Η μαύρη παρακαταθήκη της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών, που επιβλήθηκε μια τέτοια μέρα στη χώρα πριν από 53 χρόνια, δεν εξαντλείται μόνο σε όσα έκανε αλλά κυρίως σε όσα κατέστρεψε. Ασφαλώς και σωστά το βλέμμα μας εστιάζει συνήθως στο έγκλημα της Κύπρου, οι πληγές από το οποίο είναι ακόμη ανοιχτές, τουλάχιστον όσο το νησί θα μένει χωρισμένο στα δύο και το μισό υπό τουρκική κατοχή. Αλλά η τραγική ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το έγκλημα αυτό ‒κορυφαίο δείγμα ενός άφρονος εθνικισμού που υπήρξε υπεύθυνος και για άλλες εθνικές τραγωδίες στο παρελθόν‒ έμελλε να αποτελέσει την αιτία για την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, επιταχύνοντας τις εξελίξεις στο εσωτερικό με τρόπο καταιγιστικό.
Χάρη και στην επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και τη στιβαρή καθοδήγησή του από τη θέση του πρωθυπουργού, η χώρα επανεγκαθίδρυσε το δημοκρατικό καθεστώς σε ελάχιστους μήνες μόλις, μάλιστα μέσα από μια τόσο βελούδινη μετάβαση που αποτελεί πρότυπο μετάβασης σε δημοκρατία στη διεθνή βιβλιογραφία. Όχι μόνο αυτό, αλλά η παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης έμελλε να αποδειχτεί πολύ πιο βαθιά απ' ό,τι φανταζόταν τότε οποιοσδήποτε από τους πρωταγωνιστές της: έστησε τα βαθιά θεμέλια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, της πιο ανθεκτικής και ποιοτικής δημοκρατίας που βίωσε ποτέ η χώρα εκ καταβολών της. Εμείς σήμερα, που είμαστε άλλωστε τα καλομαθημένα παιδιά της, μπορούμε, πιστεύω, αναμφίβολα να το διαβεβαιώσουμε αυτό.
Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι η επτάχρονη χούντα είχε ξεπεραστεί διαμιάς, χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις και ζοφερές επενέργειες στην πολιτική, στην κοινωνία και ιδίως στην κουλτούρα. Θα πρέπει κανείς να πάει πίσω, στη στιγμή της επιβολής της, την άνοιξη του 1967, για να κατανοήσει καλύτερα τι ήταν αυτό που αντιμάχονταν οι συνταγματάρχες και οι υποστηρικτές τους, τι ήταν δηλαδή εκείνο στο οποίο θεωρούσαν ότι αντιστεκόταν η οπισθοδρομική «αντεπανάστασή» τους. Διότι είναι λάθος να θεωρείται ότι το τμήμα αυτό των μεσαίων αξιωματικών που οργάνωσε (ενεργώντας αποκλειστικά για λογαριασμό τους) τη συνωμοσία της 21ης Απριλίου είχε ως μόνο εχθρό τον κομμουνισμό.
Μπορεί μετά το 1974 η διαδικασία του κοινωνικού εκσυγχρονισμού να ξαναπήρε μπροστά, και μάλιστα με πυρετώδεις ρυθμούς (αποτυπώνεται όλο αυτό στον μεταπολιτευτικό ενθουσιασμό για την οικοδόμηση μιας όντως φιλελεύθερης δημοκρατίας), αλλά είναι ένα ερώτημα αν μπορεί να ξανακερδηθεί ο χαμένος χρόνος στην Ιστορία. Η κοινωνία έγινε μεν πιο δημοκρατική, εξασφαλίζοντας ευκαιρίες σε όλους, χωρίς ιδιαίτερους αποκλεισμούς, αλλά δεν έγινε πιο ανοιχτή. Ούτε πιο ανεκτική.
Ασφαλώς και οι συνταγματάρχες ήταν ορκισμένοι αντικομμουνιστές και στις διακηρύξεις τους εμφανίζονταν ως αυτόκλητοι υπερασπιστές της σκληρής εκδοχής του μετεμφυλιακού κράτους, με τον στρατό να θεωρείται ο κατεξοχήν φορέας και εγγυητής της συνέχισης του αντικομμουνιστικού αγώνα στο διηνεκές. Αλλά οι συνωμότες στρέφονταν και ενάντια στον κοινοβουλευτισμό και τους θεσμούς του, συνολικά και αδιακρίτως. Όπως και στρέφονταν κατά του συνόλου των τότε πολιτικών κομμάτων τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, εξού και η σύλληψη και εκτόπιση εκείνο το πρώτο διάστημα από τη χούντα συμπεριλάμβανε άπαντες, αριστερούς και δεξιούς πολιτικούς.
Θεωρούσαν δηλαδή ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν μια χρεοκοπημένη μορφή οργάνωσης της πολιτείας διότι έρεπε στη διαρκή φλυαρία, στη διαφθορά και στη συναλλαγή, αδυνατώντας να προσφέρει τις δυναμικές λύσεις επιβολής επί των «εχθρών» της, τις οποίες μόνο μια πεφωτισμένη δεσποτεία, δήθεν αδιάφθορων στρατιωτικών, θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Επρόκειτο για παλιές, αυταρχικές ιδέες, γνωστές ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Ευρώπη.
Διακατέχονταν ωστόσο και από άλλους φόβους που δεν έχουν αναδειχτεί επαρκώς και ίσως να ήταν ακόμη σημαντικότεροι παράγοντες ανησυχίας για το μέρος εκείνο του στρατού αλλά και της κοινωνίας που συμμεριζόταν τις οπισθοδρομικές και επικίνδυνες αντιλήψεις των χουντικών. Η δεκαετία του '60 υπήρξε για την Ελλάδα μια δεκαετία πραγματικής κοινωνικής και πολιτισμικής έκρηξης. Κυρίως ήταν μια περίοδος χειραφέτησης από τις λογής-λογής καταπιεστικές αυθεντίες του παρελθόντος: της άκαμπτης πατριαρχικής οικογένειας που ήλεγχε ασφυκτικά τις ζωές των μελών της και της ελληνoρθόδοξης Εκκλησίας που ήλεγχε τις συνειδήσεις και την ηθική τους. Χωρίς κάποιου τύπου «επανάσταση» σαν αυτή του 1968 που ακολούθησε, σαρώνοντας όλο τον δυτικό κόσμο και όχι μόνο, στην ακόμη τότε περιθωριοποιημένη Ελλάδα είχε παραδόξως προηγηθεί μια ακήρυκτη και χαμηλόφωνη επανάσταση των ηθών, στην οποία φυσικά πρωταγωνιστούσε κυρίως η νεολαία.
Δεδομένης της δημογραφικής έκρηξης μεταπολεμικά αλλά και του κύματος μετεγκατάστασής τους στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, καθώς και της οικονομικής ανάπτυξης που έτρεχε με ρυθμούς πρωτοφανείς παγκοσμίως, οι Έλληνες νεολαίοι βίωναν το αίσθημα εκείνο απελευθέρωσης που βιώνουν συχνά οι κοινωνίες μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο, με τη μεγάλη διαφορά ότι αυτή η άσκηση χειραφέτησης σκόνταφτε διαρκώς πάνω στα μεγάλα ιερά τοτέμ της χώρας, δηλαδή στον συντηρητισμό των αστικών αλλά και των κομμουνιστικών κομμάτων (που στα ζητήματα ηθικής δεν διέφεραν καθόλου από τα αστικά), στον πουριτανισμό της αγίας ελληνικής οικογένειας και στον σκοταδισμό της ιεραρχίας της ελλαδικής Εκκλησίας.
Παρά ταύτα, η ακήρυκτη και χαμηλόφωνη αυτή εξέγερση, που ήταν μάλιστα από τις πρώτες που εκδηλωνόταν με αυτούς τους όρους στην Ευρώπη, προχωρούσε υπογείως, αμφισβητώντας την επικρατούσα κουλτούρα. Οι νέοι αυτοί, διάσπαρτοι σε όλη την επικράτεια, στις μεγάλες πόλεις αλλά ακόμη και στις μικρότερες κωμοπόλεις, διάβαζαν πιο προχωρημένη λογοτεχνία, έβλεπαν θέατρο και καλό σινεμά, άκουγαν ή και έπαιζαν οι ίδιοι την πρωτοποριακή τότε ροκ μουσική σε μικρά γκρουπάκια που στήνονταν αυτοσχέδια παντού κατά δεκάδες, οργάνωναν διονυσιακά πάρτι μέχρι πρωίας, εκδήλωναν ελευθεριότητα στο σεξ για τα μέτρα της εποχής, σπάζοντας το ταμπού της παρθενίας και των προγαμιαίων σχέσεων, ενώ οι εκτρώσεις, καίτοι παράνομες, ήταν, όπως φαίνεται, συχνή υπόθεση στη ζωή των τότε νεαρών γυναικών. Μάλιστα, σε ορισμένους πιο χειραφετημένους κύκλους γίνονταν δεκτοί, χωρίς διακρίσεις, ακόμα και οι ομοφυλόφιλοι, παρότι είναι αλήθεια ότι για εκείνους ειδικά η κοινωνία εξακολουθούσε να εγείρει τα παλιά φοβικά ή και επιθετικά αντανακλαστικά της, και αυτό θα αργούσε να υποχωρήσει.
