«Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας ως θρίαμβος της θέλησης και ως θεμέλιος λίθος του Δυτικού Πολιτισμού». Αυτός ήταν ο τίτλος ενός διαγωνισμού ζωγραφικής που είχε διοργανωθεί φέτος από το Ίδρυμα Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη και την Παιδική Πινακοθήκη Ελλάδος στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 2.500 χρόνια από τα δύο αυτά γεγονότα.
Ο διαγωνισμός έχει λήξει από τον περασμένο Απρίλιο (όταν βρισκόμασταν απομονωμένοι στην ανήσυχη νιρβάνα της καραντίνας), μόλις χθες όμως δημοσιεύτηκε ένα άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών, ως αποτέλεσμα ίσως των οξυμμένων αντιναζιστικών αντανακλαστικών ενόψει της απόφασης για την Χρυσή Αυγή, στο οποίο επισημαίνεται με σοκ και δέος ότι στον τίτλο περιλαμβάνεται η φράση «ο θρίαμβος της θέλησης» ο οποίος παραπέμπει στην ομώνυμη ταινία προπαγάνδας που είχε γυρίσει η Λένι Ρίφενσταλ με φόντο τη μεγαλοπρεπή φιέστα των Εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ το 1935 στη Νυρεμβέργη.
Δεν έχει και άδικο εδώ που τα λέμε να εξανίσταται ο συντάκτης του άρθρου («ξαφνιάζει και προκαλεί τα δημοκρατικά αισθήματα η κεντρική χρήση της φράσης», γράφει χαρακτηριστικά), δεν πιστεύω πάντως ότι υπήρξε εκ μέρους των εμπνευστών του διαγωνισμού (παρότι θα όφειλαν να γνωρίζουν μάλλον) συνειδητή αναφορά στην ταινία της Ρίφενσταλ και κατ' επέκταση στο ναζιστικό ιδεώδες. Περισσότερο συνειρμούς που έχουν να κάνουν με εγχειρίδια αυτοβοήθειας και αυτοπεποίθησης προκαλεί στους περισσότερους ανθρώπους η συγκεκριμένη φράση παρά συνδέσεις με τις τρομακτικές ψευδαισθήσεις μεγαλείου, τον νοσηρό φετιχισμό και την ισοπεδωτική αισθητική του ναζισμού.
Παρά την «αρχειακή» σημασία της ως ιστορικό ντοκουμέντο και τις πρωτοποριακές τεχνικές αρετές της σε κάθε επίπεδο, η ταινία δεν παύει να κόβει την ανάσα και να προκαλεί τρόμο ως η ύψιστη αποθέωση της ναζιστικής εικονογραφίας.
Παρά την «αρχειακή» σημασία της ως (μεγαλειωδώς καλοστημένο) ιστορικό ντοκουμέντο και τις πρωτοποριακές τεχνικές αρετές της σε κάθε επίπεδο (σύνθεση, μοντάζ, γωνίες κάμερας, λήψεις), η ταινία δεν παύει να κόβει την ανάσα και να προκαλεί τρόμο ως η ύψιστη αποθέωση της ναζιστικής εικονογραφίας. Αξίζει όμως ίσως να της ρίξει μια ματιά κανείς αν θέλει να κατανοήσει, εν μέρει τουλάχιστον, την υπνωτική γοητεία που άσκησε στις μάζες ο ναζισμός ως συλλογικό event συντριπτικής κλίμακας (πριν από έναν χρόνο η ταινία κόπηκε από το YouTube λόγω της «νέας πολιτικής της πλατφόρμας για τη ρητορική μίσους», υπάρχει όμως ακόμα σε κοινή θέα στο Dailymotion).
Ο θρίαμβος της θέλησης
Η ταινία που σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία και την ζωή της Ρίφενσταλ –όσο κι αν επιχείρησε η ίδια μετά τον πόλεμο να αποδεσμευτεί από τον θανάσιμο κλοιό της– επανήλθε φέτος στην κινηματογραφική επικαιρότητα μέσα από την αριστουργηματική (και μάλλον παραγνωρισμένη) τελευταία ταινία του Τέρενς Μάλικ, «Μια κρυφή ζωή», με θέμα την αληθινή ιστορία του Φρανζ Γιάγκερστατερ, ενός νεαρού Αυστριακού αγρότη που ζούσε αθώος και μακάριος στα βουνά με την οικογένειά του, για να επιστρατευτεί με την έναρξη του πολέμου και στη συνέχεια να δηλώσει αντιρρησίας συνείδησης – στάση που οδήγησε στον στιγματισμό και στην ακύρωση και εξαφάνισή του ως ανθρώπινη οντότητα.
Αντί για εναρκτήρια σκηνή και συμβατικούς τίτλους αρχής, η ταινία ξεκινά με σκηνές από την ασπρόμαυρη ταινία της Ρίφενσταλ –με κεντρική φιγούρα τον ίδιο τον Χίτλερ σε διάφορα στιγμιότυπα πριν και κατά την διάρκεια του συνεδρίου– για να τονιστεί η αντίθεση με την καταπράσινη φύση της ορεινής αυστριακής υπαίθρου που μοιάζει να ανήκει σε άλλον κόσμο, εντελώς απομονωμένο από το γεωμετρικό ντελίριο και τα οργανωμένα πλήθη της ναζιστικής φιέστας.
Α Hidden Life / Μία Κρυφή Ζωή
Η Λένι Ρίφενσταλ πέθανε όρθια και δραστήρια (και αμετανόητη) το 2003 σε ηλικία 101 ετών. Έναν χρόνο πριν είχε παρουσιάσει την πιο πρόσφατη ταινία της, τις «Υποβρύχιες εντυπώσεις», μία επιλογή από τις καταδύσεις στις οποίες επιδιδόταν σε εκείνη την προχωρημένη ηλικία. Επτά χρόνια πριν, είχε βρεθεί στην Αθήνα ως προσκεκλημένη των εκδόσεων Τερζόπουλου, που είχαν αναλάβει την ελληνική έκδοση της «Αυτοβιογραφίας» της.
Εκεί, στα γραφεία της οδού Φραγκοκλησιάς, ήμουν κι εγώ εκείνη τη μέρα και την είδα κάποια στιγμή μπροστά μου σε απόσταση μικρότερη από αυτή που επιτρέπει τώρα το πρωτόκολλο του κορωνοϊού. Τότε είχα σκεφτεί απλά ότι βρέθηκα για λίγο ενώπιον ενός ζωντανού μαυσωλείου του 20ού αιώνα, όσο περνούσαν τα χρόνια όμως συνειδητοποιούσα ότι είχα το προνόμιο να με αγγίξει για μια στιγμή στον χρόνο κάτι από την απόκοσμη και ψυχρή (και δυσοίωνη εν προκειμένω) αύρα της Ιστορίας.