«ΈΣΟ ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΣ!»
Δυο λέξεις, ένα κλασικό παράδοξο.
«Η παιδεία που προσφέρουμε στους νέους πρέπει να αντιστοιχεί στις γνώσεις που ζητούν».
Άλλη μια πρόταση-παράδοξο. Γιατί παράδοξο; Φανταστείτε να σας έλεγα: «Έχω μια πληροφορία πολύ σημαντική για σας. Δώστε μου 1.000 ευρώ και είναι δική σας». Πώς μπορείτε να αξιολογήσετε την αξία της πληροφορίας που λέω ότι έχω για εσάς, χωρίς πρώτα να την αποκτήσετε; Ο μόνος τρόπος ν’ αποφανθείτε για την αξία της είναι να σας την πω για να κρίνετε. Αν όμως σας την πω, γιατί να με πληρώσετε, δεδομένου ότι ήδη θα την έχετε;
Απλως, η αξιολόγηση της πληροφορίας είναι αδύνατη πριν από την απόκτησή της. Αυτό δεν ισχύει με κανένα άλλο «αγαθό». Κι αν η πληροφορία είναι μια φορά ένα «περίεργο» αγαθό, τότε τι να πει κανείς για τη μόρφωση; Η πληροφορία δεν είναι απλώς «δεδομένα» (data), η γνώση δεν είναι απλώς ένα σύνολο πληροφοριών και, τέλος, η σοφία απαιτεί περισσότερα από τη γνώση. Άρα, αν ισχύει ότι o απληροφόρητος δυσκολεύεται να υπολογίσει την αξία της πληροφορίας που δεν έχει, τότε τι ελπίδες έχει ο απαίδευτος να μπορεί ν’ αξιολογήσει την αξία της δύσκολης γνώσης (για να μην αναφερθώ στη σοφία);
Τις γραμμές αυτές τις γράφω ως σχόλιο στην τάση που επικρατεί σε ολόκληρη την Ευρώπη (όχι όμως και στα καλά πανεπιστήμια της Αμερικής) τα προγράμματα σπουδών, ιδίως στα πανεπιστήμια, να τείνουν προς την ικανοποίηση των επιθυμιών των φοιτητών μας. Πρόκειται για διαδικασία που, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί στην υποχώρηση των ιδεών και στη δημιουργία εκπαιδευτικών συστημάτων που αδυνατούν να ξεχωρίσουν την έννοια της εκπαίδευσης από εκείνη της μόρφωσης (ας θυμηθούμε ότι μια φώκια μπορεί να εκπαιδευτεί, αλλά ποτέ να μορφωθεί και ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν κατανοεί τη διαφορά είναι επικίνδυνο).
Όταν δίδασκα στην Αγγλία στην δεκαετία του ’80, τότε που οι φοιτητές μετατράπηκαν εν μιά νυκτί σε «πελάτες», η πίεση για εξεύρεση πόρων ήταν αδυσώπητη - ακόμα και στο κραταιό Κάιμπριτζ. Θυμάμαι πώς νιώσαμε στο Trinity όταν δεχτήκαμε έναν πάμπλουτο ηλίθιο φοιτητή με αντάλλαγμα το ένα εκατομμύριο λίρες που δώρισε ο πατέρας του στο κολέγιο (τότε που ο μισθός μου ήταν 7.520 λίρες ετησίως, μεικτά). Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αποδεχτούμε την οποιαδήποτε παρέμβαση στο πρόγραμμα σπουδών στη βάση του τι θέλει ο οιοσδήποτε «πελάτης». Δυστυχώς, και αυτό το ταμπού έσπασε. Πρόσφατα, σε αξιολόγηση μαθημάτων του ίδιου κολεγίου, στην οποία συμμετείχα, παρατήρησα ότι προσφερόταν μια σειρά από ανόητα μαθήματα. Ρώτησα γιατί. Και έφριξα, ακούγοντας συναδέλφους να συμφωνούν ότι δεν θα έπρεπε να προσφέρονται αλλά να λένε: «Μα, τα παιδιά θέλουν μάρκετινγκ, πρέπει να τους το προσφέρουμε».
Γιατί να μην τους το προσφέρουμε; Επειδή δουλειά μας δεν είναι να ικανοποιούμε τις προκαταλήψεις τους. Δουλειά μας είναι να τους απελευθερώνουμε από αυτές. Όταν οι δάσκαλοι γινόμαστε απλώς service providers, η παιδεία μετατρέπεται σε μηχανιστική εκπαιδευτική διαδικασία που μπορεί κάλλιστα να γίνει, τώρα πλέον, και χωρίς δασκάλους (με τον instructor να είναι κάποιο καλογραμμένο λογισμικό). Το αποτέλεσμα είναι η ολοκληρωτική ήττα της ανώτερης μόρφωσης στα χέρια δεξιοτήτων που κανένα πανεπιστήμιο, εξ ορισμού, δεν μπορεί να διδάξει σωστά.
Σκεφτείτε το: η έλλειψη μόρφωσης διαφέρει ριζικά από τη δίψα, από το να θέλεις ένα αυτοκίνητο και να μην το έχεις, από την έλλειψη χρημάτων, από τη μοναξιά, από το να θέλεις να χρησιμοποιείς το Εxcel και να μην μπορείς. Η διαφορά έγκειται στο ότι του αμόρφωτου του λείπει όχι μόνο αυτό που δεν έχει αλλά και κάτι ακόμα πιο βασικό, η γνώση της αξίας αυτού που του λείπει. Όταν ένα παιδί ονειρεύεται κάποιο γκάτζετ, ένας μεγάλος κάποιο μακρινό ταξίδι σε εξωτικά μέρη, ένας εμπόλεμος λαός την ειρήνη, αν και δεν γνωρίζουν ακριβώς πώς θα νιώσουν όταν αποκτήσουν το «αντικείμενο» του πόθου τους, λίγο-πολύ ξέρουν την αξία του, μπορούν να τη φανταστούν. Όταν την ξέρουν, είναι ίσως θεμιτό να τους σκεφτόμαστε ως «πελάτες» που έχουν «δίκιο». Όταν όμως νομίζουν ότι τη γνωρίζουν, αλλά την αγνοούν απολύτως, τότε οι συγκεκριμένοι πελάτες έχουν, εξ ορισμού, άδικο.
Βέβαια, η προσπάθεια αποφυγής ενός παραδόξου μας οδηγεί συχνά στην αγκαλιά ενός άλλου. Εκτός από το παράδοξο του να αφήνουμε τη σχετική «ζήτηση» για διαφορετικές δεξιότητες να προσδιορίζει την «παιδεία» των νέων, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να πέσουμε στο εξής εναλλακτικό παράδοξο:
«Θα σε κάνω, θέλοντας και μη, ν’ απελευθερωθείς από τις προκαταλήψεις σου!».
Μια υπόσχεση που, όπως και η συμβουλή «έσο αυθόρμητος», αυτο-υπονομεύεται.
Κλείνοντας, η καλή καγαθή κοινωνία πασχίζει να χαράξει πορεία που θα της επιτρέψει ν’ αποφύγει τόσο το ένα όσο και το άλλο παράδοξο. Το γεγονός ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα καταφέρνει να πέσει θύμα και των δύο (δηλαδή και να υπηρετεί τις ανόητες προκαταλήψεις των φοιτητών αλλά και να τους επιβάλλει γνώσεις που δεν θέλουν) δεν δικαιολογεί την ανάδειξη του ενός εκ των δύο παραδόξων (την κυριαρχία της εμπορευματοποίησης) ως την ενδεικνυόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη ο τόπος.
σχόλια