Ήμουν είκοσι ενός κι έκανα ιδιαίτερα αγγλικά σε μια γειτόνισσα στην Καλλίπολη, μόλις έναν χρόνο πιο μικρή, όταν, πάνω στον μήνα, φτάσαμε στο κεφάλαιο των κατευθύνσεων: «Ωραία, χάραξε μια διαδρομή, από το Δημοτικό Θέατρο μέχρι τους Αμπελοκήπους, περνώντας από το Σύνταγμα, και βάλε μέσα ό,τι μπορείς, ευθείες, στροφές, αριστερά, δεξιά...». Πάγωσε ευγενικά και με κοίταζε αμίλητη.
Τα επανέλαβα και κατάλαβα πως η κοκκινισμένη από την ντροπή αρραβωνιασμένη κοπέλα, που έκανε μαθήματα σε μια σχολή στην Κάνιγγος, δεν ήξερε τι να μου πει. «Ξέρεις, δεν έχω πάει ποτέ στην Αθήνα. Παίρνω τον Ηλεκτρικό, κατεβαίνω στην Ομόνοια, περπατάω 100 μέτρα, κάνω τα μαθήματά μου και πάλι σπίτι. Δεν έχει χρειαστεί να πάω αλλού. Μικρή, θυμάμαι, μας είχαν πάει στον Εθνικό Κήπο». Κακώς σοκαρίστηκα. Δεν ήταν η μόνη.
Πολλοί Πειραιώτες δεν αισθάνθηκαν ποτέ την επιθυμία να περάσουν από την άλλη όχθη, αλλά αρκούνταν στη διοικητική και ψυχαγωγική αυτονομία του μεγάλου λιμανιού με τα οικεία στέκια και, κυρίως, τον μεγάλο ορίζοντα. Αυτόν κοιτάς για τις διακοπές σου, με αυτόν ονειρεύεσαι. Πετάγεσαι δίπλα, παίρνεις το καράβι και βγαίνεις στο νησί. Κάνεις μια σκέψη κι ελπίζεις να σ' την εκπληρώσει το θεαματικό ηλιοβασίλεμα πάνω από τον Σταυρό και τη Σχολή Δοκίμων.
Εξάλλου, γιατί να μην είναι αρνητικά τα Πειραιωτάκια με την Αθήνα, όταν τόσοι Αθηναίοι έχουν υπάρξει σνομπ με τον Πειραιά, τύπου «πού να τρέχω, θα χαθώ, χάλια, λαϊκούρα, γαύροι» και τα μόνα αξιοθέατα και, κυρίως, αξιοφάγωτα, ήταν το Waichart, ένα εξαιρετικό, καλόγουστο μπιστρό με βελούδινο παταράκι που λυπήθηκα πικρά όταν έκλεισε, ο Jimmy and the Fish, ο Δουράμπεης και το Τουρκολίμανο επιλεκτικά, και παλιά το Sail In του Μπουντούρη, κοντά στο πιο μυθικό μαγαζί των αλλοτινών εποχών, τη Σπηλιά του Παρασκευά, με τον Χιώτη και τη Λίντα και ονομαστούς επισκέπτες. Αυτά ήταν περισσότερο για τους ξένους.
Νιώθω πως έζησα παιδικά και εφηβικά χρόνια σε ένα ιδιαίτερο προάστιο, με δική του προσωπικότητα και ιστορία, τα αναπόφευκτα κολλήματα της μικρής πόλης δίπλα στον γίγαντα, τη θρυλική εμμονή με τον Ολυμπιακό και πεισματάρηδες συμπολίτες, που κάνουν λίγο παραπάνω τους ζόρικους, έτσι, για τον ρόλο, καμιά φορά.
Ο καθένας από μας είχε και άλλο, μικρό στέκι. Επειδή δεν ήμουν ποτέ της καφετέριας και με θυμάμαι να βαριέμαι θανάσιμα δέκα χρονών, όταν η παρέα του αδελφού μου κοπανούσε τον ζεστό νες μέχρι να κάνει άσπρο καϊμάκι κρεμώδες και κακής μυρωδιάς, στην Πισίνα στη Ζέα. Προτιμούσα να περνάω από το ζαχαροπλαστείο του Χαραμή, όταν είχα κάτι να κάνω, συνήθως Γαλλικά, στη Δευτέρας Μεραρχίας, για να αγοράσω μια σοκολατίνα που προτιμούσα δέκα φορές περισσότερο από τα γλυκά της Στάνης, και πάντα έβλεπα τη μαμά της Μαρίας, συχνά τον αδελφό της, και σπάνια την ίδια τη Μαρία, με βέλο πίσω από το ταμείο – αργότερα μου εξήγησε πως το έκανε για να σπάσει την πλήξη, εκτός από το να βοηθάει τη μαμά της.
Κι επίσης, τα σοκάκια πίσω από το πάρκινγκ του Τουρκολίμανου, στην άκρη. Κι όλη η σπλανάδα, κατεβαίνοντας από την Καστέλλα, από την παλιά Caribbean και το απίστευτο, σχεδόν ροκοκό κτίσμα ακριβώς μεσοτοιχία (τώρα είναι ένα γκρεμίδι) μέχρι την πλατεία Αλεξάνδρας, σε ένα άλλο παλιό στέκι, του Δεληγιάννη, όταν τα σνίτσελ ήρθαν στη μόδα. Και βέβαια, η Σκανδιναβική Εκκλησία, με τους παπάδες με τα πολιτικά που μας άφηναν, εμένα, τον Νίκο και τον Κώστα, να μάθουμε μπιλιάρδο αμερικανικό στον πρώτο όροφο, με θέα την Αίγινα.
Ο περίπατος κατά μήκος των τειχών του Θεμιστοκλέους ήταν και παραμένει μια ζωοφόρος ανάσα από τη σφιχτή χερσόνησο της Πειραϊκής. Εκεί τα πρώτα παιχνίδια, τα ματσάκια μπάσκετ στον Φοίνικα ή στον Πορφύρα, τα ραντεβού και τα μπάνια στα βραχάκια με κεντρικό βατήρα την «25άρα» για βουτιές, όλα τα καλοκαίρια των '70s, πριν καταλάβουμε πως τα νερά των Κυκλάδων, ε, είναι κάπως διαυγέστερα.
Λίγο παραπάνω το Μεικτό, με τους μαθητές ανά τμήμα να φτάνουν τους 75, το αγαπημένο μου δισκάδικο, το Boom, και προς το Πασαλιμάνι οι καφέδες και τα παγωτά, το ειδυλλιακά παραλιακό φροντιστήριο των Αγγλικών μου με το τεράστιο δέντρο απ' έξω που μας έκρυβε για τις κοπάνες, η επιβλητική Γαλλική Ακαδημία στο κτίριο του Τσίλερ, που δεν λειτουργεί πλέον, με τη μικροσκοπική Μυροβόλο ακριβώς από κάτω, αλλά κυρίως η λωρίδα με τα σινεμά, το Καπιτόλ, τον Απόλλωνα, το Παλλάς και το Σπλέντιτ.
Πήγαινα μανιακά σε όλα, και στο Χάι Λάιφ, και στο Αττικόν, λιγότερο στο Σινεάκ, όπου θυμάμαι τη Χιονάτη, και στο ψιλοάθλιο Άβα, όπου είδα την πρώτη μου ταινία, το Βιβλίο της Ζούγκλας, ώσπου δεν μου έφταναν. Ούτε οι αίθουσες, ούτε το φαγητό, ούτε οι δίσκοι, ούτε η ψυχαγωγία. Με ενοχλούσαν, πάνω απ' όλα, η στασιμότητα και ο περιορισμός, μια νοοτροπία κατανάλωσης που μπλόκαρε το πνεύμα δημιουργίας. Ή, απλώς, μεγάλωνα και το μυαλό μου ήταν αλλού.
Δεν μεγάλωσα με τη λαϊκή μυθολογία του Πειραιά, ούτε βέβαια πρόλαβα τη ρεμπέτικη πλευρά του, το τραμ και την Τρούμπα. Νιώθω πως έζησα παιδικά και εφηβικά χρόνια σε ένα ιδιαίτερο προάστιο, με δική του προσωπικότητα και ιστορία, τα αναπόφευκτα κολλήματα της μικρής πόλης δίπλα στον γίγαντα, κάτι σαν το Βιετνάμ με την Κίνα, τη θρυλική εμμονή με τον Ολυμπιακό (θυμάμαι, ωστόσο, το καφενείο των πεσόντων του Εθνικού) και πεισματάρηδες συμπολίτες, που κάνουν λίγο παραπάνω τους ζόρικους, έτσι, για τον ρόλο, καμιά φορά.
Άκουσα επίσης συχνά το παραμύθι του καλού χουντικού δημάρχου Σκυλίτση, που έδωσε και από τη δική του περιουσία για να κάνει λαμπίκο τον κακομοίρη τον Πειραιά της φτωχολογιάς, με νερά που χορεύουν στα σιντριβάνια και οδοκαθαριστές που φοράνε λευκά γάντια! Δηλαδή, η χαρά του νοικοκύρη δεξιού που δεν τον ενδιέφεραν οι λίμνες στα Καμίνια, όποτε έβρεχε, ούτε η κατεδάφιση οικημάτων αξίας και μνήμης, όπως η Ράλλειος ή το Ρολόι, έτσι, χωρίς λόγο ή επιχείρημα – χούντα είπαμε.
Και έμαθα, τριγυρνώντας δεξιά κι αριστερά, όπως ορίζουν οι κατευθύνσεις της ζωής, και όχι απαραίτητα του Ηλεκτρικού, κι επιστρέφοντας πολύ συχνά στα πάτρια, πως η νοσταλγία της γειτονιάς είναι μια αδυναμία που συγχωρείται και επιβάλλεται.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια