Στον απόηχο των παρελάσεων και των σχολίων για την αισθητική σφραγίδα του Πάνου Καμμένου λέω να πάω αλλού, σε μια πολύ διαφορετική γωνιά του προβλήματος.
Γεννήθηκα, λοιπόν, από ανθρώπους της γενιάς του '40 και του '50. Η μάνα και ο πατέρας μου ήταν δεκαπέντε χρονών το 1940, περίπου όσο ήμουν εγώ το 1980. Έζησαν την ιταλική και γερμανική κατοχή και αργότερα τον σπαραγμό του Εμφυλίου. Έχασαν φίλους παιδικούς και μοιράστηκαν τους πικρούς καρπούς της εποχής: την πείνα, τον φόβο, το βάναυσο πρόσωπο της Ιστορίας. Μεγάλωσα έτσι σε σπίτι με μνήμες και ασυνήθιστες περιπλανήσεις σε τόπους συγκρούσεων και επικά μέτωπα. Στο βουνό, στη Μέση Ανατολή, στο ηρωικό Στάλινγκραντ.
Κάπως έτσι η ζωή, ο πόλεμος και η πολιτική έγιναν ένα. Τουλάχιστον για πολλές απ' τις οικογένειες που φορτώθηκαν για δεκαετίες τον κλήρο της δίωξης και της εκτόπισης.
Όταν η Ιστορία γίνεται ανυπόληπτη ως εξάρτημα και υπηρέτρια της ιδεολογίας, της γυρίζουν την πλάτη όλοι όσοι απογοητεύονται και δυσαρεστούνται. Και είναι πια πολλοί οι απογοητευμένοι του τελευταίου καιρού.
Οι αφηγήσεις από εκείνα τα χρόνια έγιναν κομμάτι της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας. Δεν υπήρχε, όμως, σε αυτές τις εξιστορήσεις καμιά διάθεση για επιστροφή σε λέξεις και σχήματα της δεκαετίας του '40. Και ούτε ήταν μονοκόμματες ιστορίες αίματος ή πόνου, αλλά και εμπειρίες χαράς ή αστείες αποδράσεις από τον ζόφο της τότε πολιτικής. Στο κάτω-κάτω, η γελοιότητα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μίας παράταξης, και αυτό το ήξεραν καλά οι δικοί μου.
Με κάποιον τρόπο έμαθα να ξεχωρίζω την ανάγκη για ιστορική μνήμη από τη μυθολογία των «ηρωικών χρόνων». Και όταν πριν από λίγα χρόνια η δεκαετία του '40 έγινε της μόδας, αισθάνθηκα πραγματικό θυμό.
Ήταν βαθιά ενοχλητική η περιφορά λέξεων και συναισθημάτων του 1944 στην Αθήνα του 2010. Δεν μιλώ εδώ για το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ιστορικών επιστημόνων για κάποιες παραμελημένες όψεις της Κατοχής ή των μετακατοχικών χρόνων. Η έρευνα είχε και έχει πάντοτε το δικαίωμα στην αναμόχλευση του παρελθόντος. Τα αρχεία, τα τεκμήρια, οι μαρτυρίες, ζητούν καινούργιες ερμηνείες και μεθόδους, όσος καιρός και αν περάσει.
Όταν, όμως, άκουσα από τριαντάρηδες και σαραντάρηδες πως «κοντοζυγώνει η ώρα της λευτεριάς», ένιωσα άσχημα. Είπα ότι αυτό εδώ δεν είναι η θεμιτή ανάγκη να βρει ένας νέος ρίζες, πατήματα ή σημεία αναφοράς. Εδώ έχουμε μετατροπή μιας αιμάτινης εποχής σε σουβενίρ της τρέχουσας αγανάκτησης: σαν ένα είδος στρατιωτικού νεο-φολκλόρ για το «Όχι μέχρι τέλους». Δεν είναι πάντα αθώο αυτό το παιχνίδι αλλά έχει, όπως ξέρουμε, και αρκετές δόσεις κυνισμού.
Εξαρχής πίστεψα ότι η αναβιωτική λατρεία της Αντίστασης δεν έχει καμία σχέση με το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη εποχή και τα διλήμματά της. Δεν απαντάς, άλλωστε, στην άγνοια των νεότερων με φράσεις του Νίκου Ζαχαριάδη ή ανατυπώνοντας, για άλλη μια φορά, τον λόγο στη Λαμία του Βελουχιώτη.
Στη δική μου αίσθηση των πραγμάτων, καμιά ιστορική εποχή δεν «ζει» για να μας κάνει τη χάρη να προμηθεύσει το φρόνημα και την ηθική που λείπουν στο παρόν. Πολύ περισσότερο, καμιά προγονική ή πατρογονική εμπειρία δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει στους επόμενους τις λέξεις και τα συναισθήματά της.
Τα παραδείγματα, οι ιστορικές αναφορές, οι τόποι της μνήμης, περιμένουν τους μελλοντικούς «δικαιούχους». Για να βρουν, όμως, καινούργιες ερμηνείες, να ανακαλύψουν τις απωθημένες ή κακοφωτισμένες πλευρές του παρελθόντος. Όχι για να περάσουμε από τη μεταμοντέρνα τυραννία της άγνοιας σε νέες εκδοχές εθνικοφροσύνης.
Για κάποια χρόνια μια πολεμική δεκαετία έγινε ιδανική σκηνή για πολιτικούς λογαριασμούς και ηθικές δικαιώσεις. Αλλά αυτοί είναι πάντα οι λάθος τρόποι να διαβάζει κανείς το παρελθόν. Συχνά καταλήγουν σε ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων ή στην απόλυτη αδιαφορία για όλες τις μακρινές εποχές. Όταν η Ιστορία γίνεται ανυπόληπτη ως εξάρτημα και υπηρέτρια της ιδεολογίας, της γυρίζουν την πλάτη όλοι όσοι απογοητεύονται και δυσαρεστούνται. Και είναι πια πολλοί οι απογοητευμένοι του τελευταίου καιρού.
σχόλια