ΣΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ και των πραγματικών διώξεων –και στις χώρες του κόσμου όπου αυτό συμβαίνει πάντα, σε ένα Ιράν, μια Λευκορωσία, μια Τουρκία– η αίρεση διαθέτει μια αλήθεια: παραμένει σε επαφή με την ελευθερία, τον διαφωτισμό, την αντίσταση στην απολυταρχία. Η αιρετική ανορθοδοξία έχει εκεί ένα πραγματικό, ένσαρκο και τραγικό τίμημα. Αυτό που ζούμε, όμως, στις δικές μας κοινωνίες είναι κάτι πολύ διαφορετικό: η αίρεση, το να είσαι αιρετικός και να διαφέρεις, έχει γίνει στόχος και διεκδίκηση. Στο styling των δημόσιων στάσεων ο παλιός ριζοσπαστισμός (αριστερός, κατά κανόνα) νιώθει πλέον τον ανταγωνισμό των έκκεντρων «αιρετικών φωνών». Η αίρεση δεν είναι ριζοσπαστική, αλλά θέλει να είναι αρκούντως ενοχλητική και να θορυβεί. Το 2020 αυτό μπορεί να το κάνει με τη βοήθεια μιας απλής τεχνογνωσίας: αντιστρέφοντας ή λοιδορώντας κάποια στερεότυπα και καρικατούρες προοδευτισμού. Αν, ας πούμε, το καλό και ορθό είναι εκείνη η διασημότητα που μιλάει για τη δυστυχία των προσφύγων, ο «αιρετικός» διαλέγει να σταθεί στη βιομηχανία των επιδομάτων για ανεπρόκοπους Αφγανούς, στις διεφθαρμένες ΜΚΟ ή στην υποκρισία των δακρύβρεχτων χολιγουντιανών. Κάπου εκεί, ανάμεσα στη λυρική καλοσύνη των μεν και την πικρόχολη διεκδίκηση του ρόλου του κακού παιδιού για τον «αιρετικό», στήνεται το ιδεώδες σκηνικό. Έτσι, για παράδειγμα, στα «ανοιχτά σύνορα» –που τα θεωρεί, αδικαιολογήτως, κυρίαρχη ιδέα– ο αιρετικός αντιπαραθέτει σθεναρά εξοπλιστικά προγράμματα και την με κάθε μέσο αποτροπή. Ξορκίζοντας τη χαλάρωση, τα μηδενιστικά φαινόμενα ή τις αποτυχίες της δημόσιας εκπαίδευσης, ο αιρετικός μελαγχολεί αναθυμούμενος τον χάρακα, το πολυτονικό, τον δάσκαλο που έβαζε τον μαθητή να γράψει σελίδες με την κλίση του ρήματος ορώ / εώρακα / εωράκειν. Με αναφορά στα δείγματα κατάπτωσης, αναξιοπιστίας ή πολιτικής φαυλότητας στην Ευρώπη (και δεν είναι λίγα), ο «αιρετικός» μπορεί να ανατρέξει ως το ρωσικό κόμμα, κληρονομώντας την ιδέα ότι το βασικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής ήταν οι αχώνευτες φράγκικες επιρροές στη διανόηση και στους θεσμούς. Έτσι, άλλωστε, μπορεί να δει και τον Μακρόν (ασχέτως του αν τα Rafale τού φαίνονται θελκτικά, αφού είναι οπλική ισχύς) ως την έσχατη φράγκικη αυταπάτη των προοδευτικών ελίτ.
Με άλλα λόγια, η μανία τού να είσαι διαφορετικός περνάει σήμερα από «συντηρητικές αξίες». Αλλά για να αρέσουν οι συντηρητικές αξίες στους σύγχρονους, αποσπασματικούς ανθρώπους, δηλαδή για να μη φαίνονται πεπαλαιωμένες ή αδρανώς δασκαλίστικες, πρέπει να είναι αιρετικές, φιλτραρισμένες από οξύθυμη ανατρεπτικότητα.
