Αν πριν από ένα-δυο χρόνια είχα κάποιες αμφιβολίες, τώρα μπορώ πιο εύκολα να πω ότι ζούμε μια κινητικότητα προς τα δεξιά. Δεν μιλώ για πρόσωπα, έντυπα ή κινήσεις κομματικές αλλά γι' αυτό που αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της δεξιάς κίνησης (που δεν είναι κίνημα, γιατί παραμένει αδιαμόρφωτη και ρευστή) είναι ότι ενσωματώνει ένα μένος κατά κάθε δημοσίου και συγχρόνως αναζητάει ισχυρές μορφές προστασίας για τον «απλό άνθρωπο».
Στο δεξιό ημισφαίριο η προστασία ανατίθεται συνήθως σε μια φωτισμένη και ισχυρή ηγεσία, σ' ένα πρόσωπο ικανό να αντισταθεί στο χάος, να βάλει τάξη στα πράγματα και να ξαναρυθμίσει την ξεκούρδιστη ζωή.
Μπορεί όμως να είναι και το ίδιο το έθνος ο προστάτης μας, τονωμένο και υποθετικώς αναγεννημένο μετά την αποβολή των «σάπιων» τμημάτων του. Ένας ηγέτης ή, εν τέλει, η ίδια η πατρίδα ως χαρισματική προσωπικότητα σ' έναν κόσμο μετριότητας, θολούρας και απειλών.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσδοκά σε μια «ακροδεξιά» Νέα Δημοκρατία για να εμφανίζεται ο ίδιος ως χώρος συνομιλίας με τους μετριοπαθείς συντηρητικούς, τους λεγόμενους «καραμανλικούς» κ.λπ. Πλάι σε αυτό, ωστόσο, λειτουργεί ακόμα η ιδέα περί δύο κόσμων, του φωτός και της νύχτας.
Αυτή η ζήτηση για δεξιά και οι αντίστοιχες διάχυτες επιθυμίες δεν ικανοποιούνται με τη συμβατική κεντροδεξιά. Ακόμα και αν η κεντροδεξιά φιλοξενεί και αντιμοντέρνους συντηρητικούς και παραδοσιακούς εθνικιστές, στην κοινωνία αναπτύσσεται κάτι που νομίζω πως την ξεπερνά: ένα ρεύμα γνώμης που κατά βάθος αποστρέφεται τον αστικό φιλελευθερισμό και θαυμάζει τους αυταρχικούς ηγέτες.
Και αυτή η κοινωνική δεξιά είναι αντίπαλος της κανονικής, δυτικόφιλης δεξιάς. Όσο και αν η κανονική δεξιά προσπαθεί να διατηρήσει μια μεγάλη αγκαλιά φιλοξενίας για διαφορετικές ευαισθησίες –ως την ακροδεξιά–, ζούμε σε μια εποχή απόσχισης των ταυτοτήτων.
Με άλλα λόγια, οι επιμέρους πολιτισμικές και πολιτικές ευαισθησίες αναζητούν αυτόνομη έκφραση. Ο νέος λαός του συντηρητικού προστατευτισμού είναι, λοιπόν, αμφίβολο αν μπορεί να πειστεί από έναν Κυριάκο Μητσοτάκη, που η βασική του εικόνα είναι πάντα αυτή του κεντροδεξιού τεχνοκράτη.
Αυτό, φυσικά, το γνωρίζουν στην κυβέρνηση και στους κύκλους που την υποστηρίζουν.
Ξέρουν πως, παρά τη στροφή των Ελλήνων προς τις αξίες της «ιδιωτικής επιχειρηματικότητας», η λέξη «νεοφιλελευθερισμός» βγάζει κάτι ψυχρό, απειλητικό, ξενικό. Γι' αυτό την επαναλαμβάνουν απέναντι σε κάθε αντίπαλο επιχείρημα.
Ξέρουν, επίσης, ότι «από κάτω» κινείται ένας επιθετικός δεξιός λαϊκισμός που τρέφεται από τις διαψεύσεις, τα ψεύδη και τις αποτυχίες αυτής εδώ της κυβέρνησης. Εδώ, λοιπόν, έρχεται ένας συγκεκριμένος πειρασμός, ένας πολιτικός τυχοδιωκτισμός.
Έχει κανείς την αίσθηση πως πολλοί μέσα στην Αριστερά θα ήθελαν να πάρει σάρκα και οστά αυτή η άλλη δεξιά. Χωρίς ίσως να έχουν συνείδηση ότι τους απειλεί και τους ίδιους (και όχι μόνο λόγω της συγκυβέρνησης με τους ΑΝ.ΕΛ.), πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη θα διαλύσει την κεντροδεξιά.
Έτσι, λοιπόν, προτιμούν να υπάρχει μια ριζοσπαστική αντι-φιλελεύθερη και υπερσυντηρητική δεξιά στη χώρα. Δίχως να υπολογίζουν τις συνέπειες της κρυφής τους προτίμησης, αυτοί οι αριστεροί επιλέγουν την αντιδραστική δεξιά και απεχθάνονται εντονότερα τη φιλελεύθερη.
Φυσικά, αυτό είναι μια παλιά στάση. Ήταν η περίφημη αντίληψη ότι όσο πιο κοντά στον φασισμό είναι ένα αστικό κόμμα τόσο πιο πολύ ξεσκεπάζεται και απογυμνώνεται η ουσία του.
Διότι έτσι η βασική πολιτική αντίθεση «ξεκαθαρίζεται», οι θολούρες και τα ενδιάμεσα σχήματα τελειώνουν και το σχήμα βρίσκει την υγεία του στο δίπολο δεξιά/δριστερά, φασισμός/αντιφασισμός, αντίδραση/πρόοδος κ.λπ.
Μόνο που αυτά τα παραδοσιακά σχήματα δεν μετρούν τις αλλαγές στον κόσμο, στη σύσταση των μεσαίων τάξεων, στις πολιτικές ταυτότητες μέσα στην κρίση.
Το κυριότερο εδώ είναι ένα ζήτημα ουσίας: γιατί, λοιπόν, ένας αριστερός να θέλει περισσότερο συντηρητική, θρησκευόμενη, ανάδελφη δεξιά; Γιατί να εύχεται σχεδόν τη μεταμόρφωση του συντηρητικού σε πραγματικό ακροδεξιό; Για ποιον λόγο να στοιχηματίζει στον εικαζόμενο φασισμό όποιου δεν είναι αριστερός με τον τρόπο που θέλουν σε αυτήν την κυβέρνηση;
Προφανώς, θα πει κανείς, για ταπεινούς λόγους εκλογικής και πολιτικής τακτικής. Νομίζω όμως πως αυτή η εξήγηση είναι η μισή αλήθεια. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσδοκά σε μια «ακροδεξιά» Νέα Δημοκρατία για να εμφανίζεται ο ίδιος ως χώρος συνομιλίας με τους μετριοπαθείς συντηρητικούς, τους λεγόμενους «καραμανλικούς» κ.λπ.
Πλάι σε αυτό, ωστόσο, λειτουργεί ακόμα η ιδέα περί δύο κόσμων, του φωτός και της νύχτας. Σαν να λέμε όλες οι γκρίζες και ανάμεικτες εκδοχές αστικού φιλελευθερισμού πρέπει να εξαφανιστούν για να φυτρώσει στη θέση τους ένα καθαρό, σκέτο μαύρο: ένα μαύρο μέτωπο που ως έκφραση και μόνο παραπέμπει στον φασισμό και στις ανώμαλες καταστάσεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Είναι συγχρόνως πολιτική τεχνική και παιχνίδι με τη μνήμη και τα τραύματά της.
Κάπως έτσι ζούμε πια έναν πραγματικό κίνδυνο και έναν παράλληλο πολιτικάντικο τυχοδιωκτισμό. Ο κίνδυνος είναι η υπαρκτή, επεκτεινόμενη «δεξιά ζήτηση» και ο αντιφιλελεύθερος λαϊκισμός.
Τυχοδιωκτισμός είναι να επιδιώκει κανείς το μεγάλωμα του ρεύματος ή να σιγοντάρει την πολιτική του διαμόρφωση, αδιαφορώντας για το τι θα επακολουθήσει. Μακάρι να μην είμαστε σε αυτόν το δρόμο.
σχόλια