Δεν ήταν ποτέ κανένα αξιοσέβαστο επάγγελμα αυτό του δημοσιογράφου. Όχι στην Ελλάδα μόνο. Γενικώς.
Από τον μισογύνη Πολύβιο Δημητρακόπουλο μέχρι τον εραστή της αυτοκριτικής Ουμπέρτο Έκο, ο δημοσιογράφος στην καλύτερη περίπτωση ήταν ένας κακόμοιρος ιεραπόστολος της αλήθειας, στη χειρότερη κάποιος χαμερπής ψεύτης που από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι κι από κεφάλι σε κεφάλι προσπαθούσε να πλασαριστεί κάπου ψηλότερα στη διατροφική αλυσίδα. Συνήθως, και αν θυμίζει κάτι αυτό, το επόμενο βήμα ήταν και παραμένει η πολιτική. Ή κάποιο δημόσιο πόστο.
Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς που τα τελευταία χρόνια το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» τρεντάρει ξανά με νέα χαρά και ανανεωμένο πάθος στο Twitter. Οι αναδιπλώσεις της ιστορίας χέρι – χέρι με τον εκσυγχρονισμό του επαγγέλματος έχουν δημιουργήσει άπειρες στρεβλώσεις για το τι πραγματικά είναι η δημοσιογραφία. Και τι προσφέρει. Και σε ποιους.
Από τον ωκεανό των ύβρεων, κατά καιρούς, γλιτώνουν μόνο οι φωτορεπόρτερ και οι εκπρόσωποι της γνήσιας ερευνητικής δημοσιογραφίας, κοινώς οι πιο φιλαλήθεις, εργατικές και ταλαιπωρημένες περιπτώσεις του επαγγέλματος. Οι υπόλοιποι τσουβαλιάζονται για μία σειρά από old time classic αμαρτήματα, για τα οποία δεν μιλά ποτέ κανείς, κυρίως για να μην του θυμώσει το σινάφι.
Άρα, έχει δίκιο ο κόσμος που υβρίζει τους δημοσιογράφους σε κάθε τους βήμα; Η απάντηση θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη θετική, αν η λειτουργία των social media τα τελευταία χρόνια δεν συντηρούσε την ψευδαίσθηση ότι δημοσιογράφοι μπορούν να γίνουν όλοι.
Για τη δημιουργία αυτής της ψευδαίσθησης δεν ευθύνεται μόνο η χαλαρή φύση των social (ένας λογαριασμός, ένα ψευδώνυμο και γράψε ό,τι θες), αλλά και η έλλειψη παιδείας πολλών εκπροσώπων του Τύπου. Όταν εσύ δεν μπορείς να αρθρώσεις δύο κουβέντες, όταν εσύ δεν μπορείς να ελέγξεις την εξουσία, όταν εσύ δεν μπορείς να υπερασπιστείς την ιδιότητά σου εμπράκτως, γιατί ο πολίτης να μην αισθανθεί απολύτως έτοιμος να το κάνει, ειδικά, όταν διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για κάτι τέτοιο;
Δεν μιλάμε, όμως, γι’ αυτό, γιατί αν μιλήσουμε, ομολογούμε την παθογένειά μας. Δεν έχει σημασία που όλοι γνωρίζουν τις μάχες που δίνουν οι κομματικοί στρατοί στα social media. Δεν έχει επίσης σημασία που όσο ελέγχεται ο δημοσιογράφος για τα λεγόμενα και τα γραφόμενά του, όσο ελέγχονται οι αποκλίσεις και οι δεσμοί του, άλλο τόσο ελέγχεται πλέον και το τι γράφει και το τι λέει -και βάσει ποιας αφετηρίας- και ο πολίτης.
Εκείνο που έχει σημασία, αλλά δεν το λέμε, είναι ότι ο κόσμος, στην πλειονότητά του, οργίζεται με τους δημοσιογράφους για τους σωστούς λόγους, αλλά με τους λάθος ανθρώπους.
Η κάλυψη των καταστροφικών πυρκαγιών που σαρώνουν τη χώρα εδώ και μία εβδομάδα έφεραν και πάλι στην επιφάνεια αυτή την κουβέντα, με νέες δυσάρεστες προεκτάσεις.
Πώς καλύφθηκε αυτή η κρίση; Ας είμαστε ειλικρινείς: υπήρξαν δημοσιογράφοι που λειτούργησαν υποδειγματικά, με αυταπάρνηση, με απέραντο φιλότιμο, σχεδόν με ρομαντισμό. Κάποιοι έφαγαν και ξύλο, άλλοι υβρίστηκαν και χλευάστηκαν, άλλοι είδαν το μικρόφωνό τους να κλείνει –μετά από ώρες στα καμένα- για να μιλήσει κάποιο πολιτικό «τίποτα». Να μια δουλειά που δεν πληρώνεται με κανένα μπόνους και καμία αύξηση. Αλλά δεν μιλάμε γι’ αυτό.
Και ναι, υπήρξαν και ντροπές. Ξεφωνητά, κραυγές, δραματοποίηση εκεί που δεν χρειαζόταν, γιατί η κατάσταση, έτσι κι αλλιώς, ήταν τραγική, ρεπορτάζ άλλα αντί άλλων, τη στιγμή που μιλούσε η εικόνα και ο κόσμος, άκοπος και αμοντάριστος στην πιο αφιλτράριστη εκδοχή της απόγνωσής του. Α, υπήρξε και κατάχρηση του δημοσιογραφικού βήματος και της ιδιότητας. Η εικόνα δημοσιογράφου που τραμπουκίζει γυναίκα, η οποία «τραβά» με το κινητό της όσα συμβαίνουν, είναι μόνο ντροπιαστική. Αλλά ούτε γι’ αυτό μιλάμε.
Ωστόσο, είναι αυτό το δίπολο «καλού – κακού επαγγελματία» που συντηρεί την τρομακτική παρεξήγηση, αυτό το κακοφορμισμένο ανέκδοτο κοινωνικού αυτοματισμού που παραδοσιακά μπερδεύει τον ρεπόρτερ, τον «τρεχαλιτζή» επιτόπιο, αυτόν που κάνει τίμια και σχεδόν γυμνός τη δουλειά του με τις μεγάλες και μη εξαιρετέες ντροπές του χώρου.
Γιατί ο ρεπόρτερ δεν κάνει απλώς τη ζόρικη δουλειά. Ακριβώς, επειδή είναι πολίτης ανάμεσα σε πολίτες, πληρώνει τις αμαρτίες των εστέτ του industry, των καλομαθημένων παιδιών, που όλοι τα ξέρουν πια και κανείς δεν τα σέβεται.
Κι αυτό δεν το λέμε, αλλά αυτό κι αν είναι μια τεράστια αδικία.
Να «δέρνεις» τον αγγελιαφόρο, τον αναμεταδότη, την ορατή και έντιμη φύση ενός άχαρου και πολύ συχνά ανέντιμου επαγγέλματος. Να εκδικείσαι όλο το σινάφι στο πρόσωπο εκείνου που όντως επιτελεί λειτούργημα. «Ναι, αλλά για τους άλλους δεν λέτε!». Λέμε. Ντρεπόμαστε για τα live τους, ντρεπόμαστε και που λεγόμαστε «συνάδελφοι». Δεν είμαστε όμως, και το ΄χουμε καλύτερο να δηλώνουμε «ιδιωτικοί υπάλληλοι», αν ποτέ βρεθούμε δίπλα – δίπλα.
Αλλάζει κάτι μ’ αυτό; Νιώθει κανείς καλύτερα; Όχι, φυσικά. Η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα, ασχέτως που το ξεχνάμε. Και είναι επίσης μια πολύ σοβαρή δουλειά, που, όταν πέφτει σε λάθος χέρια, χαίρεται το σύστημα, η ξύλινη, παμπόνηρη γλώσσα του και κανείς άλλος. Δεν μάς αρέσει να το παραδεχόμαστε και δεν το ομολογούμε ποτέ ανοιχτά, αλλά ναι, είναι επάγγελμα με αγκυλώσεις, περιορισμούς και κακοτοπιές, που, όμως, έχει και ευκαιρίες για ανατροπές.
Για παράδειγμα, αυτό που γίνεται τώρα ανά τον κόσμο με τη «δημοσιογραφία των πολιτών» και τον τρόπο που τα social media παρεμβαίνουν στην κουβέντα, είναι μία τέτοια ευκαιρία. Αν όλος αυτός ο έλεγχος δεν μετατραπεί σε εκβιασμό με κομματικό –κάθε φορά- πρόσημο έχουν να κερδίσουν όλοι, εκτός από εκείνους που πραγματικά έχουν κάτι να κρύψουν.
Και για είναι κανείς τέλεια και απόλυτα δίκαιος: όταν κάτι δεν «δουλεύει» πια (εν προκειμένω, η παλιά, κουρασμένη, συστημική ενημέρωση) και ακόμη χειρότερα δεν επιδέχεται διορθώσεων και αλλαγών, δεν έχει θέση στην οθόνη και την καθημερινότητά μας. Είναι η φύση της ζωής μας τέτοια, που πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση και δικαιώνονται και αφήνουν χώρο για οτιδήποτε καλύτερο.
Οι ύβρεις, οι απειλές και οι λογικές του αχταρμά δεν έχουν καμία θέση σ’ αυτή την καινούρια ζωή. Ας ξεχωρίσει ο καθένας το «πώς», το από «πού» και από «ποιον» θέλει να ενημερώνεται και τα υπόλοιπα θα τα κάνει το -πάντα συμφεροντολόγο και καθόλου συνηθισμένο στις ήττες- σύστημα. Ή για να το πούμε απλά: κανείς δεν θέλει στην ομάδα του κάποιον που, μονίμως, χάνει, ειδικά, αν η χασούρα μετριέται σε αξιοπιστία.
Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, το να βρίζεις τον δημοσιογράφο, που αύριο πολύ πιθανόν θα εκλέξεις βουλευτή, γιατί έχει τα...μέσα, μάντεψε τι σε κάνει.