Ο ΙΣΧΥΡΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ που έπληξε τη νότια Τουρκία και τη βορειοδυτική Συρία προκάλεσε βιβλικές καταστροφές, ισοπεδώνοντας ολόκληρες περιοχές και θάβοντας κάτω από τα ερείπια των κτιρίων που κατέρρευσαν πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Η πραγματική έκταση της καταστροφής δεν έχει εκτιμηθεί ακόμα αξιόπιστα. Ωστόσο, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η λίστα των νεκρών θα εξακολουθήσει να μακραίνει, ενώ τα προβλήματα επιβίωσης για έναν πολύ μεγάλο αριθμό επιζώντων θα γίνονται ολοένα και πιο δραματικά.
Όσο μεγάλη βοήθεια κι αν λάβουν η Τουρκία και η Συρία από τη διεθνή κοινότητα, θα χρειαστεί πολύς χρόνος έως ότου ομαλοποιηθεί η ζωή των κατοίκων και επανέλθουν στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό η οικονομική δραστηριότητα και η λειτουργία του κράτους και της διοίκησης στις περιοχές που ισοπεδώθηκαν από τον σεισμό.
Μέχρι τότε η δυσαρέσκεια των πολιτών θα κλιμακώνεται, κάτι που θα αρχίσει να γίνεται περισσότερο ορατό το αμέσως επόμενο διάστημα, όταν πλέον θα έχει καταλαγιάσει το πρώτο σοκ και θα έχουν αφομοιωθεί οι αρχικές εικόνες από τις αγωνιώδεις και ηρωικές επιχειρήσεις διάσωσης του πληθυσμού.
Πολλοί θεωρούν ότι οι σεισμοί λειτουργούν ως ευκαιρία για να απεμπλακεί η Τουρκία από την τακτική των εντάσεων στο Αιγαίο και της επιθετικότητας απέναντι στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι σεισμοί θα λειτουργήσουν προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Η καταστροφή ενώνει αλλά και χωρίζει. Στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών και των πρόσφατων σεισμών, η διάσταση της καταστροφής που ενώνει –τον υπόλοιπο κόσμο με την Τουρκία σε επίπεδο διακρατικό και κοινωνίας πολιτών– είναι διακριτή, ενώ εκείνη της συγκρουσιακής δυναμικής είναι λανθάνουσα και, μέχρι στιγμής, περιστασιακή. Η δεύτερη αφορά κυρίως ομάδες γηγενών που επιδίδονται σε λεηλασίες και αρπαγές, δημιουργώντας εστίες αναταραχών στον εγχώριο πληθυσμό και προκαλώντας ζητήματα ασφάλειας σε αποστολές διασωστών.
Εστιάζοντας στη διάσταση των φυσικών καταστροφών που ενώνουν: με σαράντα πέντε χώρες (κατά δήλωση Ερντογάν) να έχουν πέσει στη μάχη της διάσωσης των ανθρώπινων ζωών που είναι θαμμένες στα ερείπια –η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης ανάμεσα σε αυτές– και με μια ανθρωπιστική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας που συντονίζεται από τον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της Ε.Ε., πολλοί κάνουν λόγο για μια νέα αφετηρία στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Γίνεται, επίσης, λόγος για τους σεισμούς ως ένα –παρά την τραγικότητά του– θετικό momentum σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων, το οποίο λειτουργεί ως ευκαιρία για εκτόνωση της έντασης της Τουρκίας με την Ε.Ε. και την Ελλάδα.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι επιστρέφει μια νέα «διπλωματία των σεισμών», πιάνοντας το νήμα από τους σεισμούς σε Αθήνα και Ιζμίτ το 1999, καθώς και για ένα νέο κλίμα που έχει μια δυναμική από τα κάτω (κοινωνία πολιτών) προς τα επάνω (κυβερνήσεις), προτάσσοντας το στοιχείο της αλληλεγγύης στις διακρατικές σχέσεις και τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής.
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια προεκλογική φάση που διαπλέκεται με τη συγκυρία των σεισμών, οι συνέπειες των οποίων μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό μέλλον του Προέδρου Ερντογάν. Εκτός από τη διαδικασία απόδοσης ευθύνης (blame attribution), ο Τούρκος Πρόεδρος αντιμετωπίζει δυσκολίες προκειμένου να συνεχίσει να υποστηρίζει το αφήγημά του για μια Τουρκία που συστηματικά αδικείται από τη Δύση, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα αυτό ως άλλοθι για ταλαντεύσεις στον γεωστρατηγικό της προσανατολισμό.
Παρόλο, λοιπόν, που πολλοί θεωρούν ότι οι σεισμοί λειτουργούν ως ευκαιρία για να απεμπλακεί η Τουρκία από την τακτική των εντάσεων στο Αιγαίο και της επιθετικότητας απέναντι στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι σεισμοί θα λειτουργήσουν προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά την άλλη όψη των φυσικών καταστροφών, υπάρχει μια σχετική βιβλιογραφία πάνω στο θέμα (βλ. ενδεικτικά D. Brancati 2007, P. Nel κ.ά. 2008, M. Omelicheva 2011, J. Eastin 2016), από την οποία συνάγεται ότι, παρά τη συμβατική σοφία που θέλει τις φυσικές καταστροφές να λειτουργούν ως παράγοντας που αμβλύνει τις συγκρούσεις, αυτές μπορεί να λειτουργήσουν ως επιταχυντές τους.
Η έλλειψη βασικών πόρων που επέρχεται ξαφνικά εξαιτίας μιας φυσικής καταστροφής μπορεί να εντείνει τον ανταγωνισμό για τη διεκδίκησή τους. Διακρατικές διαφορές βγαίνουν στην επιφάνεια (αναφέρεται ως παράδειγμα η περίπτωση του σεισμού στο Κασμίρ το 2005), το ίδιο και φαινόμενα ενδοκρατικής βίας, όπως έγινε με τους σεισμούς σε Ελ Σαλβαδόρ (1986) και Κολομβία (1999). Στη βιβλιογραφία σημειώνεται ότι ειδικότερα οι σεισμοί διαθέτουν ένα συγκρουσιακό δυναμικό μεγαλύτερο σε περιοχές/χώρες που ήδη βιώνουν αστάθεια, την οποία οι φυσικές καταστροφές επιτείνουν και βαθαίνουν.
Η επίδραση των φυσικών καταστροφών σε διακρατικό και ενδοκρατικό επίπεδο βρίσκεται σε συνάρτηση με την ποιότητα της δημοκρατίας. Όσο καλύτερα και αποτελεσματικότερα λειτουργούν οι πολιτικοί θεσμοί τόσο μικρότερη είναι η αποσταθεροποιητική επίδραση και η συγκρουσιακή δυναμική των φυσικών καταστροφών.
Στην πρόσφατη παγκόσμια κατάταξη των δημοκρατιών από τον «Economist», η Τουρκία χαρακτηρίζεται περίπτωση «υβριδική» με στοιχεία δημοκρατίας και αυταρχικού καθεστώτος. Βρίσκεται 103η μεταξύ των 167 χωρών της κατάταξης, έχοντας υποχωρήσει σημαντικά στο σκορ της από το 2012. Χωρίς τα προαναφερθέντα να μειώνουν ούτε στο ελάχιστο την αλληλεγγύη μας απέναντι σε χώρες που δοκιμάζονται και στους λαούς που έχουν την ανάγκη μας, είναι σωστό να είμαστε σε εγρήγορση παρακολουθώντας αυτό το σύνθετο παζλ της διαχείρισης μιας φυσικής καταστροφής εν μέσω μιας ασταθούς προεκλογικής συγκυρίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.