ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ κάποιος πλάκα με το περιβόητο πλέον «φανελάκι» που αποκάλυψε ο Σωτήρης Τσιόδρας κατά τον εμβολιασμό του, δεν χάθηκε ο κόσμος. Πολύ πιο εμπαθή και κακόβουλα μου φάνηκαν τα σχόλια για τη χειρονομία του να χτυπήσει ξύλο «χαριτολογώντας», πριν δεχτεί τη βελόνα.
Ποιο είναι τελικά το καθοριστικό «επικοινωνιακό» χάρισμα του Σωτήρη Τσιόδρα; Το ότι «είναι ένας από μας» (ένα ιδεατό, μυθικό σχεδόν υβρίδιο απλού, θεοσεβούμενου πολίτη και ταπεινόφρονος επιστήμονα) ή το ακριβώς αντίθετο; Ένα δημόσιο πρόσωπο πέρα από μικροπολιτικές τριβές, πέρα από μικρότητες γενικώς, πέρα από μας.
Ο ειδικότερος των ειδικών, ο καθ’ ύλην αρμόδιος στο μείζον ζήτημα της πανδημίας (ένα ζήτημα ζωής και θανάτου), αυτός που με τον ήπιο, πράο και ταπεινό τρόπο του κατοχύρωσε το δικαίωμα στις αντιφάσεις, αλώβητος από τον συγχρωτισμό με την εξουσία και την υπερέκθεση στο γυαλί, ο επιστήμονας που ψέλνει στα δύσκολα, ενδεχομένως σταυροκοπιέται και εκτός θρησκευτικής λειτουργίας, και καμιά φορά χτυπά και ξύλο καλού-κακού, όπως χθες λίγο πριν κάνει το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, αμέσως μετά τον πρωθυπουργό.
Κι εγώ χτυπάω ξύλο καμιά φορά, και επίσης κάνω τον σταυρό μου όλο και πιο τακτικά μάλιστα, όχι για να προσευχηθώ αλλά σε μια κίνηση απόγνωσης που δηλώνει «τι άλλη μαλακία θα ακούσω ακόμα θεέ μου».
Ακόμα και οι πιο στεγνοί ορθολογιστές από τους αυτόκλητους ένθερμους υποστηρικτές του (όχι ότι ο άνθρωπος ζήτησε ποτέ ούτε είχε ανάγκη από τέτοιου είδους οπαδική στήριξη) αναφέρονται στο πρόσωπό του σα να πρόκειται για μια απόκοσμη, «παπαδιαμαντική», μεσσιανική φιγούρα που κουβαλά τις αμαρτίες, τις ανασφάλειες, τους δισταγμούς και τις αρνήσεις μας. Και έσπευσαν να τον υπερασπιστούν και χθες από τη χλεύη και τον σαρκασμό των αλλοφύλων που βρήκαν πεδίο βολής στο γαριασμένο, παραδοσιακό («μπαμπαδίστικο» ή «παπουδίστικο») φανελάκι του κυρίου καθηγητή, το οποίο αποκάλυπτε ένα αγύμναστο σώμα.
Αδίκως διέρρηξαν τα ιμάτια τους. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δημοσιοποίησαν πραγματικά μοχθηρά, κακόβουλα και χυδαία σχόλια. Εξάλλου πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο που δέχτηκε να απαθανατιστεί σε ένα στιγμιότυπο που το είδαν όλοι οι Έλληνες. Εννοείται ότι αυθόρμητα και αντανακλαστικά, η συγκεκριμένη σκηνή μπορεί να προκαλέσει και μια θυμηδία εξαιτίας των συνειρμών που φέρνει σε όλους μας αυτό το vintage ανδρικό εσώρουχο.
Μπορεί να κάνει κάποιος πλάκα για το φανελάκι χωρίς να παραγνωρίσει τη σημασία και τον συμβολισμό της περίστασης, δεν χάθηκε ο κόσμος, ας μην τρελαινόμαστε. Τουλάχιστον πάντως, φάνηκε να περνάει στο ντούκου το γεγονός ότι μία από τις ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστό το συγκεκριμένο ρούχο στα αγγλικά είναι wife beater, δηλαδή «αυτός που δέρνει την γυναίκα του» – ονομασία που φέρεται να προήλθε από την αβάσταχτη ματσίλα του Στάνλεϊ Κοβάλσκι (που πλάκωνε τη γυναίκα του και βίασε την κουνιάδα του) στο «Λεωφορείο ο Πόθος», όπως τον είχε υποδυθεί με το «εμβληματικό» φανελάκι ο Μάρλον Μπράντο.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ τη μη σφριγηλή ιχνογραφία του σώματος που αποκαλύφθηκε, και πάλι, όπως και με το φανελάκι, ο Σωτήρης Τσιόδρας παρέμεινε συνεπής –αν ήμουν πιο καχύποπτος θα μπορούσα να πιστέψω ότι είναι επιμελώς και συνειδητά ατημέλητος στις δημόσιες εμφανίσεις του– στην εικόνα που είχαμε χτίσει για εκείνον. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν συνταρακτικά ανάρμοστο. Πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς δηλαδή; Σαν κάτι ηθοποιούς που υποδύονται τον ντροπαλό σπασίκλα και ξαφνικά τα πετάνε αποκαλύπτοντας μύες και κοιλιακούς εντελώς ασύμβατους με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα;
Πολύ πιο ενοχλητικά και εμπαθή, κατά την άποψή μου, ήταν τα ξινά και δηλητηριώδη σχόλια για την προληπτική κίνηση που φέρεται να έκανε λίγο πριν δεχτεί τον εμβολιασμό και δεν συνάδει υποτίθεται με την επιστημονική του ιδιότητα. Απ΄ όσο μπορούμε να τον γνωρίζουμε, ο κ. Τσιόδρας δεν είναι ούτε ο πιο ευφραδής ούτε ο πιο χαβαλές τύπος του κόσμου. Χτύπησε ξύλο για γούρι, σα να «χαριτολογούσε» χωρίς λόγια. Ήταν ένα ξόρκι, μια από αυτές τις τελετουργικές χειρονομίες που μας συνδέουν με τη λαϊκή κουλτούρα, όπως όταν μπαίνεις με το δεξί σε καινούριο σπίτι.
Κι εγώ χτυπάω ξύλο καμιά φορά, και επίσης κάνω τον σταυρό μου, όλο και πιο τακτικά μάλιστα, όχι για να προσευχηθώ αλλά σε μια κίνηση απόγνωσης που δηλώνει «τι άλλη μαλακία θα ακούσω ακόμα θεέ μου».
Υ.Γ. Με όλη αυτή την ιστορία που ανέκυψε με την περιβόητη πλέον φανέλα του Σωτήρη Τσιόδρα, θυμήθηκα –όπως και πολλοί άλλοι που είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να τη θυμούνται– εκείνη την παλιά τηλεοπτική διαφήμιση οικιακών θερμοσυσσωρευτών που έδειχνε και τον «παππού με το φανελάκι» μέσα στο σπίτι. Αναζητώντας μια εικόνα για να φρεσκάρω τη μνήμη, είδα με σχετικό τρόμο ότι ο τύπος που έπαιζε τον «παππού», με τα γυαλιά και την εφημερίδα ανά χείρας, δεν μου φαίνεται πια καθόλου παππούς. Και επίσης δεν φορούσε καν «φανελάκι», αλλά κανονική κοντομάνικη φανέλα.
σχόλια