Άλλωστε, αυτή η πολιτισμική επανάσταση που συνέβαινε σε χαμηλό κοινωνικό επίπεδο είχε, ως γνωστόν, την αντανάκλασή της και στο υψηλό πνευματικό επίπεδο. Τα πνευματικά δημιουργήματα της εποχής στη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική, το θέατρο, το σινεμά (αν και λιγότερο αυτό, είναι αλήθεια) παραμένουν σε ορισμένες περιπτώσεις αξεπέραστα, εξού και βρήκαν ήδη από τότε αναγνώριση στο εξωτερικό, φτιάχνοντας τον σύγχρονο μύθο της Ελλάδας, για πρώτη φορά θα έλεγα τόσο αυθεντικά μετά την επανάσταση του 1821 και το πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον του ρομαντικού φιλελληνικού ρεύματος που ξαναέβρισκε τότε εδώ, υποτίθεται, την ευκαιρία για την αναγέννηση της ηπείρου με δημοκρατικούς όρους. Συνεπώς, όταν λέμε ότι η δεκαετία αυτή είναι με έναν τρόπο ο χρόνος και ο τόπος γέννησης της σύγχρονης Ελλάδας ούτε λαθεύουμε ούτε και υπερβάλλουμε.
Ο αντίπαλος ήταν περισσότερο ο βίαιος χωροφύλακας παρά ο καταπιεστικός πατέρας. Και περισσότερο ο Άγγλος και ο Αμερικανός «ιμπεριαλιστής» παρά το εθνικιστικό έθνος και τα «προαιώνια» δίκαιά του.
Το πρόβλημα όμως προερχόταν από την πολιτική, μέρος της οποίας υπήρξε ήδη άλλωστε από τον Μεσοπόλεμο ο στρατός. Η αλαζονεία του Θρόνου, ο διάχυτος συντηρητισμός του πολιτικού συστήματος, οι ατέρμονοι βυζαντινισμοί του, η διγλωσσία, ο τυχοδιωκτισμός και η υποκρισία του, η πλήρης αδυναμία συνεννόησης, όταν αυτό απαιτούνταν, η προσήλωση στη συγκέντρωση ισχύος και όχι στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, οι ενίοτε απροκάλυπτες παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά πράγματα, κυρίως δε ο αυταρχισμός της εξουσίας, οι διάφοροι αποκλεισμοί και οι διώξεις για τα πολιτικά φρονήματα, οι κατάφορες αδικίες σε μέρος των πολιτών καθώς και το διεθνές κλίμα του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, του διεθνούς αντιπυρηνικού κινήματος, καθώς και του κύματος της απο-αποικιοποίησης παγκοσμίως, που στα καθ' ημάς συνδεόταν με τον κυπριακό αγώνα κατά των Άγγλων επικυρίαρχων στο νησί, καλλιεργούσαν τη διάθεση της αντίστασης στους δυναμικότερους των νέων. Και, πάνω απ' όλα, πολιτικοποιούσε έντονα τη στάση τους με προνομιακό εκφραστή της οργής τους, φυσικά, την αριστερά.
Έτσι, αναγκαστικά, η πολιτισμική αυτή εξέγερση που όφειλε την ορμή της σε μια ενστικτώδη κοινωνική δυναμική που συνοδεύει πάντα τις αναπτυσσόμενες κοινωνίες υπερπολιτικοποιούνταν και έχανε μέρος της χειραφετητικής της ορμής, διότι υποχρεωτικά υποτασσόταν στις ανάγκες του πολιτικού παιχνιδιού. Εν τέλει, ο αντίπαλος ήταν περισσότερο ο βίαιος χωροφύλακας παρά ο καταπιεστικός πατέρας. Και περισσότερο ο Άγγλος και ο Αμερικανός «ιμπεριαλιστής» παρά το εθνικιστικό έθνος και τα «προαιώνια» δίκαιά του.
Αλλά ακόμα κι έτσι, το νεολαιίστικο αυτό κίνημα, που άλλωστε ένα μέρος του, όπως οι γιεγιέδες, συνέχιζε τις προσωπικές του αναζητήσει παραπλεύρως της πολιτικής, φάνταζε επικίνδυνο για τα υπερσυντηρητικά ήθη της Ελλάδας, της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογένειας. Ο Τύπος της εποχής αλλά και το εγχώριο σινεμά βρίθει από άρθρα, ρεπορτάζ και κινηματογραφικές αναφορές στους τεντιμπόιδες αυτούς, η ακούρευτη κόμη των οποίων προκαλεί το κοινό αίσθημα των φιλήσυχων νοικοκυραίων, αμετανόητων οπαδών της τάξης και της ασφάλειας. Και αυτός ο φόβος είναι ακόμα πιο έντονος στους κύκλους των καραβανάδων συνωμοτών, αυθεντικά παιδιά όλοι τους της βαθιάς αγροτικής Ελλάδας της εσωστρέφειας και του διανοητικού σκοταδισμού.
Απέναντι σε αυτή την Ελλάδα της χειραφέτησης, απ' όποιο πολιτικό χώρο κι αν προέρχονταν (και υπήρξαν ασφαλώς και πολλοί φιλελεύθεροι μεταξύ αυτών), ήταν που κυρίως «επαναστάτησαν» οι χουντικοί. Ο αναρχικός μαλλιάς ροκάς φοιτητής με το στρατιωτικό αμπέχονο που είχε είδωλο τον Τσε αντικατέστησε ως Νο1 εχθρός του καθεστώτος, στις αρχές της δεκαετίας του '70, τον προδικτατορικό κομμουνιστή με την επαρχιώτικη προφορά και το κλειστό ως πάνω πουκάμισο που υπάκουε τυφλά στη σοβιετικής κοπής κομμουνιστική ιεραρχία. Και αυτή την εξελικτική διαδικασία της μετατροπής της ελληνικής κοινωνίας σε μια χειραφετημένη κοινωνία ήταν που επιχείρησαν να σταματήσουν ‒ και φαίνεται ότι ως προς αυτό πράγματι τα κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό.
Μπορεί, λοιπόν, μετά το 1974 η διαδικασία αυτή του κοινωνικού εκσυγχρονισμού να ξαναπήρε μπροστά, και μάλιστα με πυρετώδεις ρυθμούς (αποτυπώνεται όλο αυτό στον μεταπολιτευτικό ενθουσιασμό για την οικοδόμηση μιας όντως φιλελεύθερης δημοκρατίας), αλλά είναι ένα ερώτημα αν μπορεί να ξανακερδηθεί ο χαμένος χρόνος στην Ιστορία. Η κοινωνία έγινε μεν πιο δημοκρατική, εξασφαλίζοντας ευκαιρίες σε όλους, χωρίς ιδιαίτερους αποκλεισμούς, αλλά δεν έγινε πιο ανοιχτή. Ούτε πιο ανεκτική. Και τούτο διότι εκείνη η πολιτισμική άνοιξη που ξεκίνησε με τους όρους που είδαμε από τα τέλη της δεκαετίας τους '50 διακόπηκε βίαια και το νήμα έσπασε. Ίσως όχι εντελώς, αλλά πάντως χωρίς την αρχική δυναμική του, που υποσχόταν μια πραγματική ρήξη με το συντηρητικό παρελθόν.
Αν κάτι μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε η σημερινή επέτειος, πάνω από μισό αιώνα μετά, είναι, πιστεύω, ακριβώς αυτό: πώς να ξαναπιάσουμε το κομμένο νήμα με μια πιο βαθιά χειραφέτηση που εκκρεμεί έκτοτε και η οποία διαθέτει σήμερα αρκετές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί από ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία που μετά από μία δεκαετία μεγάλων παλινωδιών δείχνει να μπορεί να ξανασκεφτεί πιο ώριμα τον εαυτό της επ' αφορμή μιας τεράστιας πλανητικής κρίσης απέναντι στην οποία επέδειξε πολύ καλύτερα αντανακλαστικά από τις υποτιθέμενα πιο προηγμένες.
Σε αυτό το συνεχές των 200 χρόνων της εθνικής μας ιστορίας που θα γιορτάσουμε του χρόνου, η δεκαετία του '60, τον 20ό αιώνα, και η δεκαετία του '20, τον 21ο αιώνα πλέον, δείχνουν να έχουν πολύ περισσότερα να συζητήσουν ως προς το πώς θα ήθελαν να φαντασιωθούν το μέλλον τους. Και για το πώς, μετά από μια καταστροφή, η ωριμότητα του πολιτικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη χειραφέτηση μια κοινωνία που έχει πάρει τα οδυνηρά, αλλά αναγκαία μαθήματά της από το παρελθόν. Διότι αν κάτι πρέπει να κάνει, μεταξύ άλλων, η επιστήμη της Ιστορίας, δεν είναι μόνο να παρελθοντολογεί αλλά να ανοίγει και παράθυρα στο μέλλον.
* Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».
σχόλια