Με άλλα λόγια, η μανία τού να είσαι διαφορετικός περνάει σήμερα από «συντηρητικές αξίες». Αλλά για να αρέσουν οι συντηρητικές αξίες στους σύγχρονους, αποσπασματικούς ανθρώπους, δηλαδή για να μη φαίνονται πεπαλαιωμένες ή αδρανώς δασκαλίστικες, πρέπει να είναι αιρετικές, φιλτραρισμένες από οξύθυμη ανατρεπτικότητα. Έτσι, αν δεν πεις τον φιλελεύθερο «φιλελέ», κάποιο λάθος έχεις κάνει. Αν δεν μειώσεις τον αριστερό σε αριστερούλη ή τον πολίτη που τηρεί και συμφωνεί με τα μέτρα περιορισμού σε μασκολάγνο, πάλι δεν κατορθώνεις να φτάσεις στο ύψος της αιρετικότητας.
Μην έχουμε, όμως, αυταπάτες. Αυτή η στάση τρέφεται από την πλήξη που προκαλεί η συμβατική πολιτική στάση και κυρίως η αδυναμία του κέντρου –ως ευαισθησίας, παρά ως θρυμματισμένου πολιτικού χώρου– να υπερασπιστεί με δύναμη την ιδέα και τις πρακτικές απαιτήσεις μιας καλύτερης δημοκρατίας. Ο ναρκισσιστικός αντικομφορμισμός τρέφεται από τη στάση εκείνων που δεν βλέπουν τις ορατές αποτυχίες στη δεύτερη φάση της υγειονομικής κρίσης, από εκείνους που είναι περίπου πρόθυμοι να πειστούν από το συγκοινωνιακό έργο του Καραμανλή junior ή από το διοικητικό έργο στο μεταναστευτικό ενός Μηταράκη. Για να το πούμε αλλιώς, ο αιρετικός νεο-εθνικισμός εκμεταλλεύεται τις ουκ ολίγες μετριότητες, τις φτωχές ιδέες ή τα λάθη που παρεπιδημούν στο «κατεστημένο».
Η αίρεση, διεθνώς, είναι πειρασμός ενός κομματιού διανοουμένων, influencers, σχολιαστών και «απλού κόσμου». Περιγράφουν τους εαυτούς τους ως αποσυνάγωγους, ως αντιφρονούντες στην αυτοκρατορία της καταπιεστικής συναίνεσης. Αν διαβάσουμε, όμως, τα περισσότερα μηνύματά τους –για να καταλάβουμε τι μπορεί να φοβίζει πια το σύστημα, όπως πιστεύουν οι ίδιοι–, δεν θα δούμε ούτε συγκινητικές κραυγές απόγνωσης ούτε πόνο: μόνο μια προσπάθεια μίμησης των μαρτύρων άλλων ιστορικών περιόδων και καθεστώτων. Οι μεταμοντέρνοι αιρετικοί σπεύδουν να δανειστούν τη λάμψη των εξόριστων κάποιων άλλων εποχών, δίχως όμως να τους διώκει με ζήλο κανείς. Ποια εξόριστη αλήθεια έχουν οι απόψεις αυτών των απόστρατων ή καθηγητών που τους βλέπεις το πρωί στην τηλεόραση να συμβουλεύουν κι άλλες αγορές οπλικών συστημάτων ή να πλασάρουν την ιδέα για προληπτικά πλήγματα στον εχθρό; Σε τι είναι αιρετικό να διακηρύσσει κανείς ως διανοούμενος αυτά που λέγονται κατά κόρον σε ταξί, μπακάλικα και στάσεις, ότι είμαστε μόνοι και ότι η Ελλάδα χάνει την ταυτότητά της, ενώ η πολιτική τάξη «κιοτεύει», πελαγοδρομεί ή εξαγοράζεται; Ποια αιρετική δυναμική έχει σε μια διεθνή συγκυρία ανόδου των εθνικισμών το να αντιγράφεις το ρεύμα, έστω με τις δικές σου φιλολογικές αποχρώσεις;
Δεν χρειαζόμαστε, όμως, αιρετική διαφωνία; Προφανώς. Ωστόσο, αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι η ύπαρξη δημόσιων κριτικών φωνών που σε κάθε χώρο, από τη δεξιά μέχρι την αντιολοκληρωτική αριστερά, να μην αποθεώνουν εαυτούς ως διωκόμενους αιρετικούς. Στις δημοκρατίες της γνώμης και των ποσταρισμάτων δεν είναι «αίρεση» τα χιλιάδες «μας ελέγχουν», τα άφθονα «κάτω η νέα τάξη πραγμάτων», οι θεωρίες του πρώτου πλήγματος στα ελληνοτουρκικά ή οι λαθρο-μεταναστευτικές οντολογίες: είναι αρκετά διάχυτες απόψεις ομάδων, ατόμων, ψευδωνύμων και επωνύμων.
Στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Ιταλία και στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα χιλιάδες εστίες πραγματικής ή κατά φαντασίαν ανυποταξίας, αντισυστημικής σκέψης και αιρετικότητας. Αυτός ο χώρος, όμως, που σμιλεύει προσεκτικά τον εαυτό του, που χτενίζεται κάθε πρωί στον καθρέφτη για να θαυμάσουν πόσα είδωλα θα γκρεμίσει, πόσους προβεβλημένους θα ξεγυμνώσει, πόσες επίσημες αλήθειες θα κατακεραυνώσει, αυτός ο χώρος της επιμελημένα ατημέλητης αίρεσης δεν είναι ο κριτικός δημόσιος χώρος που έχουμε ανάγκη. Σήμερα όλες οι δημοκρατίες ζουν στην εκκρεμότητα άλλης μιας μεγάλης κρίσης, με την ανάγκη μιας νέας επινόησης του συμβολαίου τους, το οποίο σέρνεται. Και ο χώρος της πολιτικής μετριοπάθειας δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μόνο νοσταλγώντας τις ακμαίες στιγμές του συνταγματικού φιλελευθερισμού, των επιτυχημένων ταξικών κοινωνικών συμβιβασμών ή των κοσμοπολίτικων ιδεαλισμών του παρελθόντος. Αν δεν ανακάμψει, ανακαλύπτοντας τα δικά του πάθη, τις δικές του αγάπες, θα είναι ευάλωτος στη μια ή στην άλλη δημαγωγική καμπάνια και στον αιρετικό κατακερματισμό.
Και η μανία για διαφορετικότητα; Είναι αναπόφευκτη, ως έναν βαθμό, αφού μας πτοεί πάντα η ιδέα πως ίσως δεν ξεχωρίζουμε επαρκώς και το γεγονός πως η παρουσία μας είναι μια μικρή παραλλαγή ενός κανόνα, μιας κυρίαρχης γνώμης. Μια ισχυρή μοντέρνα φαντασίωση δεν είναι άλλωστε το να είσαι διαφορετικός, το να είσαι ο εαυτός σου ή έστω να «γίνεις ο εαυτός σου» ως διαφορετικός από τον άλλον, τον πληκτικό σου γείτονα; Όπως, όμως, έχουν δείξει πολλοί, η εμμονή με την αυθεντικότητα-του-εαυτού γίνεται συχνά εγκλωβισμός και αδυναμία να αποδεχτεί κανείς το γεγονός πως, χωρίς συμφωνίες και συμβιβασμούς, δεν υπάρχει πολιτεία ούτε κοινή δημόσια ζωή. Η υπερβολική «αίρεση» καταντάει ένας καινούργιος βραχνάς, ένας καταπιεστικός μηχανισμός σαν αυτόν που φέρνει κατάθλιψη στους εφήβους για την εικόνα τους. Είναι μια αντανάκλαση της διάσπασης του κοινωνικού μας κόσμου όχι σε αντίπαλα συμφέροντα ή ιδεολογίες αλλά σε μοριακά γούστα και ταυτότητες.
Τι απομένει λοιπόν; Η γονιμοποίηση πολλών κριτικών φωνών. Και η απομόνωση όσων απλώς κυνηγούν σκάνδαλα, περιφρονούν τα κεκτημένα της δημοκρατίας ή στήνουν αερομαχίες και εμφυλίους από τη θαλπωρή του σαλονιού τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια