ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ αρθεί ο Covid-19 αποκλεισμός μας, αποφάσισα να ανέβω στην Ακρόπολη. Πρωί, χωρίς τουρίστες, χωρίς γκρουπ.
Θυμόμουν άλλες αποτυχημένες προσπάθειές μου να απολαύσω τον ιερό βράχο. Κάποια Κινέζα θα έβαζε το selfie stick της σχεδόν μέσα στη μύτη μου. Στα σκαλιά που οδηγούν στον Παρθενώνα θα φράκαρε η ουρά και θα 'νιωθα ναυτία. Η επαφή με την τέχνη είναι μια πράξη μύησης. Πρέπει να προσέρχεται κανείς ανοιχτός στο ενδεχόμενο μιας περιπέτειας του νου. Δυσκολεύομαι λιγάκι όταν με σπρώχνουν ομπρέλες για τον ήλιο.
Το θέμα της υπερβολικής επένδυσης της χώρας στον τουρισμό μάλλον θα συζητηθεί αφού ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση και αφού σωθούν οικονομικά όσο πιο πολλοί άνθρωποι γίνεται. Μέχρι τότε: όλα για τους τουρίστες.
Στη βόλτα μου παρατηρούσα της απέλπιδες προσπάθειες των καταστηματαρχών στην Πλάκα να τραβήξουν κόσμο στα μαγαζιά τους. Εστιατόρια με επεκτατικές τάσεις είχαν απλώσει τραπέζια ακόμα και στον ελάχιστο χώρο που έχουμε για να βολτάρουμε. Αλλά και πάλι, τι να πεις στους ανθρώπους μετά από τέτοια σφαλιάρα;
Γίνεται η θεϊκή ομορφιά να μπει σε ένα κινητάκι, χωρίς να μετατραπεί αμέσως σε κατώτερη εκδοχή του εαυτού της;
Έδιωξα τη μελαγχολία μαζεύοντας ήλιο. Τη βόλτα στην άδεια Ακρόπολη την είχα ζηλέψει απ' όταν πήγε η Πρόεδρος. Κάθε πρόσφατη επίσκεψή μου σε σημαντικό μουσείο πρωτεύουσας καλοκαίρι είχε εξελιχθεί σε κάτι σαν άσκηση υπομονής, που τελικά με έκανε να αισθάνομαι πραγματικός μισάνθρωπος.
Δεν θα ξεχάσω στο Άμστερνταμ, Αύγουστο, που όλες οι πινακοθήκες μύριζαν χόρτο και ποδαρίλα απ' την πολυκοσμία. Ή μια έκθεση στο Παρίσι, όπου ναρκισσευόμενοι χρήστες των σόσιαλ (η παρέα μου) έβγαζαν διαρκώς τον εαυτό τους μπροστά απ' τους Mονέ ή τους Ρενουάρ, αφήνοντας τα δύσμοιρα έργα να χαζοφαίνονται μετά βίας πίσω τους. Είχα υποφέρει.
Τώρα, μπροστά στην Ακρόπολη δεν είχε ουρά. Η ευγένεια των φυλάκων με κέρδισε. Σκέφτηκα ότι ίσως είναι τερατώδες να απολαμβάνει κανείς τη γαλήνη ενός χώρου μετά από μια γενική καταστροφή (βλ. πανδημία), αλλά, και πάλι, ένιωθα ωραία. Αποφάσισα να υπακούσω στα «stay safe» και «κρατάτε τις αποστάσεις» που συναντούσα σε ειδικά αυτοκολλητάκια καθ' όλη τη διαδρομή, αλλά δεν μου δόθηκαν ευκαιρίες. Ένα ζευγάρι εδώ, μία οικογένεια εκεί. Κανείς δεν με πλησίασε.
Όσο ανέβαινα χάνονταν οι σκέψεις μέσα απ' το κεφάλι μου. Τα μάρμαρα άστραφταν. Ακουγόταν ένα πουλάκι. Είχε έναν ελαφρύ αέρα που με δρόσιζε. Στους πάγκους όπου κανονικά ξαποσταίνουν επισκέπτες κάθονταν φύλακες, γαλήνια και διακριτικά. Με ηρεμούσαν.
Σιγά-σιγά έλιωσαν μέσα μου οι αντιστάσεις στο ωραίο. Δεν ήξερα πού να πρωτοκοιτάξω. Την Αθήνα πίσω μου; Μπορούσες να δεις μέχρι τη θάλασσα και όλα τα μπαλκόνια, τα δεντράκια, τους δρόμους στα ενδιάμεσα. Μου ερχόταν ίλιγγος από το μέγεθος της πόλης. Ίλιγγος στη σκέψη της ηλικίας μου και της ηλικίας του μνημείου. Ίλιγγος στις άπειρες ιστορίες του χώρου.
Παρηγορήθηκα στη σκιά ενός σεμνού δέντρου, χαμηλού, ξεμαλλιασμένου, μοναχικού, που μου 'φερε στον νου επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης ή της Πελοποννήσου, καταμεσήμερο, με ρούχα Ιουλίου, με 40 βαθμούς, με τα πάντα να βράζουν, τα τζιτζίκια να θορυβούν και τα μνημεία να φτιάχνουν ένα καυτό θερμοκήπιο ομορφιάς.
Φτάνοντας ψηλά, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει. Δυσκολευόμουν να παρατηρήσω. Ένιωθα να με χτυπάει από παντού φως. Αναγκάστηκα να πιαστώ από τη σκάλα που οδηγεί στον χώρο του Παρθενώνα. Δεν νόμιζα ότι κοιτάζω κάτι αλλά ότι είμαι μέσα σ' αυτό ‒ μια συνολική σωματική εμπειρία. Το μπλε πίσω απ' τα μάρμαρα σχεδόν με σόκαρε, τόσο γαλήνιο και ταιριαστό που ήταν. Ο περίπατος ήταν χαλαρός. Οι σκέψεις ακυρώθηκαν. Απλώς κοίταζα. Τα μάρμαρα μού επιβάλλονταν.
Κατέβηκα. Χαιρέτησα τους φύλακες. Όλα ήταν πεντακάθαρα, περιποιημένα, λειτουργικά. Σπίτι, κοίταξα τις φωτογραφίες στο κινητό. Ήταν σαν να τις είχε βγάλει άλλος. Λογικό, αφού εγώ τις τράβηξα σε κατάσταση μέθης. Έμοιαζαν με καρτ ποστάλ μες στον ήλιο, με μάρμαρο και second hand αττικό μπλε, που δεν πετυχαίνουν να αποδώσουν την αίσθηση ιερού δέους που προξενεί η άνοδος στην Ακρόπολη. Σαν φθηνές κάρτες που αγοράζεις στην Πλάκα, απομιμήσεις του αληθινού πράγματος που δεν φυλακίζεται μέσα στο μίζερο iΡhone.
Γίνεται η θεϊκή ομορφιά να μπει σε ένα κινητάκι, χωρίς να μετατραπεί αμέσως σε κατώτερη εκδοχή του εαυτού της; Έσβησα τις φωτογραφίες με απέχθεια. Η εντύπωση της επαφής με το υψηλό δεν μεταδίδεται. Είναι μύηση στο αληθινά ωραίο πολύ προσωπική αυτή η άνοδος.
Ενίοτε δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μας επιφυλάσσονται τέτοιες μεγάλες απολαύσεις κι εμείς τις πετάμε με ένα «δεν προλαβαίνω τώρα, την Ακρόπολη τη βλέπω κάθε μέρα κατεβαίνοντας την Πατησίων».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια