ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΟΤΑΝ σκεφτόμαστε την Κρήτη όλοι όσοι δεν ζούμε εκεί; Μια ποικιλόχρωμη και πολύβουη ακολουθία από αντικρουόμενες συχνά παραστάσεις, ακλόνητα στερεότυπα, μπόλικο φολκλόρ, ιδανικές καταστάσεις διακοπών αλλά και βαθιές παθογένειες.
Από τη μια, η αρχαία και η σύγχρονη μυθολογία του μέρους και η θέση του στον νοητό άξονα Κορσική - Σικελία – Κρήτη, οι μουσικές, οι μαύρες φορεσιές, οι κώδικες τιμής, οι βεντέτες, τα τριήμερα γλέντια, οι συναρπαστικές εναλλαγές του τοπίου, οι μαγικές παραλίες στο νότιο τμήμα, το συγκλονιστικό φαγητό, το μακρύ καλοκαίρι, το ειδικό βάρος της κρητικής παράδοσης σε όλες τις πτυχές της.
Από την άλλη, οι εμπειρίες ή οι μαρτυρίες τρόμου με φόντο την εθνική οδό της Κρήτης, οι νεόκοποι μαυροπουκαμισάδες, οι τόνοι τσικουδιάς, η ασύδοτη οπλοκατοχή, οι κακογραμμένες μαντινάδες, η κουλτούρα της συμπλοκής.
Όλοι, τέλος πάντων, από κάπου καταγόμαστε και προσωπικά δεν επιθυμώ να με καθορίζει η καταγωγή μου (κάτι που με καθορίζει σίγουρα είναι η έντονη και αντανακλαστική δυσανεξία στον εθνικισμό και τον τοπικισμό, και οι Κρητικοί είναι πρωταθλητές στον δεύτερο), όχι όμως ότι δεν σημαίνει και τίποτε απολύτως.
Στην πραγματικότητα, η Κρήτη δεν είναι νησί όπως τα άλλα νησιά, είναι ολόκληρη (άλλη) χώρα, είναι υπο-ήπειρος που στέκει σε καθεστώς ημι-αυτονομίας στην απόληξη της βαλκανικής χερσονήσου.
Συνεπώς, όσο να 'ναι, με τσιμπάει λίγο η κατακραυγή που σκάει κάθε φορά και με διαφορετικές αφορμές σχετικά με παθολογικές ή εγκληματικές συμπεριφορές που εμφανίζονται να πηγάζουν από μια ακραία έστω ή διεστραμμένη αντίληψη του κρητικού «τρόπου» και του περίφημου ιδεώδους της επίκτητης κρητικής λεβεντιάς. Και είναι πολλές οι φορές τα τελευταία χρόνια και με πολύ πιο σοβαρές αφορμές από το φρικαλέο παραλήρημα του «Κρητικού» από το «Big Brother».
Παρά την επέλαση του τουρισμού, στον οποίο στηρίζεται σε κρίσιμο βαθμό εδώ και δεκαετίες η οικονομία του τόπου, στην Κρήτη παραμένει ισχυρή η σκληρή, ορεσίβια κουλτούρα που διαχέεται από τα ορεινά χωριά προς τα παράλια του νησιού. Ασχέτως του αν στην πραγματικότητα η Κρήτη δεν είναι νησί όπως τα άλλα νησιά, είναι ολόκληρη (άλλη) χώρα, είναι υπο-ήπειρος που στέκει σε καθεστώς ημι-αυτονομίας στην απόληξη της βαλκανικής χερσονήσου.
Στα «Σχόλια του Τρίτου», αυτό το διαχρονικά εύχρηστο εγχειρίδιο «νεοελληνικής μυθολογίας», ο Χατζιδάκις κάνει λόγο (από το μακρινό 1978) γι' αυτό το ιδιαίτερο γεωγραφικό/πολιτισμικό πόστο που κατέχει η Κρήτη στο πλαίσιο του σχιζοειδούς συνδρόμου «βαλκανικής ταυτότητας με μεσογειακή θεώρηση» που «πιστοποιεί τον τόπο μας από το '21 ως τις μέρες μας»: σε αντιδιαστολή με «τη νεοβυζαντινή μακεδονίτικη κατήφεια ή την εθνοφρουρίστικη αντίδραση της Μάνης», η Κρήτη παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της «χαμένης μεσογειακής μας συνείδησης».
Εγώ, πάλι, θυμάμαι τον νεαρό εαυτό μου να είναι απλώς ικανοποιημένος από το γεγονός ότι, αν μη τι άλλο, αντίθετα από την ηπειρωτική χώρα, δεν έστεκε –και δεν στέκει– να αποκαλέσεις τους Κρητικούς, «βλάχους».
Σε άλλο κεφάλαιο της ανθολογίας αυτής με τα κείμενα των εκπομπών του στο Τρίτο Πρόγραμμα, ο Χατζιδάκις επανέρχεται στην Κρήτη, έναν χρόνο μετά, προκειμένου να επισημάνει τις γραφικότητες και τους επικίνδυνους περιορισμούς της παραδοσιοκρατίας:
«Σαν ξαναβρήκα μέσα μου την Κρήτη, μ' εντυπωσίασε που οι νέοι της χορεύουνε τη νύχτα κρητικούς χορούς, κι όχι ξενόφερτους, ντυμένοι γαμπριάτικα και μασουλώντας τσίχλα. Το βρήκα τούτο εξαίσιο και φωτεινό παράδειγμα για την απάνω χώρα. Μα όσο το 'βλεπα, τόσο και περισσότερο γινόμουν σκεφτικός και άρχιζα να ξεχωρίζω κάποιον κίνδυνο. Τον κίνδυνο του γραφικού. Αυτόν, που μας παρουσιάζει εύκολα, προκλητικά, με το ιδιόμορφο πρόσωπό μας, χωρίς να 'χουμε μάθει στο μεταξύ να ζούμε άνετα και φυσικά την καταγωγή μας... Γιατί η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση... Γιατί η ποιότητα της κληρονομιάς ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε, κι όχι στο ήθος ή στο ύφος αλλοτινών καιρών».
Όταν όμως γράφονταν αυτά τα κείμενα, δεν είχε συντελεστεί ακόμα η μπασταρδοποίηση της κρητικής κουλτούρας με τα υβριδικά «σκυλο-κρητικά» άσματα και τα θηριώδη μαύρα αγροτικά με τα φιμέ τζάμια. Ούτε ζούσαμε σε καιρούς, όπως οι τωρινοί, που φαίνεται να απενοχοποιούνται και να απελευθερώνονται τα χειρότερα αντιδραστικά, μισογυνικά και ομοφοβικά ένστικτα.
Θυμάμαι μία από εκείνες τις εφημερίδες για τους Κρήτες του Λεκανοπεδίου που εξακολουθούσαν να φτάνουν ταχυδρομικώς στο πατρικό σπίτι, παρότι οι συνδρομές παρέμεναν απλήρωτες, και έφερε πλάι στον τίτλο της («Κρητικό Βήμα» ή «Κρητικά Νέα», δεν είμαι σίγουρος) ως μόνιμο σλόγκαν τη ρήση που έχει αποδοθεί στον Καζαντζάκη στα τελευταία του: «Μεγάλη ευθύνη να είσαι Κρητικός».
Θυμάμαι κάποτε και τη μητέρα ενός συμμαθητή στο δημοτικό να λέει με μια περίεργη σιγουριά ότι «οι Κρητικοί μπορεί να είναι ή οι καλύτεροι ή οι χειρότεροι άνθρωποι που μπορείς να συναντήσεις». Μέση οδός δεν υπάρχει, όπως φαίνεται, για την Κρήτη.
Πολύ πιο πρόσφατα, θυμάμαι επίσης, στο τραπέζι που ακολούθησε μια βάφτιση στην Κρήτη, να παρατηρώ την κοπέλα που είχε αναλάβει τον ρόλο κλόουν-ανιματέρ για τα μικρά παιδιά στον κήπο της εξοχικής ταβέρνας να γίνεται ξαφνικά αυστηρή με κάποια αγοράκια (κοπέλια) τα οποία κορόιδευαν ένα άλλο αγοράκι επειδή είχε χάσει στο παιχνίδι που έπαιζαν «από ένα κορίτσι». Θα ισχυριζόμουν ότι παρόμοια σκηνή θα μπορούσε να διαδραματιστεί και οπουδήποτε αλλού, ξέρω όμως ότι στην Κρήτη αποτελεί φυσιολογική έκφραση μιας κουλτούρας στραγγαλισμού της ευαισθησίας και ανάδειξης της πιο αποπνικτικής ματσίλας που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και εκτρέφει θλιβερούς, δυστυχείς και κάποιες φορές επικίνδυνους ψευτολεβέντες. Κακά τα ψέματα γενικά, και ειδικά για την Κρήτη.
σχόλια