Tiago Bartolomeu Costa
Συντονιστής του Chantiers d'Europe pour Théâtre de la Ville (Παρίσι) και σύμβουλος διεθνούς προγράμματος του São Luiz Teatro Municipal της Λισσαβώνας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια συνεργάζομαι στενά με την ελληνική ανεξάρτητη σκηνή, τόσο στο θέατρο όσο και στον χορό, και έμαθα πόσο ανθεκτικοί μπορούν να είναι οι καλλιτέχνες και πόσο παλεύουν ώστε η οικονομική κρίση να μην αποτελέσει δικαιολογία για επιτηδευμένα ή οργισμένα έργα.
Αυτό που έμαθα επίσης είναι πόσο ομοιάζουν οι πολιτιστικές πολιτικές, παρά το ότι γίνονται ευκολότερα αποδεκτές όταν προέρχονται από την αριστερά ή το ότι αναλύονται με επιφανειακά κριτήρια όταν προέρχονται από την δεξιά. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, σε κάποιο βαθμό, συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, ανεξαρτήτως των διαθέσιμων πόρων. Είναι η ιδεολογία, ανόητε! Όχι τα οικονομικά.
Τα τελευταία πέντε χρόνια είδα να προβάλλονται, ξανά και ξανά, οι ίδιες δικαιολογίες όποτε αναφερόταν η στήριξη των τεχνών. Δεν αποτελούσαν ποτέ προτεραιότητα, ακόμα κι αν είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Δεν ήταν ποτέ επίκαιρη, ακόμα κι όταν δημιουργούσε ευκαιρίες, και ποτέ αυθόρμητη. Δεν αποτελούσε ποτέ λόγο και πάντα θεωρούνταν έξοδο. Ατό συνέβαινε αφού πολλοί καλλιτέχνες έφυγαν από την χώρα ή άλλαξαν δουλειές, πολιτιστικά περιοδικά έκλεισαν, τα θέατρα σταμάτησαν να πληρώνουν και η διαρθρωτική στήριξη έγινε ξανά μια οφθαλμαπάτη. Δεν ήταν μόνο ένα ζήτημα προσφοράς και ζήτησης, ήταν ζήτημα ιδεολογίας. Ήταν επιλογή. Γιατί όταν οι καλλιτέχνες ζητούσαν οικονομική συνεισφορά, κι όταν άρχισαν να εδραιώνονται συνεργασίες, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: δεν υπάρχουν χρήματα.
Ο τρόμος των περισσότερων υπεύθυνων προγράμματος στα διεθνή φεστιβάλ όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα, ήταν ακριβώς η δυσκολία του να μην μειώσουν την σύγχρονη ελληνική δραματουργία σε έναν συλλογισμό περί κρίσεως.
Την ίδια στιγμή όμως πολλά θέατρα και φεστιβάλ στην Ευρώπη άρχισαν να παρουσιάζουν Έλληνες καλλιτέχνες δείχνοντας πως όσοι έκαναν θέατρο ήθελαν να αποδείξουν ότι το έργο τους δεν είναι κάποια αλλόκοτη εκκεντρικότητα που επιβίωσε της οικονομικής κρίσης. Το μεγαλύτερο μάθημα που προσέφερε το ελληνικό θέατρο σε ένα υπερφορτωμένο σύστημα ήταν ότι έδειξε πως το θέατρο δεν είναι μια απλή μεταφορά της οικονομικής κρίσης, αλλά μπορεί επίσης να αποτελέσει έναν τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει κανείς με υπευθυνότητα το παρόν και ότι προκύψει στο μέλλον.
Ο τρόμος των περισσότερων υπεύθυνων προγράμματος στα διεθνή φεστιβάλ όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα, ήταν ακριβώς η δυσκολία του να μην μειώσουν την σύγχρονη ελληνική δραματουργία σε έναν συλλογισμό περί κρίσεως. Η ζωή εξάλλου συνεχίζεται. Ακόμα και στην καθημαγμένη Ελλάδα.
Ένα από τα κύρια fora της ήταν το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το οποίο τα τελευταία χρόνια διηύθυνε ο Γιώργος Λούκος. Όσο ατελές κι αν ήταν, και τις περισσότερες φορές έκανε ακριβώς ότι κάνουν τα άλλα φεστιβάλ, είχε ωστόσο μια πολιτική διάσταση την οποία κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει κι ακόμα λιγότερο να καταστείλει. Έδινε σε όλους, στους καλλιτέχνες και στο κοινό, στους συνεργάτες και τους παρατηρητές, μία αίσθηση συνέχειας, καθώς και δημοκρατίας και ισότητας. Εν μέσω κρίσης, το ελληνικό θέατρο μπορούσε να είναι όπως όλα τα άλλα. Υπήρχε, ήταν ορατό και μπορούσε να συζητηθεί, να επιχειρηματολογήσει, να απορριφθεί, να αναπτυχθεί. Διότι το έβλεπες. Δεν ήταν απλά κάτι, για πολλούς ήταν το άπαν.
Πολλοί από τους θεατρικούς οργανισμούς και τους καλλιτέχνες που αποτελούν πλέον συνήθεις καλεσμένους των σκηνών και των φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη, ξεκίνησαν από εκεί. Αν δεν ήταν το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το ίδιο ισχύει και για την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ή το Φεστιβάλ Καλαμάτας, ονόματα όπως η Θεατρική Ομάδα Blitz, η Λενιώ Κακλέα, η Αργυρώ Χιώτη και η Ομάδα Vasistas, ο Δημήτρης Καρατζάς, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, η Ίρις Κάραγιαν, ο Πρόδρομος Τσινοκόρης, ο Ανέστης Αζάς, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, για να αναφερθώ σε μερικούς μόνο από όσους συνάντησα τα τελευταία χρόνια, δεν θα είχαν γίνει γνωστοί.
Τι σημαίνει λοιπόν, και πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την πρόσφατη απόφαση να μετατραπεί το φεστιβάλ σε προθήκη του έργου του Φλαμανδού καλλιτέχνη Γιαν Φαμπρ τα επόμενα τέσσερα έτη; Και πως να κατανοήσει κανείς την απόφαση αυτή όταν προέρχεται από μία κυβέρνηση που κάνει ακριβώς το ίδιο με εκείνους τους οποίους υποτίθεται ότι θα διέψευδε; Κι αν το θέμα δεν είναι τα χρήματα, όπως είπε ο ίδιος ο Γιαν Φαμπρ στην συνέντευξη τύπου, τότε ποιο είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ελληνικό θέατρο και του έκαναν έξωση το 2016 επιβάλλοντας του μια ποσόστωση 30% για τα επόμενα δύο χρόνια; Πως γίνεται αφενός να προωθείται η παρουσία του ελληνικού έργου το οποίο επαινείται με ευφράδεια για την ζωντάνια του και στη συνέχεια να περιορίζεται σε ένα μικρό ποσοστό, και αντί να εκφράζεται μια σαφής επιλογή του επιμελητή, οι ίδιοι θεατρικοί οργανισμοί που ανέβασαν τον πήχυ τα προηγούμενα έτη να υποχρεώνονται στην διαδικασία υποβολής αιτήσεων στο φεστιβάλ που αποτέλεσε το καταφύγιο τους για πολλά χρόνια;
Προφανώς και το πρόβλημα δεν είναι το έργο του Φαμπρ, το οποίο σαφώς και αξίζει να προβληθεί και να συζητηθεί. Του αξίζει όμως όσο αξίζει και στο έργο άλλων καλλιτεχνών, το οποίο και έκανε το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και αυτό άνοιξε και τον δρόμο στον Φαμπρ. Αυτό κατέστησε το φεστιβάλ σημαντικό και διεθνώς ελκυστικό. Εκείνα που έγραψαν την ιστορία του, τώρα περιορίζονται σε μια υποσημείωση με μικρά γράμματα.
Εκείνο που θα συμβεί είναι η εγκαθίδρυση ενός βασιλείου όπου κάθε έργο θα διαθέτει το ίδιο modus operandi και ταυτόσημη αισθητική.
Τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είχε την ικανότητα να δημιουργεί μια αίσθηση του ανήκειν, την δύναμη να αναπτύσσονται δεσμοί που επέτρεπαν σε καλλιτέχνες και κοινό να διευρύνουν τις πολιτιστικές, πολιτικές και φιλοσοφικές τους αναφορές, επέτρεψε την ενίσχυση του καλλιτεχνικού διαλόγου μέσα από την αντιπαράθεση διαφορετικών αισθητικών, την προθυμία να καταργήσει τον ολοκληρωτισμό στον προγραμματισμό μονολιθικού τύπου που αποτελούσε εμπόδιο στον διάλογο.
Το νέο πρόγραμμα δεν προτείνει τίποτα τέτοιο. Προξενεί οργή, κάτι απολύτως λογικό, αφαιρεί κίνητρα προκαλώντας απογοήτευση, προκαλεί παραίτηση που τρέφεται από αγανάκτηση, θάβει με διεστραμμένο και κεκαλυμμένο τρόπο, κατεδαφίζει την αντίληψη της ποικιλομορφίας που τα τελευταία χρόνια, τόσο εντός όσο και στο εξωτερικό, είχε καταστήσει την ελληνική θεατρική σκηνή μία από τις πιο ζωντανές.
Εκείνο που θα συμβεί τώρα, παρά την έλλειψη υποδομών ώστε το υφιστάμενο έργο να συνεχίσει να παράγεται, είναι μια επίδειξη ισχύος η οποία θα οδηγήσει στην αποστράγγιση ενός συστήματος το οποίο τα τελευταία χρόνια απέδειξε την δύναμη, την αντοχή, ακόμα και την εμπορικότητα του και τον εξαγώγιμο χαρακτήρα του πέραν των προσδοκιών των ελληνικών κυβερνήσεων. Η απόφαση του να μην ληφθούν καν υπ' όψιν τα έργα που είχε αφήσει σε εκκρεμότητα η προηγούμενη διεύθυνση για το φετινό πρόγραμμα δείχνει μια εκδικητική διάθεση του Υπουργείου Πολιτισμού και μια έλλειψη διπλωματίας από τον ίδιο τον Γιαν Φαμπρ και την ομάδα του. Είναι μια πληγή που δεν θα επουλωθεί. Είναι κάτι παραπάνω από δήλωση ενός επιμελητή, πρόκειται για καλλιτεχνικό ολοκληρωτισμό οποίος μετέρχεται όλων των μέσων για να επιτύχει τους στόχους του.
Ακόμα κι ο Ξέρξης χρειάστηκε περισσότερο χρόνο απ' ότι ο Φαμπρ που το 2017 θα καλέσει τους ημέτερους ώστε να καταλάβουν το φεστιβάλ χωρίς να διασαφηνίζει τι απομένει για τους Έλληνες καλλιτέχνες (και φυσικά για τους διεθνείς καλλιτέχνες που επίσης έβρισκαν στο φεστιβάλ μια πλατφόρμα έκφρασης.) Το ίδιο θα ισχύσει και το 2018, με νέες δημιουργίες του Φαμπρ, και πάλι χωρίς σαφή σχέδια για το υπόλοιπο του προγράμματος.
Δεν θα ήταν παράλογο να διαβάσει κανείς μια πολιτική στρατηγική πίσω από όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερο στην τελευταία φάση της επιμελητείας του Φαμπρ: το 2019 "οι Έλληνες καλλιτέχνες βρίσκονται στο προσκήνιο καθώς ο Γιαν Φαμπρ παραδίδει την σκυτάλη στους νέους επιμελητές και μια νέα γενιά Ελλήνων καλλιτεχνών."Θα μπορούσε κάποιος να αστειευθεί και να θεωρήσει ότι αν το 2016 υπάρξει κάποιο εισαγωγικό μάθημα για το έργο του Φαμπρ, προφανώς η ιδέα πίσω από όλο αυτό είναι να εκτραφεί, σαν κοπάδι, μια νέα γενιά μικρών Φαμπρ. Βέβαια δεν χρειάζεται να το τραβήξει κανείς τόσο πολύ ώστε να γίνει κατανοητό ότι η απόφαση αυτή κρύβει μια σαφή στρατηγική εξάλειψης από την σύγχρονη σκηνή των ονομάτων και των καλλιτεχνών που επέτρεψαν στην Ελλάδα να σταθεί διεθνώς γερά στα πόδια της. Και δεν επιτρέπεται να σκεφθεί κανείς ότι οι συνέπειες των μέτρων αυτών δεν είχαν προβλεφθεί από την ίδια κυβέρνηση που θεωρεί τον Φαμπρ χρυσό αμνό. Πρέπει να θεωρήσουμε ότι έχουν διαβάσει τον Θυέστη του Σένεκα. Οφείλουν να γνωρίζουν τι συμβαίνει σε εκείνους που αυτοαναγορεύονται βασιλείς.
Εκείνο που θα συμβεί είναι η εγκαθίδρυση ενός βασιλείου όπου κάθε έργο θα διαθέτει το ίδιο modus operandi και ταυτόσημη αισθητική.
Μία συμβουλή, εφόσον ο Φαμπρ επέλεξε να ανεβάσει το 2019 ελληνική τραγωδία. Πιθανά να χρειαστεί να αντιμετωπίσει είτε την άρνηση της Αντιγόνης να θάψει το ελληνικό θέατρο, είτε να ξεχάσει ότι ο Πενθέας μέθυσε τόσο από την εξουσία με αποτέλεσμα να φαγωθεί ζωντανός από την ίδια του την μητέρα. Όπως κι αν το δεις, η ύβρις είναι άτιμο πράγμα!
Πηγή: Publico, Μετάφραση: Lifo Newsroom
σχόλια