Η Ελλάδα (αν και αυτό ισχύει μάλλον για όλη τη Δύση) έχει περάσει πλέον από την κρίση στις κρίσεις. Βγαίνοντας, κουτσά στραβά, από τη μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, εκείνο που στο εξής θα καλείται να διαχειρίζεται, ανά περιόδους, θα είναι διάφορες πιο βραχύβιες μεν κρίσεις, όχι όμως μικρότερης έντασης, και σίγουρα εξίσου ικανές να διχάσουν την κοινωνία και να υποσκάψουν την κοινωνική ειρήνη.
Η πρόσφατη απειλή μιας παγκόσμιας πανδημίας εξαιτίας του κορονοϊού, καθώς και η νέα έξαρση του μεταναστευτικού, είναι δείγματα των νέων αυτών απειλών.
Όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις σε τέτοιες καταστάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, συνήθως οργανώνονται δύο είδη ρητορικής, εξίσου μονομερή. Από τη μια ένας εχθροπαθής, εθνικιστικός, αντιμεταναστευτικός και ενίοτε ρατσιστικός λόγος που βλέπει τους ανθρώπους αυτούς ως «ορδές» που ετοιμάζονται να κάνουν «απόβαση» στη χώρα σαν κατακτητικός στρατός. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι αντίστοιχη, δηλαδή στρατιωτικού τύπου, πετώντας τους στη θάλασσα και αδιαφορώντας ακόμα και για τα ανήλικα και απροστάτευτα παιδιά τους.
Στο άλλο άκρο ξεδιπλώνεται η «αλληλέγγυα» στάση, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στο ανθρωπιστικό επιχείρημα. Ο φτωχός και κατατρεγμένος άνθρωπος έχει ηθικό δικαίωμα να μετακινηθεί όπου επιθυμεί και ο υπόλοιπος (προηγμένος) κόσμος υποχρέωση να τον υποδεχτεί άνευ προϋποθέσεων. Όποιες επιμέρους ενστάσεις στην προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζονται αμέσως «ακροδεξιές», κόβοντας κάθε γέφυρα διαλόγου ακόμα και με τους μετριοπαθείς πολίτες, που όμως αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα.
H «αλληλέγγυα» στάση βασίζεται αποκλειστικά στο ανθρωπιστικό επιχείρημα. Ο φτωχός και κατατρεγμένος άνθρωπος έχει ηθικό δικαίωμα να μετακινηθεί όπου επιθυμεί και ο υπόλοιπος (προηγμένος) κόσμος υποχρέωση να τον υποδεχτεί άνευ προϋποθέσεων. Όποιες επιμέρους ενστάσεις στην προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζονται αμέσως «ακροδεξιές», κόβοντας κάθε γέφυρα διαλόγου ακόμα και με τους μετριοπαθείς πολίτες, που όμως αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα.
Ωστόσο, ανάμεσα στο «όλοι οι μετανάστες έξω» και στο «όλοι μέσα», το μόνο που εξακολουθεί να είναι ικανό να διαχειριστεί το ζήτημα, επ' ωφελεία τόσο των προσφύγων όσο και των γηγενών, είναι το σύγχρονο κράτος δικαίου, αυτό που εξακολουθεί να είναι –με όσα κι αν του καταμαρτυρούμε– το ελληνικό. Και το κράτος έχει, από την ίδια την αποστολή του, υποχρέωση να υπερβεί και τις δύο αυτές ρητορικές.
Πρώτα και κύρια διότι το κράτος παραμένει ο μέγας κυρίαρχος εντός της επικράτειάς του και χωρίς την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του αυτής παύει να είναι κράτος. Κυριαρχία σημαίνει ότι ελέγχει και διαχειρίζεται –μόνο το ίδιο– στα σύνορά του κάθε τύπου ροές, πληθυσμιακές, οικονομικές κ.λπ.
Έτσι, για το κράτος, το μεταναστευτικό-προσφυγικό φαινόμενο αφορά πρώτα και κύρια απρόσωπους αριθμούς, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Και οι λίγες χιλιάδες δεν είναι το ίδιο με τις πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ή τα εκατομμύρια μεταναστών.
