ΟΙ ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΕΣ επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ κινούνται σε χαμηλά επίπεδα. Καταγράφει μειωμένη εκλογική επιρροή σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές. Φαίνεται, μάλιστα, να χάνει προς τη ΝΔ το 10% των τότε ψηφοφόρων του (δηλαδή 3% του εκλογικού σώματος). Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται να υστερεί σημαντικά έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη σε όλους τους επιμέρους δείκτες. Η αξιολόγηση του κόμματος είναι εξαιρετικά αρνητική και εξακολουθεί να προκαλεί ακόμα ισχυρές αντισυσπειρώσεις.
Το πρώτο διάστημα η τάση αυτή ήταν αναμενόμενη. Η παγίωση, ωστόσο, της δημοσκοπικής υστέρησης –παρότι, μάλιστα, κάποιοι ποιοτικοί δείκτες αξιολόγησης της κυβέρνησης έχουν επιδεινωθεί– δείχνει ότι τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι βαθιά και δομικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα μοιάζει να μην ακούγεται, παρά μόνο από ένα στενό πυρήνα οπαδών του. Όχι μόνο λόγω της εσωστρεφούς συζήτησης για τη φυσιογνωμία του κόμματος αλλά και λόγω του συνολικού ύφους και περιεχομένου των παρεμβάσεών του.
Για πολλούς μήνες μετά τις εκλογές δυσκολευόταν να ξεκολλήσει από τη ρητορική της προεκλογικής περιόδου. Ο δημόσιος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ (συχνά και του ίδιου του Τσίπρα) ήταν μια συρραφή από ατάκες που έβλεπες στο Διαδίκτυο. Αντί να χτίζει το ίδιο το κόμμα το αφήγημά του, απλώς ακολουθούσε διαφόρους «ταγούς» των social media στον καταγγελτικό οίστρο και στις εμμονές τους.
Μπορεί αυτό να είναι κάπου αναπόφευκτο, λόγω της συνεχούς μετατόπισης της δημόσιας συζήτησης στο Διαδίκτυο, αλλά δεν αποτελεί σοβαρή στρατηγική διαχείριση. Αντιθέτως, συνιστά αυτοεγκλωβισμό σε μια ψηφιακή φούσκα, όπου ένας στενός πυρήνας χειροκροτεί αυτάρεσκα τον εαυτό του και φανατίζεται με θέματα περιορισμένης απήχησης, την ίδια ώρα που στην πραγματικότητα απομακρύνεται από τον μέσο πολίτη (στοιχείο που κρίνει τις εκλογές).
Ο δημόσιος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει αυτοεγκλωβισμένος σε μια ψηφιακή φούσκα, όπου ένας στενός πυρήνας χειροκροτεί αυτάρεσκα τον εαυτό του και φανατίζεται με θέματα περιορισμένης απήχησης, την ίδια ώρα που στην πραγματικότητα απομακρύνεται από τον μέσο πολίτη (στοιχείο που κρίνει τις εκλογές).
Το τελευταίο διάστημα, ο Αλέξης Τσίπρας –προφανώς με εισήγηση των νέων συμβούλων του– προσπαθεί εμφανώς να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του. Επιχειρεί να εμφανιστεί πιο ήπιος και να απευθυνθεί σε ευρύτερο ακροατήριο, υλοποιώντας τη διακήρυξή του να μετακινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο. Και πράγματι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ανακάμψει πολιτικά, πρέπει όντως να περιορίσει τα «καταγγελτικά» στοιχεία του και να αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία ως κυβερνητική επιλογή.
Παρά την ορθότητα αυτής της στρατηγικής απόφασης, ωστόσο, υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στην υλοποίησή της. Ας εστιάσουμε σε τρεις:
Πρώτον, λόγω «πρότερου βίου», που δημιουργεί ζητήματα αξιοπιστίας. Αυτό εκκινεί από τις υπερβολές της περιόδου 2010-14 και το πρώτο εξάμηνο του '15. Η αντίληψη που διαμορφώθηκε τότε για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο ισχυρή, που είναι ακόμα δύσκολο να ανατραπεί. Ο χρόνος που έχει περάσει, δε, από τις εκλογές είναι μικρός και οι συνθήκες αρκετά δύσκολες, οπότε δεν προσφέρονται για πολλές υποσχέσεις.
Δεύτερον, λόγω πολιτικής ιδιοσυγκρασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε πολιτικά μέσα από έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις. Είναι κόμμα που τρέφεται από τη σκληρή αντιπαράθεση. Ακόμα και ο ίδιος ο Τσίπρας αποδίδει καλύτερα σε συνθήκες έντασης. Μόνο που οι σημερινές περιστάσεις δεν συγκρίνονται με την περίοδο της αντιμνημονιακής περιόδου. Ούτε σε κοινωνικό επίπεδο (καθώς σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία κοινωνικής αποσταθεροποίησης, ενώ η κρίση, λόγω πανδημίας, θεωρείται παγκόσμια και εξωγενής) ούτε σε πολιτικό (καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί πλέον να υπόσχεται τα πάντα, όπως τότε). Τις παλιές πρακτικές δεν μπορούν να τις επαναλάβουν και με τις νέες δεν είναι εξοικειωμένοι.
Τρίτον, λόγω πολιτικού προσωπικού. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που μπορούν να απευθυνθούν σε ευρύτερο ακροατήριο είναι λίγα. Από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του, τα μισά αγωνιούν να μη χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ την αριστερή ταυτότητα του, το οποίο δεν νοιάζει και πολύ κόσμο. Και τα άλλα μισά, ιδίως αυτά που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, πέραν της φθοράς που κουβαλάνε, στην προσπάθειά τους να ενσωματωθούν υπερβάλλουν σε οξύτητα και φανατισμό, κάτι που απωθεί το μετριοπαθές κοινό. Μάλιστα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, κάποια στελέχη της «αριστερής» τάσης συχνά έχουν πιο μετριοπαθείς θέσεις και ύφος απ' ό,τι ορισμένοι «προεδρικοί» ή πασοκογενείς, των οποίων ο λόγος θυμίζει ατόφιο «αυριανισμό».
Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «τελειωμένος», τουλάχιστον για τις επόμενες εκλογές; Κατηγορηματικά όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εδραιωθεί πλέον ως ο έτερος πόλος του νέου, «ήπιου» δικομματισμού που διαμορφώθηκε από τις δεύτερες εκλογές του 2012 και μετά. Το νέο αυτό τοπίο μοιάζει ανθεκτικό. Διατηρεί, επίσης, ισχυρές ταυτίσεις με συγκεκριμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και εξακολουθεί να έχει αυξημένη επιρροή στις νεότερες ηλικίες, κάτι που μακροπρόθεσμα συνιστά σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Αν το κλίμα για τη Νέα Δημοκρατία επιδεινωθεί και αν έως τότε δεν έχει αναδυθεί κάποια άλλη εναλλακτική επιλογή, ο ΣΥΡΙΖΑ εκ των πραγμάτων θα παραμείνει ο ισχυρότερος πόλος υποδοχής της αντικυβερνητικής δυσαρέσκειας.
Για να αυξήσει, όμως, τις πιθανότητές του θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα στρατηγικά και δομικά προβλήματά του. Να διαμορφώσει ένα νέο αφήγημα αντί να αναζητά απλώς αφορμές που θα του επιτρέψουν να επαναλάβει όσα έκανε στο παρελθόν. Να ταυτιστεί με αξίες πλειοψηφικές. Να αναδείξει στελέχη που μπορούν να απευθυνθούν και εκτός του στενού πυρήνα. Όλο αυτό είναι μια διαδικασία δύσκολη και μακρόσυρτη, αλλά απολύτως αναγκαία. Αλλιώς θα επενδύει αποκλειστικά στα λάθη των αντιπάλων του ή στις δυσκολίες της χώρας.
(Τα υπόλοιπα κόμματα και τα τεκταινόμενα στον χώρο του ΚΙΝ.ΑΛ. θα τα σχολιάσουμε στην ανάλυση της επόμενης εβδομάδας).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια