Στα «ψιλότερα» της ειδησεογραφικής τηλεοπτικής αλληλουχίας γεγονότων, στην οποία την προηγούμενη εβδομάδα προτεραιότητα είχε, το επερχόμενο ακόμα, Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και η Ρωσο-τουρκική διένεξη, πέρασαν τρείς εικόνες, οι δύο τουλάχιστον συνδεδεμένες κάπως με το «εορταστικό» κλίμα και τα αγοραστικά ήθη που επιβάλλουν τα Χριστούγεννα...
Εικόνα πρώτη. Το άγριο ξύλο που έπεσε τη «Μαύρη Παρασκευή», την ημέρα των μεγάλων εκπτώσεων δηλαδή, σε ΗΠΑ και Βρετανία. Άνδρες κουβαριάζονταν στα πατώματα και γυναίκες, τους συναγωνίζονταν επάξια, καταφέρνοντας σοβαρά χτυπήματα ο ένας στον άλλο, κατά προτίμηση κάτω από τη ζώνη. Όποιος επεβίωσε, ματωμένος, κουρελής και μωλωπισμένος, εξασφάλισε εκείνη τη σαλατιέρα ή το σετ εσωρούχων σε προνομιακή τιμή, το οποίο είχε δει πρώτος.
Εικόνα δεύτερη. Την Κυριακή μερικές εκατοντάδες Αθηναίοι που είχαν δεχτεί να καταβάλλουν δέκα ευρώ για την αγορά μίας στολής Άγιου Βασίλη (ώστε τα έσοδα να διατεθούν σε αγαθοεργία) έτρεξαν έτσι, μεταμφιεσμένοι, 2,5 χιλιόμετρα στο κέντρο της Αθήνας με σημείο αφετηρίας και εκκίνησης τη Στοά Σπυρομίλιου. Η αθηναϊκή εκδοχή μίας εκδήλωσης που πραγματοποιείται σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες, προετοιμάστηκε από μεγάλη αλυσίδα γυμναστηρίων και μίας αθλητικής διοργάνωσης από τις Σπέτσες και συνδιοργανώθηκε από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι για κάποιες ώρες το πρωί της Κυριακής απαγορεύτηκε η διέλευση αυτοκινήτων από το κέντρο της πόλης για να διευκολυνθούν όσοι διακρίνονταν από τόση κακογουστιά, ανοησία ή επιπόλαιη παρόρμηση, ώστε να αφήσουν το πρωινό τους χουζούρι για να τρέχουν πάνω-κάτω στα πέριξ του Συντάγματος, ιδρώνοντας μέσα σε μία κόκκινη συνθετική στολή- που πάντως καθόλου δεν διευκολύνει, φαντάζομαι, το αθλητικό σώμα και πνεύμα.
Η απόλυτη υπέρβαση του μέτρου, η εξαχρείωση, η αδιακρισία και η γελοιότητα ενός τρόπου ζωής που καταχωρίζεται στις «εξελιγμένες κοινωνίες» θα ενθουσίαζε αν ήταν σεκάνς, την «προβοκατόρικη» αλλά και ιδεολογικών κινήτρων υπερρεαλιστική ματιά του Μπουνιουέλ. Η πραγματικότητα ξεπέρασε το δαιμόνιό του.
Εικόνα Τρίτη. Στον καταυλισμό της Ειδομένης όπου έχουν εγκλωβιστεί δεκάδες μετανάστες, μερικοί από αυτούς προσπαθούσαν να ρίξουν με γυμνά χέρια τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα για να περάσουν στα Σκόπια. Ανδρες των σκοπιανών ΜΑΤ τους απωθούσαν με ξύλο και δακρυγόνα. Και στη μέση του πλάνου ένας νεαρός, Ιρακινός όπως μας πληροφόρησε το ρεπορτάζ, έκλαιγε, ενώ, απευθυνόμενος σ΄έναν σιδερόφρακτο φρουρό, τον εκλιπαρούσε μάταια να υποχωρήσει γιατί «άρχισε να πέφτει χιόνι και θα πεθάνουμε απ΄το κρύο». Στην αδιαλλαξία του πρώτου αντέτασσε μία εξίσου απεγνωσμένη παράκληση: «Τότε σκοτώστε με τώρα...»
Η τηλεοπτική ροή, ασθμαίνουσα εκ των πραγμάτων, συμπαγής και τελικά παράδοξη, άφησε πίσω της ως σχεδόν ενιαία εικόνα αυτό το τρομαχτικό «χαρμάνι». Αυτό που σ΄εμένα τουλάχιστον, λειτουργώντας σχεδόν μεταφυσικά, ανακάλεσε άλλες εικόνες, αυτή τη φορά από την παρακαταθήκη μιας μεγάλης Τέχνης. Τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» για παράδειγμα του Μπουνιουέλ, ο οποίος σε μία ακόμα έξυπνη επίθεσή του στην εφησυχασμένη συνείδηση των «μπουρζουά», δια της «γλώσσας» του υπερρεαλισμού, έβαζε μία μεγάλη παρέα ευκατάστατων αστών να δειπνούν σ΄ένα περίκλειστο αρχοντικό, στο οποίο χωρίς εμφανή αιτία κατέληγαν να εγκλωβιστούν, υπακούοντας πρώτα στον πανικό και έπειτα στα χειρότερα ένστικτά τους. Δημιουργία του μεγάλου Μπουνιουέλ είναι και η «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» με μία αναλόγως «εκλεκτή» παρέα που προσπαθεί να δειπνήσει, αλλά οι προθέσεις της διαρκώς ανακόπτονται από μια σειρά αλλόκοτων γεγονότων. Ο τίτλος αλλά και το περιεχόμενο της ταινίας είχαν μάλιστα εμπνεύσει τον Βασίλη Ραφαηλίδη για το (ομότιτλο) αντι-καπιταλιστικό του μανιφέστο στο οποίο επεσήμαινε μεταξύ άλλων πώς όσο πιο διακριτική είναι η καπιταλιστική ανηθικότητα τόσο πιο γοητευτική, ευέλικτη και αποτελεσματική αποδεικνύεται. Παρόλα αυτά ουδείς ξεφεύγει από τον «Κόκκινο Θάνατο». Κι αυτός ήταν ο άλλος συνειρμός μου που με οδήγησε κατευθείαν στη νουβέλα του Πόε και στο μπαλ μασκέ του Πρίγκηπα Πρόσπερο που μάταια επιχειρεί να κρατήσει την πανώλη μακριά από τους κλειδαμπαρωμένους στον Πύργο επίλεκτους καλεσμένους του.
Η απόλυτη υπέρβαση του μέτρου, η εξαχρείωση, η αδιακρισία και η γελοιότητα ενός τρόπου ζωής που καταχωρίζεται στις «εξελιγμένες κοινωνίες» (και χρήζει ανεκτό τον παραλογισμό του ξυλοδαρμού για μια πιατέλα και χαριτωμένη κι ανάλαφρη την αυτό-γελοιοποίηση μιας «αγιοβασιλιάτικης» κούρσας ανάμεσα στα στρωσίδια ένα σωρό άστεγων, φτάνει να εξυπηρετηθεί το εορταστικό πνεύμα της Αγοράς) θα ενθουσίαζε αν ήταν σεκάνς, την «προβοκατόρικη» αλλά και ιδεολογικών κινήτρων υπερρεαλιστική ματιά του Μπουνιουέλ. Η πραγματικότητα ξεπέρασε το δαιμόνιό του.
Ο Πόε έρχεται μετά. Όταν αρχίζεις κι αναρωτιέσαι πόσο ομφαλοσκοπούν κοινωνίες με πολίτες που φτάνουν να γρονθοκοπούνται για ένα φτηνό βρακί. Και κυρίως σ΄αυτή την αδίστακτη κούρσα της, ας πούμε εορταστικής, δήθεν εύρωστης και τάχα μου ψύχραιμης μπροστά στις κάμερες, Δύσης, πόσο μακρινή προοπτική είναι ένα μεταμφιεσμένο «ντόμινο» που προσπαθεί να κρύψει πίσω από τη μάσκα του συνοριακού του φράκτη, όχι μόνο το μεγάλο ποσοστό των ευθυνών του, αλλά και την υπενθύμιση της μόνης, απολύτως δημοκρατικής και εντελώς ισότιμης μοίρας που φτάνει οπωσδήποτε, όσο κι αν κλειδαμπαρώνεσαι.