Από ένα σημείο και μετά, το πρόβλημα απλώς παύει να είναι διαχειρίσιμο, εις βάρος πρωτίστως όσων μεταναστών έχουμε υποδεχτεί ήδη. Έπειτα, μόνο το κράτος και η κυβέρνησή του μπορούν να λάβουν υπόψη τους όλες τις παραμέτρους του ζητήματος, όπως είναι οι διεθνείς και οι γεωπολιτικές.
Είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι για την παρούσα κρίση το ερντογανικό καθεστώς έχει το αποκλειστικό μερίδιο ευθύνης, καθώς και ότι οι νέες μεταναστευτικές ροές στράφηκαν προς τον Έβρο (και όχι π.χ. προς τη φίλια Βουλγαρία) με δική του πρωτοβουλία και μόνο.
Με άλλα λόγια, οι ταλαιπωρημένοι αυτοί άνθρωποι έχουν εργαλειοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό από έναν ημιαυταρχικό ηγέτη που παίζει παιχνίδια ισχύος τα οποία υπερβαίνουν το ίδιο το μεταναστευτικό πρόβλημα. Εξού και η απολύτως δίκαιη κατηγορία περί «υβριδικού πολέμου» που του απευθύνει η ελληνική κυβέρνηση. Προφανώς, ούτε ένας εθνικιστής ούτε και ένας δικαιωματιστής διαθέτουν την ικανότητα ανάλυσης και διαχείρισης ενός τόσο σύνθετου προβλήματος στην ολότητά του.
Είναι αλήθεια ότι ο εχθροπαθής αντιμεταναστευτικός λόγος δεν έχει να μας μάθει τίποτα πέραν του μίσους. Αντιθέτως, ο λόγος των δικαιωματιστών μάς είναι πιο χρήσιμος, διότι εκπαιδεύει την κοινωνία στην ανοχή και στην εξοικείωση με τον «ξένο» και τον Άλλο, οι οποίοι, ιστορικά, ποτέ δεν έπαψαν να λειτουργούν ανανεωτικά για τους τοπικούς πληθυσμούς με τις κατά καιρούς μετακινήσεις τους. Ωστόσο, είναι χρήσιμος μόνο όταν έχει και ο ίδιος συναίσθηση των ορίων του αλλά και της μονομέρειάς του. Καθώς κι έναν βαθμό αυτοσυγκράτησης.
Για παράδειγμα, οι μομφές που εκτοξεύονται σήμερα εναντίον του Έλληνα πρωθυπουργού ότι είναι ο «Όρμπαν των Βαλκανίων» είναι τόσο ανεδαφικές και αστείες, που τείνουν να οδηγούν στη συνολική αυτοακύρωση των δικαιωματικών επιχειρημάτων και να θέτουν ερωτηματικά για τις αληθινές προθέσεις τους.
Ας θυμίσουμε απλώς ότι ο Κ. Μητσοτάκης ήταν εκείνος που έθεσε αμέσως υπό την αιγίδα του την πρόσφατη πρωτοβουλία για την προστασία των ανήλικων ασυνόδευτων προσφύγων, όταν επί χρόνια η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου όχι μόνο αδιαφορούσε πλήρως γι' αυτό αλλά ανεχόταν και το αίσχος της Μόριας. Οι δικαιωματιστές, άραγε, τι είχαν πει τότε γι' αυτά;
Επικίνδυνη είναι όμως και η απαξιωτική κριτική εναντίον του κράτους και των μηχανισμών ασφάλειάς του. Η υπονόμευσή τους σε στιγμές εθνικής κρίσης δεν πλήττει κάποια δήθεν «αυταρχική» πλευρά του αλλά την ίδια τη συλλογική μας ασφάλεια. Η οποία είναι βασική προϋπόθεση της ευδαιμονίας όχι μόνο των γηγενών αλλά εν τέλει και όσων μεταναστών ζουν και θα ζήσουν τελικά μαζί μας.
__________________
Ο Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ.