρούν ένα μεγάλο μερίδιο απρόβλεπτου.
Αν πιστέψουμε όμως ότι κάποιος έπαψε να έχει ιστορία -δηλαδή να εξελίσσεται - από τη στιγμή που εγκλημάτησε είναι σαν να παραιτούμαστε από μια στοιχειώδη αρχή του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτισμού. Σαν να δικαιώνουμε τον στοχαστή της ζοφερής αντεπανάστασης Ζοζέφ Ντε Μεστρ που θεωρούσε πως το θεμέλιο του κράτους και της ηθικής τάξης είναι ο δήμιος.
Η υπόθεση του Βασίλη Δημάκη έδειξε ότι σε σχέση με αυτά τα λεπτά ζητήματα δεν υπάρχει το χοντροκομμένο σύνορο ανάμεσα σε 'φίλους των εγκληματιών' και ΄φίλους του νόμου'. Έδειξε ότι οι αντιθέσεις στη δημόσια σφαίρα είναι πιο περίπλοκες και τέμνουν οριζόντια τους χώρους. Στέκομαι, έτσι, σε μια οριοθέτηση: δεν ξεκινώ από την βεβαιότητα του κακού, λόγου χάρη από την πένθιμη διάγνωση της αποτυχίας ενός ανθρώπου να σταθεί έξω από τις συγκεκριμένες πράξεις που τον οδήγησαν στη φυλακή. Επιλέγω να σταθώ στη δυνατότητα του 'αλλιώς', στην ικανότητα κάποιου να βγει αλλού και να κατακτήσει εντέλει μια άλλη σχέση με τους θεσμούς μέσα από μια διαφορετική σχέση με τη γνώση.
Θα διαψευστώ; Θα εκπλαγούμε δυσάρεστα; Δεν ξέρω. Κι εδώ όπως θα έλεγε ο Τσιόδρας βασιλεύει η αβεβαιότητα: η κατεξοχήν ανθρώπινη φάση της αβέβαιης έκβασης. Λέω όμως πως χρειαζόμαστε και κάποια εμπιστοσύνη και ένα απόθεμα ελπίδας. Ο ρεαλισμός μπορεί κι αυτός να είναι εγκάρδιος και πιο τρυφερός από την προσδοκία της απάτης και του ακατάλυτου κακού που επιστρέφει.
Κανένας δεν είναι προορισμένος να καθηλώνεται στη ‘φύση του’, στις αρχικές του επιλογές, στις επιμέρους πράξεις του. Αν ίσχυε αυτό θα έπρεπε να αναλύουμε την κοινωνία με τους τραμπικούς όρους καλών και κακών τύπων, των bad και good guys. Προτιμώ εντέλει να ενθαρρύνω τη θετική δυνατότητα από το να περιμένω πότε θα δικαιωθεί η καχυποψία μου για το ‘στραβοπάτημα του ενόχου’.