Στον πατέρα μου αρέσει πολύ η έκφραση «από τότε που κατάλαβα τον κόσμο». Και προσθέτει διάφορα, συνήθως ιστορίες μιας ζωής με ταλαιπωρία αλλά και πολύ κουράγιο. Να που αισθάνομαι την ανάγκη να τη χρησιμοποιήσω κι εγώ, ίσως γιατί μπήκα σε ηλικία που μου αρέσουν οι ιστορίες και αναζητώ το κουράγιο, όπως πια όλοι οι Έλληνες.
Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 -λίγο πριν από την ανήσυχη εφηβεία που δεν ήξερα πως θα με ρίξει σε μια τόσο ιστορική περίοδο, που σήμερα χαρακτηρίζεται ως η αιτία όλων των κακών-, αντιλαμβάνομαι πως για να απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, στους ανθρώπους και στις καταστάσεις υπάρχουν πολλοί τρόποι.
Αλλά δύο συμπεριφορές. Αυτή που σε βάζει απέναντι στα πράγματα με αμφισβήτηση και ορθολογισμό και αυτή που σε κάνει να τα αποδέχεσαι, ακόμη και αν θεωρείς πως αυτό είναι μια δική σου επιλογή. Αυτή η προδιάθεση είναι καθοριστική, περισσότερο ίσως από τους τρόπους.
Εκεί, λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Ελλάδα είχε αρχίσει να μιλάει για δημοκρατία και λιγότερο, βέβαια, να την εφαρμόζει. Στη μεγάλη μάχη για το ποια θα είναι η δημοκρατία, πολλοί έλεγαν πως τα όριά της είναι προκαθορισμένα. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα γιατί ήταν ένα μικρό κράτος που ανήκε «εις την Δύσην» και αν τολμούσε να χαράξει μια δική της πορεία, τότε οι ΗΠΑ θα έβαζαν εναντίον της την Τουρκία. Για να μη συνυπολογίσουμε τον κίνδυνο να επικρατήσουν οι κομμουνιστές, οι οποίοι θα έκαναν ανομολόγητα πράγματα. Χειρότερα από αυτά που έκαναν ο Εφραίμ, ο Άκης και η Ντόρα.
Έτσι διαμορφώθηκαν οι πολιτικές, οι αναλύσεις τους και οι πολιτικοί. Με αυτή την προδιάθεση αποδοχής των δογμάτων που μιλούσαν για έναν πολιτικό ρεαλισμό του οποίου η χρησιμότητα, ωστόσο, μόνο ιστορικά θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί.
Στην άλλη πλευρά υπήρχαν τα επιχειρήματα πως η Ελλάδα δεν είναι Ψωροκώσταινα, μπορεί να ακολουθήσει μια άλλη πορεία ανάπτυξης και πως ο φόβος των ξένων δεν ήταν παρά ένας τρόπος χειραγώγησης κι εξαναγκασμού.
Στις δεκαετίες που πέρασαν η Ελλάδα δεν σημείωσε καμιά πραγματική ανάπτυξη, οι βιομήχανοι που υποτίθεται πως θα έφευγαν, αν η χώρα γινόταν αλλιώς, πήραν θαλασσοδάνεια κι επένδυσαν στο εξωτερικό, οι εφοπλιστές έβαλαν σημαίες ευκαιρίας στα πλοία τους, το κράτος δεν έγινε κομμουνιστικό, αλλά έγινε αναξιοκρατικό, ύπουλο και ρουσφετολογικό.
Επίσης, η χώρα άρχισε ν’ αγοράζει όπλα για ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της Τουρκίας, που είχαμε αντιμετωπίσει, υποτίθεται, με τη στάση «υποταγής», οι επιτήδειοι έπαιρναν μίζες και οι υπουργοί νομοθετούσαν για να κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Όχι για τους επιτήδειους αλλά για τον κόσμο. Κάπως έτσι η χώρα έγινε ό,τι έγινε και μετατράπηκε όχι σε κομμάτι της Ευρώπης αλλά σε επαρχία με ηγεμόνες τραγικούς πολιτικούς που λειτουργούσαν όπως οι πολιτευτές στις ελληνικές ταινίες του ’60. Έτσι έγινε η χώρα και όχι ως μανιτάρι, μια νύχτα με βροχή.
Τα χρόνια του ευρώ και του δανεικού χρήματος με το οποίο αγοράζαμε γερμανικά και γαλλικά προϊόντα και όπλα δεν άλλαξαν ούτε τη χώρα ούτε τον ρόλο του απομονωμένου κράτους. Η χώρα αποπαραγωγικοποιήθηκε, κάποιοι συνέχισαν να πλουτίζουν και να βγάζουν θαλασσοδάνεια στο εξωτερικό και το κράτος συνέχισε να έχει απαλλαγές για τους πλούσιους, αλλά ούτε γάζες για τα νοσοκομεία.
Δεν είμαστε στη δεκαετία του ’70, αλλά αντιμετωπίζουμε τα ίδια διλήμματα μετά και πάλι από μεγάλες πολιτικές αλλαγές. Τι θα κάνει η χώρα; Κι εδώ πάμε ξανά στην προδιάθεση με την οποία ο καθένας αντιμετωπίζει τα πράγματα. Το 2012 μπαίνουν ξανά τα ίδια διλήμματα και οι ίδιοι φόβοι. Πως η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει κάτι μόνη της, πως εξαρτάται από τους ξένους οι οποίοι θα θυμώσουν, αν επιλέξουμε άλλο δρόμο, πως οι επιχειρηματίες θα κλείσουν τις επιχειρήσεις και θα φύγουν, αν το κράτος δεν κάνει αυτό που θέλουν. Μα, το κράτος έκανε ό,τι ήθελαν οι «επιχειρηματίες», αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δεν μιλάμε, βέβαια, για τον επιχειρηματία που ζει σε οικονομική ασφυξία τον καιρό της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που και αυτές είναι επιχειρήσεις, αλλά γι’ αυτούς που δεν ισχύει ο νόμος της αγοράς. Το κράτος υπηρέτησε με μεγάλη φροντίδα όσα απαιτούσαν οι ξένοι. Και όπλα αγόρασε και Μερσεντές και γερμανικά προϊόντα.
Η θεωρία της Ψωροκώσταινας αναβιώνει και πάλι. Η Ελλάδα καλείται να παραμείνει υποταγμένη σε πολιτικές που διαμόρφωσαν την υποταγή της. Να φοβηθεί από την καταστροφή που δημιούργησαν αυτοί που θα τη σώσουν. Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πιστεύω τους υποτακτικούς ψεύτες και όχι το όραμά μου.
σχόλια