Με αφορμή προηγούμενοσημείωμά μου, εδώ, στον «Παρατηρητή»της LifO, στο οποίο υποστήριζαότι μοιάζει να είναι γόνιμο πια τοπολιτικό τοπίο «για κάτι καινούργιο»,που όχι μόνο θα ανατρέψει το παλιό αλλάθα αλλάξει και ουσιαστικά τη ζωή τωνανθρώπων, πολλοί αναγνώστες μού έγραψαν,διατυπώνοντας το ερώτημα «το πιστεύειςπραγματικά αυτό;». Πιστεύω, ναι, ότι τοπολιτικό τοπίο είναι γόνιμο για μιατέτοια αλλαγή. Δεν πιστεύω, όμως, ότι ηκοινωνία είναι έτοιμη να την «προσκαλέσει»,να την υποδεχτεί και να την υποστηρίξει.Το χωράφι θέλει σκάψιμο εξαρχής. Ναανανεωθεί το χώμα, να μπει καινούργιασπορά. Η «παλιά σοδειά» δεν μπορεί να...αντιδράσει πια. Είναι άρρωστες οι ρίζεςτης, αδύναμες να υποστηρίξουν αυτό πουκάποτε στεκόταν γερά στη γη, με όλα τακαλά και όλα τα άσχημά του.
Ό,τι καινούργιο καιελπιδοφόρο υπάρχει τώρα (και υπάρχει,είν' αλήθεια), μοιάζει να 'ναικαταδικασμένο να ξεραθεί μαζί με τοπαλιό. Άλλωστε, εάν εξαιρέσει κάποιοςτο ΠΑΣΟΚ, που επί Γιώργου Παπανδρέουμοιάζει να είναι το μοναδικό κόμμα πουδοκιμάζει και «καινούργιες καλλιέργειες»(οι οποίες, μένει να δούμε, αν θα «πιάσουν»),οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοίθυμίζουν, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ,«τα κουρασμένα παλικαράκια» του παλιούελληνικού κινηματογράφου, χωρίς όμως,πια το καλαμπούρι τους!
Ωστόσο, θεωρώ ταυτόχροναπως είναι και ολίγον άδικο να στεκόμαστετόσο επικριτικά μόνο απέναντι σ' αυτούς,όταν ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι κανένακαινούργιο πολιτικό ρεύμα δεν μπορείνα ευδοκιμήσει, εάν δεν το θέλει ο ίδιοςο λαός και δεν «βγει» από τον ίδιο τονλαό. Επί του παρόντος (και φοβούμαι πωςαυτό το «παρόν» έχει πολύ δρόμο μπροστάτου ακόμα), ο λαός είναι λιγότερο έτοιμοςαπ' ό,τι είναι το ίδιο το χωράφι. Δίνειακόμα την εντύπωση πως τον βολεύει νατο συντηρεί μισοξεραμένο, όπως είναιτώρα. Έμαθε να «ζει» από αυτό και φοβάταιπως, αν το ανανεώσει, αν το σπείρει ξανά,θα χάσει τα λίγα (που σε αρκετές περιπτώσειςείναι πολλά) με τα οποία ως τώρα έμαθενα πορεύεται.
Εάν δεν αλλάξει ριζικά,από μέσα του, ο ίδιος ο λαός, το «καινούργιο»που λέμε ότι θέλουμε δεν θα ‘ρθει ποτέ.Ο «μικρός» που κλέβει, επικαλούμενοςότι το ίδιο κάνει και ο άλλος, ο «μεγάλος»,είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο,ένοχος με αυτόν. Εδώ χρειάζεται μιαφιλοσοφία «Γκάντι», που λέει ότι θαπολεμήσω το κακό, όχι αντιγράφοντάς τοαλλά αντιδρώντας σ' αυτό, αναδεικνύοντάςτο με κάθε τρόπο, εκθέτοντάς το και μηπειθαρχώντας σε καθετί που γεννά καισυντηρεί την αδικία.
Ένα μεγάλο μέρος τωνπολιτών σήμερα, αν δεν είναι σκοπίμωςαποτραβηγμένο στον εαυτό του (με ό,τικαι αν συνεπάγεται αυτή η... απόσυρση)δεν αντιδρά καθόλου και για τίποτα. Ο«κύκλος της διαφθοράς», που κάποτεμπορούσε να τον ενοχλεί και ήθελε νατον σπάσει, σήμερα είναι «σπίτι» του ήείναι ακόμα έξω από αυτό τον κύκλο καιπροσπαθεί, λαχταρώντας, να μπει μέσα.
Ο λεγόμενος «μέσος»πολίτης (που, εν τη δυστυχία του, είναιίσως ο πιο βολεμένος!) εμφανίζεται νααντιδρά μόνο για τα ανομήματα των άλλων.Διεκδικεί μόνο ό,τι αισθάνεται πως είναιδικό του. Αντιδρά μόνο όταν νιώσει πωςδιακυβεύεται το προσωπικό του συμφέρον.
Ο Γκάντι, στις μεγάλεςτου απογοητεύσεις, έλεγε: «Μπορεί ηΙνδία να μην είναι ακόμα έτοιμη για τηνεπανάσταση, όπως την πιστεύω και τηνοραματίζομαι εγώ». Εννοούσε μια επανάστασηστην οποία πρώτοι οι πολίτες θα άλλαζαντρόπο ζωής και σκέψης. Μια επανάσταση«από τα κάτω προς τα πάνω» (που εδώ, τώρα,δεν μοιάζει εφικτή), που θα βασίζεταιαπαρέγκλιτα στη βία, αλλά ταυτόχροναθα αμφισβητεί, θα ανατρέπει και θαεκδηλώνει σταθερή ανυπακοή σε καθετίπου θα κρίνεται άδικο και παράλογο γιατη ζωή και την αξιοπρέπεια του απλούανθρώπου.
Όμως, εάν δεν γίνειαντιληπτό ότι αυτά τα «βασικά κριτήρια»αφορούν τους πολλούς και θεωρηθεί,αντίθετα, ότι είναι «υπόθεση ολίγων,μόνο, γραφικών και ρομαντικών», τότε ηεπανάσταση πάει περίπατο. Αντικειμενικώς,το «άδικο» στη σημερινή ελληνική κοινωνίαείναι όρος μεταβλητός, όχι σταθερός. Το«παράλογο» ερμηνεύεται και αυτό κατάτο δοκούν. Άρα, πώς θα πορευτούμε μαζίαφού ούτε και σ' αυτά τα πολύ στοιχειώδηκαι βασικά δεν συνεννοούμαστε; Πώς θαμιλήσουμε, φερ' ειπείν, στα σοβαρά γιαουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση,όταν οι μισοί από εμάς αποδεχόμαστε,συντηρούμε ή και είμαστε μέρος του «παράφύσιν» επαγγέλματος των ιδιαίτερωνμαθημάτων; Αλλαγή με εξαιρέσεις δενγίνεται. Θα δεχτούμε όλοι, ιδιοκτήτεςκαι ενοικιαστές, να δηλώνουμε ακριβώςόσα εισπράττουμε ή πληρώνουμε; Ή θασυνεχίσουμε όλοι να βολευόμαστε με«φανερά και κρυφά»;
Εάν κάποιο φορολογικόμέτρο κριθεί απ' όλη την κοινωνία ωςάδικο ή παράλογο, η μόνη αντίδραση μπορείνα είναι η ολοκληρωτική ανυπακοή στηνπληρωμή του - όχι η δημιουργία ενόςαντικλεπτικού μηχανισμού, που και αυτόςθα βασίζεται στην απάτη. Αυτό το «γιατίόχι και εγώ;» είναι που δημιούργησε τοσημερινό έκτρωμα στο οποίο ζούμε όλοι.Όσο θα απουσιάζει από εμάς αυτή η απλήπροσέγγιση (πού, όμως, απαιτεί «και αρετήκαι τόλμη» - εύκολα δεν είναι), πράγματιδεν υπάρχει καμιά ορατή ελπίδα ότι θαέρθουν μέρες καλύτερες. Όπως έλεγε κιο Σαββόπουλος σε μια πρόσφατη κουβένταμας, «μόνο απελπισία νιώθει κανείςτώρα». Όχι ελπίδα.
σχόλια