ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΗΔΗ ΠΟΛΛΑ στη Σοφία Μπεκατώρου. Ακόμα και βρόμικες ερωτήσεις του στυλ «γιατί δεν μίλησε νωρίτερα» οδήγησαν πολλούς να αναλογιστούν την αποξένωση απ' το σώμα και τον ίδιο τον εαυτό, το τσάκισμα που φέρνει η ψυχολογική και σωματική κακοποίηση ή η χρόνια καταπίεση. Άνοιξε μια σπουδαία συζήτηση. Μιλήσαμε μεταξύ μας και είχαμε όλες να διηγηθούμε φριχτές ιστορίες. Ο πολιτικός κόσμος κινητοποιήθηκε θετικά και απροσδόκητα. Άνοιξαν στόματα. Όταν ξέρουμε τι υφίστανται γυναίκες από «παράγοντες», προπονητές και άλλες προβληματικές προσωπικότητες, παύουμε να νομίζουμε ότι οι συζητήσεις περί φεμινισμού και δικαιοσύνης είναι θεωρητικές.
Η υπόθεση Μπεκατώρου έδειξε στον πολύ κόσμο ότι τα αιτήματα δικαιοσύνης έχουν μια εντελώς χειροπιαστή διάσταση, έχουν να κάνουν με το να νιώθουμε ασφαλείς στις δουλειές μας, στο πάρκο όπου αθλούμαστε, στις πισίνες όπου κολυμπάμε. Αφορούν το να μη δέχεσαι σχόλια για το σώμα σου χωρίς να τα έχεις ζητήσει ή το να μη σε αγγίζουν απρόσκλητα με αυτό το εμετικό ύφος που ουσιαστικά λέει: «το δικαιούμαι».
Είναι ντροπιαστικό που το 2021, στη συντριπτική πλειονότητα των χώρων εργασίας στην Ελλάδα, τα δωμάτια όπου λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις είναι ακόμη ανδροκρατούμενα. Αυτό είναι φτώχεια.
Πολλοί πρόλαβαν μέσα σε πέντε μέρες να γίνουν «φεμινιστές». Ο κ. Λοβέρδος, για παράδειγμα, που διαπόμπευσε οροθετικές γυναίκες βιάστηκε να δηλώσει «με τη Σοφία», γελοιοποιώντας τον εαυτό του. Κι άλλοι άνδρες που έχουμε όλες στον περίγυρό μας και ξέρουμε τι είδους άνθρωποι είναι βιάστηκαν να εμφανιστούν ως φεμινιστές, λέγοντας μάλιστα ότι συγκινούνται γιατί έχουν κόρες και μάνες.
Φτάνει πια και μ' αυτό. Η ιδέα πως η γυναίκα γίνεται αντικείμενο (κυριολεκτικά) σεβασμού μόνον μέσα από το πρίσμα της ιδιότητας της ως μάνας/κόρης δεν είναι θέση που προσιδιάζει σε δυτική χώρα. Επιπλέον, υποτιμά τους άνδρες. Υπονοεί ότι είναι ανίκανοι γι' αυτές ακριβώς τις αφαιρέσεις που επιτρέπουν σε ένα έλλογο ον να δείχνει σεβασμό προς άλλα πρόσωπα απλώς και μόνο επειδή μετέχουν στην ανθρώπινη ιδιότητα.
Οι πατριάρχες του περίγυρού μας ή της δημόσιας σφαίρας, που νομίζουν ότι επειδή έχουν κόρες και μανάδες παίρνουν συγχωροχάρτι για τη χολή που έχουν χύσει κατά καιρούς προς ό,τι δεν τους μοιάζει πρέπει να καταλάβουν ότι οι μέρες της ψυχολογικής, λεκτικής, σωματικής και οικονομικής παντοδυναμίας τους τελειώνουν. Κι ακόμη, αν χρειάζεται να σκέφτονται την κόρη τους ή τη μάνα τους για να μην κακοποιούν, κάτι έχει πάει πάρα πολύ στραβά μέσα τους.
Επίσης, πολλοί «φεμινιστές» με σημαία ευκαιρίας, σε μια προσπάθεια ελέγχου της συζήτησης, λένε: «στο τέλος δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε», «δεν θα φλερτάρουμε», «μας φιμώνουν». Πρόκειται για προσπάθειες γελοιοποίησης και υποβιβασμού των αιτημάτων για δικαιοσύνη και εκθέτουν τους εκφραστές τους. Φανερώνουν την ψευδαίσθηση μεγαλείου που έχουν οι προνομιούχοι λόγω φύλου: νομίζουν ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους και ότι όλα αυτά γίνονται για να «φιμωθούν» ή για να κοπεί, δήθεν, το φλερτ.
Μα δεν μιλάμε γι' αυτά. Μιλάμε για πράξεις που πλήττουν βάναυσα τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως όταν δεν σε αφήνουν να μιλήσεις, επειδή απλώς έχεις στήθος και όλοι κοιτάνε μόνο αυτό, όταν τελικά αποφασίζεις να τοποθετηθείς σε ένα δωμάτιο γεμάτο στρέιτ άντρες. Ή για στιγμές που η πατριαρχία δείχνει τα πιο αρρωστημένα ένστικτά της, όταν, για παράδειγμα, θεωρεί τον διορισμό ενός γκέι στην κυβέρνηση στίγμα και όχι κάτι ελπιδοφόρο, ή απλώς αδιάφορο.
Η υπόθεση Μπεκατώρου, όμως, είναι κι ένα τεράστιο επιχείρημα υπέρ της διαφορετικότητας στον εργασιακό χώρο. Η ανακοίνωση του κ. Δημητρακόπουλου, που βαθαίνει την κακοποίηση μέσω της αμφισβήτησής της, μαρτυρά ένα πλέγμα νοσηρών εξαρτήσεων στον χώρο του αθλητισμού αλλά και πόσο επικίνδυνοι μπορούν να γίνουν κάποιοι άντρες όταν αισθάνονται ισχυροί και άτρωτοι στις δουλειές τους. Ο έλεγχος θέσεων εξουσίας από τους ίδιους και τους ίδιους άνδρες για πολλά χρόνια δημιουργεί συνθήκες εξάρτησης και ελέγχου.
Έτσι φαίνεται να συνέβη στην περίπτωση του Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας, που, καθώς ο κλοιός μέσω καταγγελιών στενεύει, γίνεται σύμβολο σαπίλας και αίσχους. Η προώθηση ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται ως γυναίκες, ή queer, ή προέρχονται από διαφορετικές εθνικότητες και ποικιλία παρελθόντων σε θέσεις ελέγχου στους εργασιακούς χώρους πλουτίζει την εμπειρία των εργαζομένων και δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας, δικαιοσύνης και καλύτερες επιδόσεις για τους εργαζόμενους και τον οργανισμό που τους απασχολεί.
Είναι ντροπιαστικό που το 2021, στη συντριπτική πλειονότητα των χώρων εργασίας στην Ελλάδα, τα δωμάτια όπου λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις είναι ακόμη ανδροκρατούμενα. Αυτό είναι φτώχεια.
Στα ίδια δωμάτια, σε ακραίες, αλλά καθόλου σπάνιες περιπτώσεις, βιάζονται γυναίκες ή ανέχονται να τις μειώνουν ή «απλώς» να τις ρωτούν αν σκοπεύουν να μείνουν έγκυες πριν προσληφθούν. Φτάνει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια